4/10/15

Πιέτρο Ινγκράο: Η πρακτική της αμφιβολίας

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Από το βιβλίο Η πρακτική της αμφιβολίας. Διάλογος με τον Κλαούντιο Καρνιέρι, μτφρ. Τόνια Τσίτσοβιτς, πρόλογος στην ελληνική έκδοση Κώστας Δουζίνας, Τρίκαλα 2015, σελ. 96, εκδόσεις Επέκεινα. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Εδώ, προδημοσιεύουμε την Εισαγωγή του Κλαούντιο Καρνιέρι.

Ο Ινγκράο με τους συντάκτες της Ουνιτά, το 1957, λίγο πριν αποχωρήσει απ’ τη διεύθυνση της εφημερίδας (φωτογραφία από το βιβλίο)


ΤΟΥ ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΚΑΡΝΙΕΡΙ

Πολλές φορές, διαβάζοντας τις ωραίες και πυκνές σελίδες του Ήθελα το φεγγάρι, έτυχε να φανταστώ την προσπάθεια του Πιέτρο Ινγκράο, ενώ έγραφε, να ξεπεράσει μια επιφυλακτικότητα, μια συστολή να μιλήσει για τον εαυτό του, για τη ζωή του, που είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με πάθη, με συλλογικές υποθέσεις, και επομένως να την λαξέψει μέσα στη μοναδικότητά της, και να την επανασυνδέσει με μεγαλύτερες υποθέσεις, φορτωμένες με τα σημάδια του εθνικού βίου και των τραγωδιών του κόσμου του χίλια εννιακόσια.
Γνωρίζω αυτή τη συστολή από τότε που ήμουν νέος και ηγετικό στέλεχος της Κομμουνιστικής Νεολαίας στο Τέρνι: το Τέρνι ήταν μια πόλη που αγαπούσε πολύ ο Ινγκράο. Ερχόταν κάθε φορά εκεί για να κλείσει την προεκλογική του εκστρατεία. Έτυχε τότε, που ακόμη ήμουν νεαρός μαθητής λυκείου, να τον παρουσιάσω στο θέατρο της πόλης, στην αρχή της δεκαετίας του εξήντα, σε έναν εορτασμό της ίδρυσης του κόμματος.
Μπορούσε κανείς να βρει σ’ αυτή τη συστολή όχι μόνο το σημάδι ενός εθίμου, μιας οπτικής της πολιτικής, που διέκρινε και σηματοδοτούσε, ως προς την εγκράτεια, το λιτό ύφος, και ίσως τη διανοητική περηφάνια, μεγάλο μέρος της ιστορικής ηγετικής ομάδας του Pci, αλλά και κάτι περισσότερο. Υπήρχε ένα στιλ αυστηρότητας και περιέργειας μαζί, που σου έθετε ερωτήματα και που προκαλούσε σε πολλούς από μας, που ανήκαμε σ’ εκείνη τη «γενιά με τα ριγέ μπλουζάκια», κατά κάποιον τρόπο έναν φόβο ανεπάρκειας. Νιώθαμε όμως ισχυρή τη συνεχή παρακίνηση, από πλευράς του Πιέτρο, να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε, να διευρύνουμε τους πολιτιστικούς προσωπικούς μας ορίζοντες, για να ανατρέξουμε από το ειδικό σε μεγαλύτερες ταυτόχρονες διαδικασίες που συνέβαιναν στον κόσμο. Σε σπάνιες περιπτώσεις προχωρούσαμε περισσότερο, και για πολλούς από εμάς αυτό το αυστηρό και σοβαρό στιλ έγινε η φιλοδοξία μας για τη ζωή και τον πολιτισμό.

Έχοντας αυτό στο μυαλό μου διάβασα μονορούφι το βιβλίο του Ινγκράο, μέχρι το τελευταίο, εξαιρετικό, κεφάλαιο που γυρίζει γύρω από το βιβλίο του Νούτο Ρεβέλι, Ο αγνοούμενος του Μάρμπουργκ: «Τα λιβάδια με μάγευαν πάντα, με τον σιωπηλό τρόπο που τα διατρέχει κανείς –γράφει ο Ινγκράο-. Σήμερα τα λιβάδια της πόλης στην οποία ζω αναμειγνύονται με την ταραχή του τρεξίματος και της αγωνίας. Το νησί δεν υπάρχει. Και είναι σωστό. Γιατί να ζητάμε να σωθούμε μόνοι μας; Και εξάλλου εγώ δεν ξέρω να ιππεύω».
Έτσι, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, έμεινε ξεκάθαρη στο μυαλό μου αυτή η τελευταία ερώτηση, μαζί με μια αυθάδεια και μια ειρωνεία, σημάδι σχεδόν αυτοχλευασμού. Σκέφτηκα για πολύ καιρό εκείνη την εικόνα του νησιού, ενώ θυμόμουν κάποιους συλλογισμούς του Ινγκράο για τη γονιμότητα του ‘ασκητικού’ βίου, που είναι ικανός να αφήνει μεγαλύτερο χώρο για τη σκέψη και την ενδοσκόπηση. Μου ξαναήρθαν επίσης στον νου οι μέρες του Άρκο όταν, σ’ εκείνη τη μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων, συζητήσαμε για το τι να κάνουμε, έπειτα από τη στροφή της Μπολονίνα και το συνέδριο της Μπολόνια. Θυμάμαι ξεκάθαρα τη Λάουρα που καθόταν πλάι του μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεων και την οποία εμείς, που είχαμε έρθει από την Ούμπρια, πολυαγαπημένη περιφέρεια για τον Πιέτρο, προσπαθούσαμε να ρωτήσουμε για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σκέψη του και το τι έπρεπε να κάνουμε. Κι έπειτα ήρθε αυτή η φράση του «Θέλω να παραμείνω μέσα στη δίνη», που για κάποιους από μας ήταν μια πίκρα και για άλλους, ανάμεσα στους οποίους ήμουν κι εγώ, η βούληση να ξαναρχίσουμε να στοιχηματίζουμε μέσα στον λαό μας. Ήταν ισχυρογνωμοσύνη, αλλά και μια συγκεκριμένη οπτική των συλλογικών διαδικασιών και των αντιτίμων που πληρώνονται, ακόμη και με μεγάλη, αγωνιώδη αβεβαιότητα. Πολλές φορές, ακόμη και πρόσφατα, ο Ινγκράο υπογράμμισε και πάλι μια απόσταση, πολύ επίπονη κι αυτή, από μια κάποια «μειοψηφικότητα» που οδήγησε παρόλα αυτά τη σκέψη και το έργο άλλων μεγάλων διανοουμένων της αριστεράς. Βρίσκω σ’ αυτό, δεν ξέρω αν είναι σωστό, το ισχυρό αποτύπωμα ενός παλαιότερου διδάγματος του Τολιάτι και κάποιο ίχνος μιας πολύπλοκης και αμφιλεγόμενης σχέσης με εκείνον τον γραμματέα του Pci, για τον οποίο θα έπρεπε να συνεχίσουμε να εμβαθύνουμε.
Εδώ έγκειται το σημείο και η αιτία που επιστρέψαμε για να ρωτήσουμε τον Πιέτρο Ινγκράο. Το Ήθελα το φεγγάρι σταματάει ακριβώς σε μια κομβική φάση της ζωής του, εκεί όπου αποφάσισε να δεσμευτεί για μια στροφή, εκεί όπου καθορίστηκε και μια σκληρή τομή στην εθνική υπόθεση.
Ο Ινγκράο υπήρξε Πρόεδρος της Βουλής από την 5η Ιουλίου 1976 έως την 20η Ιουνίου 1979 όταν εξελέγη η Νίλντε Ιότι. Έτυχε πάνω από μια φορά, να πάω να τον βρω, μαζί με μια ομάδα στελεχών του Pci από την Ούμπρια: και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπήρχε μια συνεχής θέση ερωτημάτων για την Ούμπρια, για την εμπειρία της περιφέρειας, αλλά και για την πολυπλοκότητα της κατάστασης, για την πολιτική «εθνικής ενότητας» για την οποία μας εξέφραζε την κριτική του, αλλά με ένα στεγνό και αυστηρό στιλ που δεν ενέδιδε σε προχειρολογίες.
Αυτή ήταν μια εντονότατη φάση του εθνικού βίου: η εμφάνιση και η σκληρή και συνεχής πρωτοβουλία της τρομοκρατίας, μέχρι τη δολοφονία του Γκουίντο Ρόσα, η Συνδιάσκεψη του Ελιζέο για τη λιτότητα που προώθησε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, η αποποινικοποίηση της άμβλωσης, η επίθεση στον Λουτσιάνο Λάμα στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, η έκρηξη του σκανδάλου της Λόκχιντ, το κίνημα και η διαδήλωση των αυτόνομων στη Μπολόνια, η όξυνση της σύγκρουσης του Pci με τους σοβιετικούς, η μεγάλη διαδήλωση των εργατών μετάλλου στη Ρώμη τον Δεκέμβρη του 1977, η παραίτηση του Αντρεότι  και η ανάθεση νέας εντολής σ’ αυτόν ως αρχηγού της Κυβέρνησης και στη συνέχεια η τρομακτική υπόθεση της οδού Φάνι, η απαγωγή και η δολοφονία του Μόρο.
Σε εκείνη τη χρονιά (1978) ανήκει και η εκλογή του Κάρολ Βοϊτίλα ως επικεφαλής της καθολικής Εκκλησίας.  Ακολουθεί άλλος ένας χρόνος με βορβορώδη συμβάντα: η δολοφονία του Μίνο Πεκορέλι μαζί με όλα τα ανησυχητικά σενάρια που συνδέθηκαν αμέσως μ’ αυτή, η δίωξη του Πάολο Μπάφι, διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας και του Μάριο Σαρτσινέλι, ξανά η παραίτηση του Τζούλιο Αντρεότι και οι πρόωρες εκλογές. Μια σκληρή τριετία, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο: στην Ισπανία υπήρξαν οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές μετά από σαράντα χρόνια, στην Τσεχοσλοβακία 240 διανοούμενοι και πολιτικά στελέχη υπέγραψαν την «Χάρτα 77», άρχισε η ανάπτυξη των πυραύλων SS20, ο Σαντάτ συνάντησε στην Ιερουσαλήμ τους ισραηλινούς ηγέτες, και στη συνέχεια, για πρώτη φορά, έγινε κυβέρνηση το συντηρητικό κόμμα Λικούντ. Επέστρεψε από την παρισινή εξορία ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο Σαντάμ Χουσεΐν έγινε πρόεδρος του Ιράκ, στη Μεγάλη Βρετανία νίκησαν οι συντηρητικοί και για πρώτη φορά εξελέγη αρχηγός της κυβέρνησης μια γυναίκα, η Μάργκαρετ Θάτσερ. Επέστρεψε στην εξουσία στην Κίνα ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ.
Είναι τα χρόνια κατά τα οποία χάνονται μέσα σε λίγο καιρό προσωπικότητες του κινηματογράφου και της μουσικής που ο Ινγκράο αγαπούσε πολύ: Τσάρλι Τσάπλιν, Μαρία Κάλας, Ρομπέρτο Ροσελίνι.
Αυτό είναι το σημείο εκκίνησης του παρόντος βιβλίου που αποτελεί μαρτυρία μιας αγωνίας που τότε ο Ινγκράο μας έκανε να τη νιώσουμε σε μεγάλο βαθμό: την αναγκαιότητα μιας νέας αναζήτησης, πέρα από τα σύνορα. Αυτόν τον ρόλο, όσον αφορά στην ιταλική πολιτική κουλτούρα, τον είχε το Κέντρο για τη Μεταρρύθμιση του Κράτους (CRS), με την επιθεώρησή του «Δημοκρατία και Δίκαιο», με την ομάδα διανοουμένων που είχε συν τω χρόνω ως σημείο αναφοράς, με τις πρωτοβουλίες του και τα προγράμματα ερευνών του, μέχρι σήμερα, τους στοχασμούς του Μάριο Τρόντι για την πολιτική και για το Χίλια Εννιακόσια.
Η συνέντευξη φωτίζει αρκετά εκείνα τα χρόνια που ακολούθησαν το 1979 και περιγράφει την κυριότερη έγνοια του Ινγκράο να ερμηνεύσει τον κόσμο, ξεκινώντας από τα συμβάντα του πολέμου, όπου μοιάζει να συναντήθηκε σ’ αυτήν τη φάση της σκέψης του μια παλαιότερη ιστορικιστική κατασκευή του κομμουνισμού του με έναν κάποιο «ολικό ανθρωπισμό», σημαντικό μέρος του οποίου είναι και οι στοχασμοί για τη μη βία που παραδόθηκαν αυτά τα χρόνια σε άλλες σελίδες.
Τοποθετώ εδώ και την τάση του Ινγκράο να εμβαθύνει σε άλλες γλώσσες, τη γλώσσα της ποιητικής γραφής πρώτα απ’ όλα.
Έχω ακόμη έντονη την ανάμνηση εκείνης της φοράς που ήρθε στο Τέρνι (1987) για να ακούσει ένα μάθημα του επιφανούς ιταλιανιστή Βάλτερ Μπίνι για τον Λεοπάρντι, για το Σπάρτο, καθισμένος μέσα σ’ ένα θέατρο κατάμεστο από φοιτητές. Έτσι βρέθηκα να συμμετέχω σε μια έντονη συζήτηση, που δεν μπορεί να ξεχαστεί, όπου μια οπτική της ανθρωπότητας συνδεδεμένη με το ποιητικό κείμενο αναμειγνυόταν με ένα δίκτυο κοινών αναμνήσεων που έφθαναν στην εποχή της αντιφασιστικής παρανομίας, σε παραπομπές σε γνωριμίες, Καπιτίνι, Καλότζερο, Πάρι, Λα Πίρα, και σε μια τεράστια αίσθηση της δημοκρατικής ιστορίας του ιταλικού έθνους που βγήκε από τον πόλεμο, όπου οι δυνάμεις της αριστεράς είχαν κατορθώσει να χαράξουν ένα βαθύτατο σημάδι.
Κι όμως έμεινε άλυτο, στη μακρά εμπειρία του Ινγκράο και στους στοχασμούς του γι’ αυτό, ένα ζήτημα που θα ήθελα να αναφέρω σ’ αυτό το σύντομο σημείωμα, γιατί νομίζω ότι μιλάει αρκετά για την αναζήτηση της αριστεράς σ’ αυτήν τη φάση του εθνικού βίου. Ο Ινγκράο υπήρξε ένας από τους λίγους κομμουνιστές ηγέτες που αναρωτήθηκε, δουλεύοντας πάνω σ’ αυτό, για το θέμα των σχέσεων μεταξύ κράτους και ανάπτυξης, μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, εντοπίζοντας εδώ μια ουσιαστική ρίζα, συστατική της αριστεράς: που κατά κάποιον τρόπο θεμελιώνει μια εθνική και διεθνή λειτουργία της.
Σήμερα είναι εύκολο να βρούμε αναφορές θεωρίας και εμπειρικής αναγνώρισης για την  εδαφικότητα της ανάπτυξης, για την εδαφικότητα των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων, ακόμη και εκείνων του κόσμου της εργασίας, σε μια διάσταση που δεν αφαιρεί και δεν επισκιάζει το μέγεθος της μεμονωμένης εργασιακής πράξης, με την κόπωσή της, την αμοιβή της, με τις προστασίες και τα δικαιώματα που πρέπει να κατακτώνται και να ανακτώνται συνεχώς.
Εδώ, στο ζήτημα της ανάπτυξης, στηρίχτηκε, σε μια άλλη φάση της ιταλικής ιστορίας, ο στοχασμός του Ινγκράο για τον αυτονομισμό των περιφερειών, για τις νέες κρατικές μορφές που πρέπει να κατακτηθούν, για τους θεσμικούς χαρακτήρες, αλλά και τους χαρακτήρες εξουσίας και εκπροσώπησης των τοπικών αυτονομιών και των Περιφερειών και στη συνέχεια για τις λειτουργίες ελέγχου της Βουλής, για τη σχέση μεταξύ Συνελεύσεων και ανάπτυξης, ακόμη και πέρα από το δημόσιο τμήμα της οικονομίας που σήμερα δεν υπάρχει πια. Συνεπώς πρόκειται και για οικοδόμηση μιας νέας εθνικής κρατικότητας: welfare state, εξουσίες του συνδικάτου, κεντρικότητα της Βουλής και όλων των διάχυτων διαδικασιών της δημοκρατίας και του δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου,  όπως λέγεται, και συνεπώς μεγέθυνση και ανάπτυξη των μεγάλων κοινωνικών υποκειμένων.
Εάν θέλουμε να δούμε καλά το ζήτημα, ο Ινγκράο, εκκινώντας ακριβώς από αυτήν την πρόκληση, ένιωσε την ανάγκη και το επείγον ενός στοχασμού με άλλα υποκείμενα της ευρωπαϊκής αριστεράς, με τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, με τη σκανδιναβική δημοκρατία, όταν, στην καρδιά της Ευρώπης, δημιουργήθηκε, μαζί με την αλλαγή των κυβερνήσεων, και μια μετατόπιση των κοινωνικών ισορροπιών και εμφανίστηκε στο προσκήνιο μια νέα εργατική υποκειμενικότητα και μια νέα υποκειμενικότητα του κόσμου της εργασίας.
Τα λόγια του Ινγκράο φωτίζουν σημαντικά μια ιδιαίτερη φάση της ζωής και των επεξεργασιών των ιταλών κομμουνιστών, σε εκείνα τα τελευταία χρόνια της προσπάθειας του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Δεν είναι λίγα τα ερωτήματα πολιτικής ιστορίας που συνδέονται μ’ αυτή.
Δεν είναι μολαταύτα δυνατό να διαβάσει κανείς αυτές τις σελίδες χωρίς να νιώσει ένα δυνατό κέντρισμα που αφορά το παρόν. Τι κάνουμε τώρα;
Μπορούμε να θεμελιώσουμε μια νέα φάση της ιστορίας και του ρόλου της αριστεράς χωρίς να ξεκινήσουμε από εκείνο το κομβικό ζήτημα της ανάπτυξης, της ποιότητάς της, των κοινωνικών και θεσμικών διαδικασιών, των δημόσιων πολιτικών που συγκλίνουν μ’ αυτό; Πώς γίνεται να προταθεί ξανά αυτό το θέμα όταν πολλοί παράγοντες αποϋλοποιήθηκαν  και παγκοσμιοποιήθηκαν (αγορές, οικονομία, επιστήμη) και δεν φαίνονται μεγάλα υποκείμενα που να είναι σε θέση να δώσουν βάρος στη δημοκρατία και στις εξουσίες «από τα κάτω», για να πούμε τα πράγματα όπως τα λέει ο Άλντο Καπιτίνι, αλλά και να φθάσουν σ’ εκείνο το εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό ύψος; Αντίθετα, ακριβώς το ζήτημα των υποκειμένων και των εξουσιών είναι ο κόμπος που έφθασε στο χτένι.
Να λοιπόν. Η συνέντευξη νομίζω ότι περιέχει, σε έναν ιδιαίτερο ειρμό στοχασμού που συνεχίζει την αφήγηση του Ήθελα το φεγγάρι, ένα πεισματικό κάλεσμα να ερευνήσουμε, να ερευνήσουμε κι άλλο.
  

Ο Κλάουντιο Καρνιέρι γεννήθηκε το 1944 στο Τέρνι. Υπήρξε περιφερειάρχης της Ούμπρια από το 1993 έως το 1995. Σήμερα είναι πρόεδρος της Εταιρείας Ερευνών της Ούμπρια. Ήταν μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και μέλος των Δημοκρατών της Αριστεράς, τους οποίους εγκατέλειψε πριν σχηματίσουν το Δημοκρατικό Κόμμα, εντάχθηκε στη Δημοκρατική Αριστερά και τέλος στην Αριστερά Οικολογία και Ελευθερία

Ο Ινγκράο με τον Φεντερίκο Φελίνι (φωτογραφία από το βιβλίο)

Δεν υπάρχουν σχόλια: