ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΚΥ
ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ, 14 ζωές στη Σαλονίκη, διηγήματα,
εκδόσεις Κέδρος, σελ. 104
Αλέκος
Φασιανός,
Οδυσσεύς
(αντίγραφο Θεόφιλου),
τοιχογραφία
σε καφενείο, Αγιάσος,
τέμπερα σε χαρτί επικολλημένο
σε κόντρα
πλακέ,
1958,
56,5 x 20,4 εκ.
|
14
ιστορίες που διαδραματίζονται σε κεντρικά και σε απόκεντρα σημεία και στέκια
της Θεσσαλονίκης συνθέτουν το πρώτο βιβλίο -την πρώτη συλλογή διηγημάτων- της
Βίκυς Κλεφτογιάννη. 14 ιστορίες με ήρωες -αντιήρωες μάλλον- ανθρώπους
αναγνωρίσιμους, καθημερινούς, που, σχεδόν συμπτωματικά, ερήμην τους,
εντοπίζονται από το αφηγηματικό μικροσκόπιο της αφηγήτριας σε κάποια -όχι κατ’
ανάγκην κορυφαία- φάση της ζωής τους. Είναι στην πλειονότητά τους άνθρωποι
μοναχικοί, ολιγαρκείς, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους εαυτούς τους και
από τους άλλους, κάποτε έρμαια των ιστορικών, των κοινωνικών και των τελευταίων
δυσμενών οικονομικών συγκυριών.
Συχνά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση
ότι η αφηγήτρια περιπλανιέται στην αγαπημένη της πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όπου
έζησε 14 χρόνια, όσες και οι ιστορίες της, καταγράφοντας με άκρα διακριτικότητα
γεγονότα και καταστάσεις που υποπίπτουν στην αντίληψή της και, βέβαια,
ανταποκρίνονται στην ευαισθησία της, την
αδιαμφισβήτητη κοινωνική της ευαισθησία και στις διαθέσεις της στιγμής. Το βλέμμα
της περιστρέφεται στα προφανή και στα κρυμμένα (για τους αδιάφορους
περαστικούς, τους δοσμένους στις μέριμνες της πραγματικά ή νομιζόμενα
σημαντικής καθημερινότητάς τους) σημεία της πόλης, εντοπίζοντας και
μεγεθύνοντας χαρακτηριστικές πτυχές της σύγχρονης ζωής, ακινητοποιώντας
φωτογραφικά δράσεις και χειρονομίες ή περιορίζοντάς τες κινηματογραφικά στο
πεδίο της αφήγησης.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα βρίσκω, εν
προκειμένω, την προφανή ή διαφαινόμενη, άμεσα ή έμμεσα εκδηλωνόμενη
συναισθηματική σχέση της αφηγήτριας με τα πρόσωπα των ιστοριών της, τη σχεδόν
τρυφερή, προστατευτική στάση της απέναντί τους· εξαιτίας της οποίας είναι
στιγμές που συλλαμβάνεται να παρεμβαίνει στα αφηγηματικά δρώμενα, εκεί που
συναρμόζονται τα γεγονότα και οι καταστάσεις, σαν υποκινούμενη από την όχι
πάντα συνειδητή πρόθεση να διορθώσει κάποια κακώς κείμενα, ή να αποτρέψει
κάποιες πιθανές εκτροπές από την κανονική και φυσιολογικά προσδοκώμενη εξέλιξη
των πραγμάτων. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι τους παρακολουθεί, νηφάλια αγωνιώντας και
ασμένως προσδοκώντας τη στιγμή που θα τους δει να βιώσουν τα μικρά εκείνα
θαύματα της τελετουργικά επαναλαμβανόμενης καθημερινότητάς τους, τις μικρές
εκείνες εκλάμψεις ψυχής που, όσο ασήμαντες κι αν μοιάζουν εκ πρώτης όψεως,
αυτές είναι που συμβάλλουν, σε τελευταία ανάλυση, στην επαλήθευση της
αιωνιότητας που χαρακτηρίζει τα απλά και τα ανθρώπινα. Ό,τι περισσότερο απ’ όλα της αποσπά
την προσοχή και την κινητοποιεί αφηγηματικά είναι εικόνες και ήχοι· συγκεκριμένα οι τρέχουσες, οι ζωντανές
εικόνες μιας παλλόμενης από προσδοκίες, όνειρα, αισθήματα, συναισθήματα, εν
εξάρσει ή καταλαγιασμένα πάθη, καθημερινότητας και οι συγκεχυμένοι, οι
απροσδιόριστοι ήχοι, οι ήχοι μάλλον και οι θόρυβοι μιας σφύζουσας από ζωή
πόλης, που λειτουργούν σαν σταθερή μουσική υπόκρουση στα όσα φανερά ή κρυφά
συμβαίνουν στο κέντρο της και στις παρυφές της.
Τα συναισθήματα τεκμαίρονται,
οι χαρακτήρες εξυπακούονται, ενώ, όταν προκύπτουν άμεσα, περιβάλλονται από το
προστατευτικό, κάποτε συμπονετικό βλέμμα και τον συγκατανευτικό λόγο της αφηγήτριας,
η οποία ξέρει και συγχωρεί ακόμα και όταν τα πρόσωπα που κινούνται στο
συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο κάθε φορά αφηγηματικό σκηνικό της φανερώνουν την
άσκημη πλευρά του εαυτού τους. Μάλιστα, εξαιτίας της τρυφερότητας που
αισθάνεται γι’ αυτά, συχνά οικειοποιείται τις αγωνίες τους, τις λύπες και τις
μικροχαρές τους, συμμερίζεται τη νοσταλγία τους για όλα όσα έζησαν και τώρα
έγιναν γλυκόπικρες μνήμες, επιβεβαιωτικές της ύπαρξής τους.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκ
πρώτης όψεως η αφήγηση της Βίκυς Κλεφτογιάννη ακολουθεί τα παραδοσιακά
ηθογραφικά πρότυπα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες
του δέκατου ένατου αιώνα· όπως και οι πρώτοι διδάξαντες, παρακολουθεί και
καταγράφει τα ήθη και χαρακτηριστικές πτυχές της καθημερινότητας, ενδεικτικές
του τρόπου ζωής αντιπροσωπευτικών τύπων ανθρώπων που ζουν στο κέντρο και σε
διάφορες μικροαστικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση,
ωστόσο, των διηγημάτων της, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, χωρίς να αίρεται ο
ηθογραφικός τους χαρακτήρας, η αφηγήτρια παρεκκλίνει προς μεριά της
νεωτερικότητας, στα σημεία εκείνα που δεν αρκείται στην αναπαραστατική
διαδικασία, αλλά ενδίδει στον πειρασμό να εμπλακεί κι αυτή στα όσα συμβαίνουν
στις ιστορίες της κι ακόμη, όταν μετέρχεται δάνειους από τον κινηματογράφο και
τη φωτογραφική απεικόνιση-ακινητοποίηση συμβάντων και καταστάσεων τρόπους,
ενώνοντας τη δική της νοσταλγική διάθεση με αυτή των ηρώων της. Με αποκορύφωμα
το ιδιαιτέρως ευρηματικό τελευταίο διήγημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Ποδηλατάδα»,
όπου ένα παιδί, κυκλοφορώντας με το
ποδήλατό του στους δρόμους, στους τόπους και στα στέκια που υπήρξαν το σκηνικό
των δεκατριών προηγηθεισών ιστοριών -σαν
προς επιβεβαίωση των όσων είδε και άκουσε η αφηγήτρια- διαδραματίζει τον ρόλο
του συνεκτικού ιστού των τελευταίων, υποδηλώνοντας ταυτόχρονα την ενότητα του
χώρου και του χρόνου, καθώς και το ενιαίο της ατμόσφαιρας αλλά και των
συναισθημάτων που την διακατείχαν σε όλο το διάστημα της διαμονής της στη
Θεσσαλονίκη και της συγγραφής των ιστοριών της.
Ο
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου