ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μιχαήλ Καρίκης, Τα παιδιά της ανησυχίας (στιγμιότυπο του βίντεο), 2013-2014, από τη Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης |
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΔΑΒΑΣ, Όπως κανείς συνηθίζει, Εκδόσεις Momentum, Αθήνα 2015
Είχα πολλά χρόνια να ακούσω έναν
εικοσάχρονο να «ορθώνει» τη φωνή του μπροστά στα όσα αντιλαμβάνεται ή
διαισθάνεται να απειλούν την πνευματική του κυρίως ακεραιότητα. Κι αυτό με
παρέπεμψε, όπως είναι φυσικό, σε άλλες, μακρινές δεκαετίες, όταν οι φωνές των
νέων ποιητών συνέκλιναν προς την έκφραση μιας ομόρροπης -αν όχι κοινής- στάσης
διαμαρτυρίας για τα ποικίλα διαδραματιζόμενα ή τεκταινόμενα κοινωνικά ζητήματα.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος ποιητής, εν προκειμένω, δείχνει να μην ενδιαφέρεται τόσο
για την ποιητική αρτιότητα του λόγου του, όσο για μία άλλοτε άμεσα καταγγελτική
και άλλοτε εξομολογητική κατάθεση ή εκμυστήρευση όλων όσα αισθάνεται να τον πνίγουν,
να τον φιμώνουν και να εκτρέπουν τη νεανική, δημιουργική ορμή του προς κατευθύνσεις
ανώδυνες και αδιάφορες. Ό,τι περισσότερο απ’ όλα επιθυμεί είναι να ακουστεί η
φωνή του σήμερα, γνωρίζοντας -κι έχοντας με ωριμότητα αποδεχτεί- ότι όπως και
να ’χει σύντομα θα είναι μια φωνή λησμονημένη, σαν ποτέ να μην ακούστηκε, κι αν
επιμένει είναι γιατί δεν έμαθε με άλλο τρόπο να εκφράζεται παρά μ’ αυτόν της
ποίησης: «Όπως κανείς συνηθίζει».
Γράφει
με ένταση, εν θερμώ, συχνά αδυνατώντας να διακρίνει -και αδιαφορώντας για το-
αν αυτό που τον υποκινεί και τον ενεργοποιεί στο πεδίο της γραφής είναι
έμπνευση ή κάτι άλλο. «Τη φωτιά στο
σαλόνι μας/ εγώ την έλεγα επανάσταση/ εσύ την έλεγες τζάκι», λέει και ο
λόγος του ακούγεται χειμαρρώδης, φορέας και όχημα μαζί μηνυμάτων. Πρόκειται για
ένα λόγο οξύτατα κριτικό, συχνά κατεδαφιστικό, ειρωνικό, σατιρικό, σαρκαστικό,
αυτοσαρκαστικό, επιθετικό, διαπερασμένο από τη θέρμη και την ορμή ενός νέου
ανθρώπου που αισθάνεται να ασφυκτιά, εγκλωβισμένος σε μια πραγματικότητα που δεν
ανταποκρίνεται στην ευαισθησία του και στα οράματά του, που δυσανασχετεί να
βλέπει τα μπαλκόνια της πόλης του «γεμάτα
άνθη και εσώρουχα», «τα πεζοδρόμια
φορτωμένα ιδέες και σκουπίδια», τη στιγμή που «οι ιεροί θεσμοί μας μαύρες γραβάτες και ρατσισμός, οι ψυχές των γονιών
καγκελόφραχτες».
Συχνά
ακούγεται να μιλάει σαν εκπρόσωπος της γενιάς του· μιας γενιάς παραλυμένης,
βολεμένης, που δεν της δόθηκε η δυνατότητα να διεκδικήσει τίποτα, που δεν
γνώρισε την αγωνία και τη συντροφικότητα ενός κοινού αγώνα, που οι περιστάσεις
απέκλεισαν την απαραίτητη για την καλλιέργεια της αγωνιστικότητας βίωση της
αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης των ηλικιών, ενώ το «έγκλημα» της πατροκτονίας
«καταργήθηκε» ελλείψει πατέρα. Όλ’ αυτά, ωστόσο, δεν είναι αρκετά για να τον
περιφρουρήσουν, να αμβλύνουν τις εσωτερικές του εντάσεις και ρήξεις κάθε φορά
που έρχεται αντιμέτωπος με τις αδήριτες βιολογικές επιταγές της ηλικίας του·
και η διάθεσή του, η απόφασή του μάλλον να γράψει ποιήματα ανταποκρινόμενα στα
δεδομένα της εποχής του μοιάζει να προσκρούει στην ανάγκη του για τρυφερότητα
και για έρωτα: «τα ερωτικά γρανάζια της γραφής του δεν γνωρίζουν παύση»·
άλλο αν αυτόν τον διχασμό βούλησης και φυσικών ορμών και προδιαθέσεων τον
αντιπαρέρχεται σχετικά νηφάλια, επιστρατεύοντας το σθένος και το θράσος της
ηλικίας του: Αυτοσαρκαζόμενος.
Δεν
μπορώ να εξηγήσω με απόλυτη σαφήνεια τον λόγο για τον οποίο τα ποιήματα ενός
παντελώς άγνωστού μου ποιητή με έθελξαν και με συγκίνησαν. Ούτε μπορώ να πω αν
αυτά τα ποιήματα, αυτή η ποίηση, τέλος πάντων, αποτελεί το προανάκρουσμα μιας
νέας, διαφορετικά δομημένης, κοινωνικά προβληματισμένης ποίησης· όπως και να
’χει, υποψιάζομαι ότι η περίπτωση του Βαρδαβά είναι μία περίπτωση που πρέπει να
προσεχτεί ιδιαίτερα. Το ποιητικό του ιδεώδες είναι κοινωνικό· στα ποιήματά του
άκουσα να διασταυρώνονται φωνές του
Λειβαδίτη, του Αναγνωστάκη από τους δικούς μας και του Μαγιακόφσκι, του
Νερούδα, ίσως και του Χικμέτ από τους λιγότερο δικούς μας. Είναι πολύ νέος κι
όμως μιλάει για συντρόφους σαν να ήταν και δικοί του σύντροφοι, που κάποτε
μοιράστηκαν «ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα
για να έχουμε όλοι στην τσέπη για φυλαχτό λίγη επανάσταση». Πιστεύει ακόμα
στη θαυματουργή δύναμη της ποίησης, που θεωρεί προέκταση του αντικειμενικού
χώρου, στις εκτάσεις του οποίου μπορεί να καλλιεργηθούν οι προϋποθέσεις της
ελπίδας. Εντυπωσιάζει η αυτοπεποίθησή του, παρόλο που συχνά κλονίζεται από κάτι
αιφνίδιες ριπές αμφιβολίας· πιστεύει στη δύναμη των στίχων του, που δεν τους
θέλει υποστηρικτικούς των μικροαστικών αυταπατών, γραμμένους «πίσω από συμβόλαια πίσω από επιταγές πίσω
από το αγγελτήριο θανάτου της Ποίησης», όπως πιστεύει ότι είναι γραμμένη η
ποίηση των ανάξιων δαφνοστεφανωμένων ποιητών.
Το
είπα και στην αρχή: τα περισσότερα και χαρακτηριστικότερα ποιήματα του Βαρδαβά
είναι γραμμένα εν θερμώ και γι’ αυτό κάποτε δείχνουν μετέωρα, αδικαίωτα
ποιητικά, ακόμη και τότε ωστόσο τα σώζει η ειλικρίνεια και η αγωνία ενός
εικοσάχρονου παιδιού που διαισθάνεται ή διαπιστώνει το ανέφικτο της πραγμάτωσης
των οραμάτων του· η σκληρή διαπίστωση της κυριαρχίας της ύλης και ο φόβος του
μάταιου κάθε προσπάθειάς του να αποδεσμευτεί από την κατάρα ενός τυφλού και
αδιαπραγμάτευτου ωφελιμισμού, από τη διάχυτη βαυκαλιστική ψευδαίσθηση ότι τα
πάντα κινούνται στους ρυθμούς της τυχαιότητας και ότι είναι οριστικά κομμένοι
οι δεσμοί ανάμεσα στην αιτία και το αιτιατό. Παιδί του αιώνα του, με την πικρή
βεβαιότητα ότι όλα εντέλει έχουν ειπωθεί, με αγωνία και πάθος διερευνά τρόπους
που να ανταποκρίνονται στον ψυχισμό του και στο ποιητικό του ιδεώδες,
προκειμένου να εκφράσει την αποδομημένη εποχή του, όπου, όπως πιστεύει, η
ποίηση αμέτοχη και αυτοπροστατευόμενη «κινείται μεταξύ τυριού και αχλαδιού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου