ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΜΕΡΤΙΚΑ
Ελένη Καμμά, Παρρησία:
κουράγιο / αναπνοή / λόγος, 2015,
εγκατάσταση, από τη Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης
|
Τώρα που η
ελπίδα επεστράφη βιαστικά στο κουτί της Πανδώρας, μια κι έγινε φανερό πως
δύσκολα χαλιναγωγείται, μπορούμε νηφάλια να αποτιμήσουμε κάποιους κοινούς
τόπους της αριστερής κουλτούρας όπως εκφράστηκαν πριν και μετά την άνοδο στην
εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αναμφίβολα η πληθώρα όσων κειμένων είδαν το φως της
δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα ζητημάτων που
είναι αδύνατον να τα πραγματευτεί κανείς στον χώρο ενός και μόνον άρθρου.
Ωστόσο υπάρχουν κάποια επίδικα ζητήματα, που καταγράφονται με διαύγεια σε σειρά
κειμένων αναδεικνύοντας παθογένειες και αδιέξοδα της αριστεράς εν γένει.
Μεταξύ αυτών
δεσπόζουσα θέση κατέχει το ζήτημα της σχέσης ηθικής και πολιτικής όπως, για παράδειγμα,
τέθηκε σε άρθρο του Δ. Ψαρρά στην Εφημερίδα
των συντακτών με τον τίτλο «ΤΙΝΑ» (αρχικά του «δεν υπάρχει εναλλακτική
λύση» στην αγγλική). Η σχέση ηθικής και
πολιτικής στηρίζεται στον διαχωρισμό δημόσιου και ιδιωτικού, βάσει του οποίου ο
ηθικός ή ενάρετος βίος είναι μια προσωπική επιλογή και δεν πρέπει να καθορίζει
τη φορά των δημόσιων πραγμάτων, δηλαδή την κρατική πολιτική του γενικού καλού ή
του δημόσιου συμφέροντος.
Με όρους
ιστορικότητας, οι απαρχές αυτού του διαχωρισμού βρίσκονται στη σύγκρουση της
απολυταρχίας με τον φεουδαλικό κόσμο, στην αντιπαλότητα των ενδιάμεσων εξουσιών
με την κεντρική-συγκεντρωτική εξουσία. Ιδεολογικό έρεισμα του φεουδαλικού
κόσμου ήταν η ηθική τάξη που υποτίθεται ότι απέρρεε από το θεό ή τη φύση και
εξελίχθηκε οργανικά στην κοινωνική ιεραρχία και στα κεκτημένα δικαιώματα των
φεουδαλικών τάξεων. Όλως αντιθέτως, ο αντίπαλος πόλος της νεοτερικότητας -η
οποία έκφραζε την κυρίαρχη εξουσία- αμφισβητούσε αυτή τη θεϊκή τάξη και
προέτασσε την κατασκευή της κοινωνικής τάξης και του κράτους από τον άνθρωπο. Ο
μηχανισμός αυτής της κατασκευαστικής ικανότητας ήταν η παραγωγή νόμων με γενική
ισχύ, ενάντια στα προνόμια και στα κεκτημένα δικαιώματα των φεουδαλικών τάξεων.
Από εδώ προέρχεται η δαιμονοποίηση του Μακιαβέλλι και του Ηγεμόνα του από τον συντηρητισμό, που δίνει οδηγίες για την αύξηση
της ισχύος του ώστε να εδραιωθεί η κυρίαρχη
εξουσία του κράτους. Σ’ αυτή τη μηχανική οργάνωση του κράτους γύρω από το
γενικό καλό, τα θρησκευτικά δόγματα και οι ιδεολογικές-ηθικές προεκτάσεις τους όφειλαν,
και οφείλουν, να υποτάσσονται.
Στη διάρκεια
των πέντε περίπου αιώνων από τις απαρχές αυτής της σύγκρουσης οι ιδεολογικές
επικαλύψεις και οι ανταλλαγές θέσεων, ανάλογα με τα συμφέροντα των πολιτικών
αντιπάλων, είναι το γλαφυρό θέ(α)μα της πολιτικής ιστορίας. Ας υπενθυμίσουμε
ότι ο φόβος του θεού βρήκε ως υποκατάστατο τον φόβο της φυσικής κατάστασης,
δηλαδή τον φόβο του πολέμου όλων εναντίον όλων, και έκτοτε είναι το βασικό
επιχείρημα για την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη μα και για την ανατροπή της,
εφόσον δεν μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση για αυτοσυντήρηση της πολιτικής
κοινότητας.
Στην
περίπτωση μιας ρήξης τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα αυτής της τάξης και άρα
η ιδεολογική νομιμοποίησή της. Μ’ άλλα λόγια, το ζήτημα της ηθικής ακεραιότητας
αυτής της τάξης αμφισβητείται στο όνομα μιας νέας ιδεολογικής και νομικής
τάξης. Σ’ αυτή τη λογική εντάσσεται η αυτονομία, ήγουν η ηθική πραξεολογία της παραγωγής
νέων νόμων σε συμφωνία με το γενικό καλό. Ωστόσο οι αντινομίες αυτής της
λογικής γέννησαν τη ριζοσπαστική κριτική του γενικού καλού: Η γενικότητα των
νόμων δεν μπορεί παρά να παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα της κάθε ξεχωριστής
περίπτωσης, ενώ από την άλλη πλευρά ευνοεί τους πιο ισχυρούς που ερμηνεύουν τον
νόμο σύμφωνα με το ιδιοτελές συμφέρον τους. Έτσι, το ηθικό ζήτημα στην πολιτική
επιστρέφει μέσα από αντίπαλες πολιτικά οπτικές γωνίες. Η πρόσφατη πολιτική
εμπειρία της αριστεράς είναι ο πιο ασφαλής μάρτυρας των
παραπάνω.
Ωστόσο
οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ ηθικής πραξεολογίας και ηθικολογίας. Όταν αναφερθήκαμε
στην αρχή αυτού του κειμένου για αριστερές παθογένειες είχαμε αυτό ακριβώς κατά
νου. Είναι πολύ εύκολο να πραγματευόμαστε το ζήτημα μιας Νέας Ιερουσαλήμ ή μιας
πανανθρώπινης δημοκρατίας και είτε να την προσδοκούμε είτε να αποδεικνύουμε την
αδυνατότητα κατασκευής της εξ αιτίας των ανθρώπινων παθών ή του προπατορικού
αμαρτήματος. Είναι πολύ δύσκολο όμως να χαράξουμε πολιτική βάσει άμεσων
απαιτήσεων όπως προκύπτουν από ένα στοιχειώδες συνδικαλιστικό αίτημα, πολύ δε
περισσότερο από ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής για μια αριστερή κυβέρνηση
σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η ελληνική
αριστερά διέσωσε για δεκαετίες την ύπαρξή της στο περιθώριο των κοινωνικών
εξελίξεων. Η αριστερή ρητορική την οποία καλλιέργησε και ανέπτυξε μπορούσε να
βρίσκεται σε αναντιστοιχία με όσα διαδραματίζονταν στον κοινωνικό περίγυρο και
παρ’ όλα αυτά να δημιουργεί τον συνεκτικό ιστό των ομάδων και αιρέσεων του
αριστερού χώρου. Ψευδοεγελιανές κατασκευές σαν αυτές του Ζίζεκ μπορούσαν και
μπορούν χάρη στη χιλιαστική δομή τους να είναι παρηγοριά απέναντι σε μιαν
άσχημη πραγματικότητα. Ωστόσο όταν αντιμετωπίζουν όχι ιδεατούς λαούς ή κινήματα
αλλά κρατικές και υπερκρατικές υποστάσεις φανερώνουν την αδυναμία του
θεωρητικού ή ενατενιστικού βίου έναντι του πρακτικού. Έτσι, η κατά βάση
αριστερή κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε κινήσεις τακτικής που πόρρω απείχαν από τη θεωρία των προηγούμενων δεκαετιών και
τη ρητορική της συγκυρίας.
Ο Ρίτσαρντ Σένετ
στο σύγγραμμά του Η τυραννία της
οικειότητας χρησιμοποίησε την αντιδιαστολή κοινότητας και κοινωνίας για να
περιγράψει ό,τι επί τροχάδην αναφέραμε προηγουμένως. Απεκάλεσε καταστροφική
κοινότητα τον σχηματισμό συλλογικής ταυτότητας με υπόβαθρο φαντασιακά στοιχεία
της προσωπικής ταυτότητας ενός εκάστου. Τούτη η συλλογική ταυτότητα διαχωρίζει
τα μέλη της από τον υπόλοιπο κοινωνικό περίγυρο, είτε πρόκειται για «ξένους»
είτε για αντεπαναστάτες. Τα μέλη αυτής της συλλογικότητας μπορούν κάθε φορά να είναι ο γνήσιος
εκφραστής του ριζοσπαστισμού ή ο γνήσιος επαναστάτης. Ωστόσο η κριτική επί των
προσωπικών κινήτρων μπορεί να ηθικολογεί αλλά δεν παράγει παρά μόνον μια
πολιτική μνησικακίας και διηνεκείς διασπάσεις.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ
θέλησε να μετατραπεί από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας όφειλε, για να
χρησιμοποιήσω έναν αναχρονισμό, να περάσει από τον φεουδαλισμό στην
απολυταρχία. Η οδυνηρή αυτή μετάβαση έφερε στην επιφάνεια χρόνιες αδυναμίες και
ηθικές συγκρούσεις που σε συνδυασμό με
τον τακτικισμό στην πολιτική του δεσπόζουν στην παρούσα συγκυρία και δίνουν τον
τόνο στην πολιτική αντιπαράθεση. Έστω και αν ο «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας»
του Μίχελς δεν ήταν δυνατό να ανατραπεί στην κομματική ζωή αυτό και πάλι
οφείλεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα η οποία ξεπερνά τα εννοιολογικά
εργαλεία που ίσαμε τώρα χρησιμοποιήθηκαν και ενδεχομένως τη θεωρία εν γένει.
Στην πράξη η άσκηση πολιτικής ήταν συνειδητά ή ασυνείδητα υποχρεωμένη να
ακολουθήσει αντί της κομματικής την πολιτική της (χαρισματικής) προσωπικότητας.
Ακόμη όμως κι αυτή η πολιτική δεν είναι μονοδιάστατη. Μπορεί να οδηγήσει είτε
στη ρήξη είτε στη συμφιλίωση με την κακή πραγματικότητα της έκτακτης
κατάστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου