ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ
Τον
Δεκαπενταύγουστο, με τη γιορτή της Παναγίας, πολλά πράγματα μοιάζουν απλά. Φερ’
ειπείν, η ξεκούραση, έστω κι αν είναι κούραση μέσα στη ζέστη, μια απροσδιόριστη
χαρά, θαλασσινά μπάνια, γιορτάζουν οι Μαρίες, οι Παναγιώτες, οι Παναγιώτηδες,
οι Μάριοι, κι άλλοι αρκετοί. Κεράσματα, επισκέψεις, τώρα πια κυρίως
τηλεφωνήματα/μηνύματα, λίγη εκκλησία, ή και λίγη παραπάνω, με τις γιαγιάδες να
εννοούν το προσκύνημα στην Παναγία “να ’ναι καλά τα παιδιά, τα εγγόνια, όλοι
τους”, κι ας είναι θλιμμένες αυτές, συνήθως μόνες, να κρατούν με νύχια και
δόντια ό,τι πάντα, κάτι, απομένει. Η Παναγιά εκεί πάντα, τους περιμένει.
Μου αρέσει, κάτι
μου συμβαίνει όταν φαντάζομαι ότι στο Άγιο Όρος, στο άβατον ημών των γυναικών,
σκέπει, προστατεύει η Παναγία όλους αυτούς τους άνδρες. Δεν είναι ο Χριστός,
δεν είναι άλλος άγιος, ούτε αγία. Μια Θήλεια Θεότητα, θα έλεγαν οι αρχαίοι, η
Παναγιά μας είναι, η πραγματική άφλεκτος βάτος, η σκιά λέγανε οι παλιοί παλιοί,
η αληθινή Βάτος, η Θεοτόκος Μαρία, έχοντας τους αγίους υμνωδούς κανονάρχες και
τελετάρχες για τη γιορτή, και την κάθε μέρα, όταν κάθε μάνα αγωνιά.
Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου,
τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ,
τὴν ἄχραντον Μητέρα σου,
ἐν πύργῳ ῥημάτων ἐνίσχυσόν με,
καὶ ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με,
σὺ γὰρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τὰς αἰτήσεις πληροῦν,
Σὺ οὖν μοὶ δώρησαι γλώτταν,
προφοράν, καὶ λογισμὸν ἀκαταίσχυντον,
πᾶσα γὰρ δόσις ἑλλάμψεως παρὰ σοῦ καταπέμπεται
φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ,
τὴν ἄχραντον Μητέρα σου,
ἐν πύργῳ ῥημάτων ἐνίσχυσόν με,
καὶ ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με,
σὺ γὰρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τὰς αἰτήσεις πληροῦν,
Σὺ οὖν μοὶ δώρησαι γλώτταν,
προφοράν, καὶ λογισμὸν ἀκαταίσχυντον,
πᾶσα γὰρ δόσις ἑλλάμψεως παρὰ σοῦ καταπέμπεται
φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
Τι ωραία που
τραγουδά, το ίδιο «θέμα», η Μαρία Φαραντούρη (χρόνια της πολλά), και πόσο
σπαρακτικά: “κάποια μάνα αναστενάζει, μέρα νύχτα, ανησυχεί/ το παιδί της
περιμένει, που έχει χρόνια να το δεί”, του Τσιτσάνη. Τι κι αν
άλλαξαν οι καιροί και τα πράγματα, τα παιδιά, φεύγουν πάλι, ποιος ξέρει πόσα
χρόνια θα κάνουμε να τα δούμε.
Θυμάμαι, είχαν
ρωτήσει τη Μελίνα Μερκούρη, αν πιστεύει∙ και το θυμάμαι πολύ καλά που γύρισε
ξαφνιασμένη κι απάντησε: «Αν πιστεύω; Πιστεύω σαν χωριάτισσα”, τονίζοντας
πεισματικά τη λέξη «χωριάτισσα”, γιατί στ’ αλήθεια πώς αλλιώς μπορεί να
πιστεύεις στο ορμέμφυτο του χώματος;
Πολλοί υμνωδοί
υμνολόγησαν την Παναγία, αλλά νομίζω, ίσως τυχαία ή αντικειμενικά τυχαία, ήρθε
κοντά μου περισσότερο ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Είναι θαρρώ προφανές ότι με έθελξε
η ποίησή του και η τεχνικά άρτια μελωδικότητά του.
Τον Βίο του Ιωάννη
Δαμασκηνού έγραψε πρώτος αραβιστί ένας ιερομόναχος Μιχαήλ από τη Μονή του Αγίου
Συμεών, κοντά στην Αντιόχεια, γύρω στα 1086 και λίγο μετά. Μαθαίνουμε ότι
γεννήθηκε στην Δαμασκό, το δεύτερο μισό του Ζ΄ αιώνα. Ο πατέρας του ήταν από
παλιά οικογένεια, μορφωμένων, επιφανών, πλουσίων, ονόματι Μανσούρ, που
εκτελούσε και χρέη διοικητή των δημοσίων πραγμάτων. Η μητέρα του πέθανε νέα, ο
πατέρας υιοθέτησε ένα αγόρι, που δεν ήταν άλλος από τον επονομαζόμενο Κοσμά τον
Μελωδό, ούτως αδελφό λοιπόν του Δαμασκηνού. Αυτά τα δύο αγόρια έλαβαν μόρφωση
αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ρητορικής, κατά Πλάτωνα και
Αριστοτέλη, την ορθόδοξη Θεολογία και τα της Τέχνης. Αυτά όλα συνιστούν την
καλλιέργεια δύο νέων ανδρών, που έχουν το χάρισμα της ποίησης και της μουσικής.
Τα καταγράφω κατά παράταξη, λίγο ήσυχα, αλλά να λάβουμε υπόψη μας ότι εκείνη
την εποχή στο Βυζάντιο ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Γ Ίσαυρος (716-742),
απηνής διώκτης των εικόνων.
Θα ήταν άλλη η
πορεία ενός κειμένου για τις εικονομαχίες, δεν το θέλω, αλλά έχει μια βαρύτητα
για το ποιόν της καλλιέργειας και της αγωγής του Δαμασκηνού, ο οποίος, εκτός
του ότι τράβηξε πολλά, έγραψε τρεις επιστολιμαίους λόγους για τους
“διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας”, την ιερογραφία και τη ζωγραφική, που πάει να
πει ότι αρθρογραφούσε επί των πολιτικών θεμάτων και των προσωπικών μοχθηριών.
Πολλά μπορεί να βρει, όποιος ενδιαφέρεται, σε κείμενα της εποχής.
Αλλά άντε και
διαβάζεις, άντε και νιώθεις χωριάτης πιστός, όμως, εγώ, εγώ, εγώ, και η πτώση
της σήμερον «εγώ». Αυτό δεν το αποφεύγεις, αν και αρκετοί υπαινιγμοί
μπερδεύονται, υπονομεύονται “θα μείνει από τις πόλεις τούτες ό,τι τις
διασχίζει, ο άνεμος”, να πάλι ο Μπρεχτ. Η λογοτεχνία γίνεται ολοένα και πιο
επουσιώδης, αφού επονομαζόμενοι ποιητές και συγγραφείς, κλπ εγώ, εγώ, εγώ,
αφήνουν ανεκπλήρωτα, αμήχανα, και στο τέλος βαρεμένα λόγια.
Συζητήσεως
γενομένης, με αφορμή το Λεξικό Μοντανάρι, ο φίλος γλωσσολόγος κ. Γιάννης
Καζάζης, με ρώτησε για τη λέξη “μίσιθρον”, αν γνώριζα τι σημαίνει. Δεν γνώριζα,
έμαθα όμως ότι είναι η γητειά που παράγει μίσος.
Εκεί στον
Δαμασκηνό, ήταν σε «Θεοτοκίον το στέργηθον», το οποίο παράγει αγάπη...
Η Ρούλα Αλαβέρα
είναι ποιήτρια και πεζογράφος
Αλευρά
Ελένη,
Αρχάγγελος
Μιχαήλ (αντίγραφο Θεόφιλου, 1928),
απόσπασμα τοιχογραφίας στην Εκκλησία Ταξιάρχης, Αγιάσος,
τέμπερα σε κόντρα πλακέ, 1958, 75,4 x 94 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου