15/8/15

Μια αντι-ηγεμονιστική πολιτική στο ευρωπαϊκό πλαίσιο

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

Πάνος Χαραλάμπους, Στο νερό βυθισμένος (Δύο φωνές), 2008-2014, στιγμιότυπο video


Ο πρωθυπουργός ανέδειξε το πρόβλημα της Ελλάδος σε πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγχρόνως, αναγνώρισε λάθη που απαιτούν, μετά τον αναγκαστικό συμβιβασμό, να αποσαφηνισθεί ο προσανατολισμός του κυβερνώντος αριστερού κόμματος. Διαφορετικά, η θορυβημένη Ευρώπη θα ξαναπέσει σε λήθαργο και η ελληνική κοινωνία στο έλεος ενός πολιτικού συστήματος που συντηρεί ιδίοις εξόδοις για να την εξαθλιώνει.
***
Δεν ήταν η πρώτη φορά που δόθηκαν αβέβαιες προεκλογικές υποσχέσεις, γι’ αυτό και δεν έπρεπε να δοθούν. Αυτό θα ήταν μια τομή -στιγμή ωρίμανσης- για τους ψηφοφόρους και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι δεν υπερίσχυσε η σοβαρή ειλικρίνεια αποδείχθηκε άτολμη πολιτική κίνηση, με κίνδυνο να αμφισβητηθεί η αξία της αλήθειας, την ώρα που ο λαός, χορτασμένος ψέματα, συνειδητοποιεί ότι είναι η μόνη βάση της σωτηρίας του.
Ακολούθησε η αποτυχία της μαρτυρικής διαπραγμάτευσης για το χρέος, καθώς οι Ευρωπαίοι δανειστές, και οι δορυφόροι τους, από παλινωδία σε παλινωδία, βεβαιώθηκαν ότι κρυμμένα ατού που να επιτρέπουν στην νεοεκλεγείσα αριστερή κυβέρνηση να βγάλει την χώρα από τα μνημόνια δεν υπήρχαν.

Στην εξοντωτική «λιτότητα» και στην ωμή αντιδημοκρατική παρέμβαση των δανειστών είπαμε όχι, στο δημοψήφισμα, τα χειμαζόμενα δυο τρίτα της κοινωνίας. Το πώς θα διαχειριζόταν το όχι η κυβέρνηση ήταν δικό της έργο. Πράγμα που ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να σκεφθεί πολύ πριν γίνει κυβέρνηση. Ακόμη και αν είχε σκεφθεί, σε περίπτωση αποτυχίας της διαπραγμάτευσης, ένα εθνικό νόμισμα ως ξεκίνημα από βάση μηδενική, δεν το έθεσε ρητά, ούτε προεκλογικά ούτε έξι μήνες μετά, με το δημοψήφισμα. Όχι δολίως, αλλά ορθά κρίνοντας, αφού δεν είχε ξεκαθαρίσει αν η έξοδος από το ευρώ ή την ΕΕ θα έσωζε μια καταχρεωμένη χώρα, χωρίς αντοχές για σκληρή πειθαρχία, χωρίς συμμάχους, αθωράκιστη στους γεωπολιτικούς κινδύνους.
Ένα πλάνο Β, μη επεξεργασμένο και αδιευκρίνιστο, πλανιόνταν, πάντως, στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο ανατρέχουν όσα κυβερνητικά στελέχη καταψήφισαν τα προαπαιτούμενα της επώδυνης συμφωνίας ως ταπεινωτικά και μη αναγκαία.
 Το ζήτημα είναι ότι, υλοποιήσιμο ή μη, το πλάνο Β δεν είναι αποδεκτό από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που αρνείται να κάνει το άλμα στο κενό, κρίνοντας ότι η σύγχρονη ιστορία μας, γεμάτη ηρωισμούς, δεν αφήνει περιθώρια για έναν ακόμη, αυτοσχέδιο και παρακινδυνευμένο. Αυτή η αντίφαση, να θέλεις να παραμείνει η χώρα σου χώρα-μέλος της ΕΕ, ακόμη και με υπονομευμένη την εθνική της κυριαρχία, έπρεπε να απασχολήσει σοβαρά ένα σύγχρονο ευρω-αριστερό κόμμα που συναρτά την δημοκρατία με την επανεκκίνηση του κοινωνικού κράτους, αντιστεκόμενο στον ολιγαρχισμό που το κατήργησε.
Η ζωτικής σημασίας αποσαφήνιση του τι μπορεί να είναι η αριστερά στην σημερινή Ευρώπη δεν έγινε εντατικά και σε βάθος. Ο χρόνος δόθηκε στην εξασφάλιση της εκλογικής νίκης του κόμματος. Στελέχη και μέλη έκαναν αυτό που είχαν μάθει να κάνουν ως συνδικαλιστές: να εξασφαλίσουν ψήφους για την εκλογική νίκη, όπως έκαναν και παλιότερα για την παραμονή του κόμματος στη Βουλή. Προείχε, όμως, ένας ορίζοντας με λιγότερη καταχνιά και λυμένες τις εσωκομματικές, διαφωνίες ώστε να καταπέσουν οι κατασυκοφαντικές συνταυτίσεις του αριστερού ριζοσπαστισμού με έναν ακραίο αριστερισμό που διέλυσε τον πάλαι ευρωκομμουνισμό και τον ιστορικό συμβιβασμό που είχε εισηγηθεί, στην δεκαετία του ’70, με σκοπό την αναχαίτιση του ηγεμονισμού και του νεοφασισμού που ετοιμαζόταν να παίξει το ρόλο του στην πρωτοεμφανιζόμενη τότε κρίση. Η σημασία εκείνου του ιστορικού συμβιβασμού για την δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη, τώρα, διαφαίνεται καθαρά. Γι’ αυτό ίσως και αποτράπηκε.
Το τι καλούνταν να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, με διαλεκτική συνένωση ταυτότητας-διαφοράς, στο εσωτερικό του, έμεινε να λυθεί με τη λογική του «βλέπουμε και κάνουμε». Μ’ αυτή τη λογική, οι νυν διαφωνούντες κυβερνητικοί βουλευτές έγιναν με χαρά υπουργοί. Η τόσο οχληρή για την ένοχη αντιπολίτευση επιτροπή αληθείας, που έδειξε ότι το χρέος είναι επονείδιστο, επαχθές και μη βιώσιμο, φάνηκε να μην αρκεί για να σηκωθεί η κουρτίνα τού «βλέποντας και κάνοντας», που επί χρόνια έκρυβε κοινωνικές και κομματικές αντιθέσεις, αδιευκρίνιστες και ακατανόητες μέχρι σήμερα.
Το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα εξαρχής τις απώθησε, σαν να ξεφύτρωσε από ένα ιστορικό τίποτα. Αφού με ασυγχώρητη ανευθυνότητα μόλυνε την κοινωνία, μπόρεσε να μετατοπίσει και την αριστερά από το βασικό μέλημά της, να κατανοήσει από τη ρίζα τους τις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, συμβάλλοντας στην αναγκαία για τον προσανατολισμό της αυτοσυνειδησία. Επικράτησαν μικρο-κομματικές διαφωνίες, ιστορικά και θεωρητικά συζητήσιμες, ορμή για ηγεμονία, περιορισμένες, πλην όμως, ανησυχητικές δόσεις αναξιοκρατίας, ανομολόγητοι ανταγωνισμοί και ατομικισμοί. Η μη παραίτηση αριστερών βουλευτών από την χρήση των αυτοκίνητων του δημοσίου, όσο και αν εκτιμάται ως μικρό ατόπημα, δείχνει αλλοτριωμένη νοοτροπία, που τους εμποδίζει να δουν ότι στη σημερινή συνθήκη, ο πολιτικός καλείται να μοιραστεί την ταλαιπωρία των πολιτών. Μήπως είναι καιρός, στην Ελλάδα των συσσιτίων, να μειωθούν δραστικά οι αποδοχές των πολιτικών, ώστε η πολιτική από καλοπληρωμένο επάγγελμα να γίνει αποστολή υπεράσπισης του κοινού καλού; Μόνο μια τέτοια πολιτική μπορεί να εναντιωθεί στις άλογες λογικές που δημιούργησαν και επιβάλλουν την ακραία φτώχεια, εντός και εκτός της Ελλάδας.
***
Όταν στις κρίσιμες συνεδριάσεις της Βουλής για τα προαπαιτούμενα, ξαναεμφανίσθηκε ως φάντασμα το πλαν Β, ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς αν πλανιόνταν ως απειλή του κ. Σόιμπλε ή ως δική μας επιλογή. Γιατί χωρίς να έχει μελετηθεί συγκεκριμένα, η διαπραγμάτευση αντί να επιμείνει σε επιμήκυνση και πάγωμα του χρέους, παρατάθηκε άγονα, με αποτέλεσμα να διαφανεί στον ορίζοντα ο κίνδυνος, κατά τον πρωθυπουργό και την αξιωματική αντιπολίτευση -ευχή για τους εσωκομματικούς διαφωνούντες-, ενός Grexit. Θαρρείς η έξοδος από το ευρώ ή την κλονιζόμενη Ευρωζώνη, εδώ και τώρα, είναι η λύση για μας.
Ο κίνδυνος του Grexit, με συνέπειες που δεν γνωρίζουν και δεν αντέχουν οι περισσότεροι, κινδυνεύει, βέβαια, να γίνει το άλλοθι για να αναβάλλεται η αναμέτρηση της αριστερής κυβέρνησης με τους μηχανισμούς εξουσίας που εξαθλιώνουν τα δύο τρίτα της κοινωνίας. Αυτά είναι ο Γολιάθ.
Ίσως η έξοδός μας από το ευρωπαϊκό πλαίσιο αντί να σώζει την χώρα από την μνημονιακή καταστροφή, να λύνει συσσωρευμένα προβλήματα των διεθνών ανταγωνισμών, που αναζητούν πρόσφορο έδαφος σε χώρες χρεωμένες και απομονωμένες, για να επεκταθούν και να ενταθούν. Γι’ αυτό οι περισσότεροι στην Ελλάδα, που δεν είναι ούτε Ισλανδία ούτε Αργεντινή, δεν τη θέλουμε.
Η χώρα, εξαρτημένη πολιτικά και οικονομικά, από την ίδρυσή της, δεν μπόρεσε επί δύο αιώνες να σταθεί χωρίς προστασία. Οι πολιτικοί μας, δοσμένοι στον κομματισμό και τα οφέλη που τους εξασφάλιζε, μας μετέτρεψαν από ισότιμο μέλος της ΕΕ σε υπό επιτήρηση χώρα. Παρόλα αυτά, με τους ευρωπαίους μόνον δανειστές και όχι πλέον εταίρους, και χωρίς συμμάχους που να μην επωφεληθούν από την απομόνωσή μας, τα περιθώρια για το καλύτερο είναι μηδενικά. Αν, για τους δανειστές μας, πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι που, με την άδεια τους, εξασφαλίσαμε δωρεάν σίτιση για όσα χρόνια θα προσπαθούμε να βγούμε από την υφεσιακή εξαθλίωση, τι αποκλείει να μην είναι το ίδιο και για τους πιθανούς νέους συμμάχους μας;
Η διάψευση της ελπίδας στην οποία πιστέψαμε είναι η ώρα της αλήθειας: μια θετική έκβαση, δηλαδή, που πρέπει να μας συσπειρώσει, μια και ο χειρότερος εχθρός, τέτοιες ώρες, είναι αποσχίσεις και διασπάσεις, ως αποσυμφορητικό της απόγνωσης και ως μεταφορά ευθυνών.
Στα 1971, σε συνέντευξη της, η Χάννα Άρεντ ευχόταν να μην έλθει η στιγμή οι ισχυρές χώρες να διαλύσουν τις μικρές και ανίσχυρες. Οι πολιτικοί της μεταπολίτευσης, αντί να θωρακίσουν την παραγωγική συγκρότηση της χώρας, την υπονόμευσαν, ανταλλάσσοντας την βιομηχανική, την αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή της με επιδοτήσεις και δάνεια που έπεισαν την κοινωνία ότι μπορεί να ευημερεί χωρίς να κοπιάζει. Και παρότι είκοσι χρόνια μετά είδαμε την Γιουγκοσλαβία να διαλύεται και να βομβαρδίζεται, συνέχισαν να αναζητούν προστασία και στήριγμα στα ξένα κέντρα εξουσίας και όχι στην ίδια την κοινωνία. Αποκομμένοι από την κοινωνία, με μιαν αδιανόητη αντιστροφή, θεωρούσαν εαυτούς ιδιοκτήτες της και τους πολίτες πελάτες τους. Κι όσο οι πολίτες/πελάτες εθίζονταν στην επιδοτούμενη/δανειοδοτούμενη κατανάλωση, τόσο πιο πολύ τους ψήφιζαν.
Και ήλθε η ώρα του αναγκαστικού συμβιβασμού της αριστερής κυβέρνησης, όταν έχασε την πρώτη μάχη με τον δεσποτικό ηγεμονισμό που κληρονόμησε η Ευρώπη από τη νεότερη ιστορία της και στον οποίο εξακολουθεί να προστρέχει. Θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη για τις δυσκολίες, αν είχε εγκαίρως εννοήσει ότι ο μεταμαρξισμός που μετέθετε το οικονομικο-πολιτικό ζήτημα από την τάξη πραγμάτων στην τάξη του λόγου, μετέτρεπε το αγωνίζεσθαι σε ανταγωνίζεσθαι και την πολιτική από πράξη σε ρητορεία. Θα απέστρεφε έτσι τα ώτα στον πειρασμό ενός λαϊκισμού με δήθεν θετικό πρόσημο, ικανό να αποσαρθρώσει τον ηγεμονισμό.
***
Ένας μηχανικός συνεργείου αυτοκινήτων, εναγωνίως αναρωτήθηκε γιατί μας μισούν τόσο οι Γερμανοί. Η απορία του ήταν τόσο ειλικρινής και αθώα που το μόνο που βρήκα να πω ήταν πως δεν θα μας «μισούσαν», αν είμασταν λιγότεροι ανίσχυροι. Ο ισχυρός κατασπαράζει τον αδύνατο για να γίνει ισχυρότερος, ώστε στη συνέχεια να κατασπαράξει κι όσους δεν είναι τόσο ανίσχυροι όσο γίναμε εμείς. Φάνηκε να τον ικανοποιεί η απάντηση, σαν να γλίτωσε ψυχική ενέργεια που χρειαζόταν για την βιοπάλη.
Σαφής προσανατολισμός μιας σύγχρονης ευρω-αριστεράς είναι ο αγώνας να απαλλαγεί η Ευρώπη από τη μανία της dominatio μέσω μιας υπερεθνικής ηγεμόνευσης. Η αριστερή κυβέρνηση χρειάζεται να κρατηθεί συντονισμένη και δυνατή, μήπως και υπάρξουν και άλλες στην Ευρώπη, που θα δώσουν μάχες για ουσιαστική δημοκρατία ικανή να εξασφαλίζει παραγωγική εργασία και αξιοπρέπεια, στο πλαίσιο μιας συνομοσπονδίας ανεξάρτητων και αλληλέγγυων κρατών-μελών. Αλλά είναι σαφές ότι ασημαντότητα, διαιρετικές πρακτικές, αποσχίσεις είναι προαπαιτούμενα του ηγεμονισμού, στην χώρα, στην Ευρώπη, παντού. Χωρίς, ωστόσο, αξιοκρατία, πάταξη της διαπλεκόμενης διαφθοράς και τη φοροδιαφυγής, τα παραπάνω είναι λόγια χωρίς περιεχόμενο.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: