ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
Η Πόλη ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του γέρο-βασιλιά με
δυσπιστία. Της ήταν δύσκολο να δεχτεί τον μπάσταρδο, που ο Αιγαίας της πάσαρε
για διάδοχό του. Δεν ήταν πολίτης της, ούτε καν μέτοικος: ο βασιλιάς προσπαθούσε
να την πείσει, ότι ο νεαρός ήταν γιος του, άρα νόμιμος μέλλων άρχοντάς της. Από
πού κι ως πού; Μόνο και μόνο επειδή στα νιάτα η τεστοστερόνη τού βασιλιά επαναστάτησε,
και γκάστρωσε την Αίθρα; Και πού ξέρουμε, ότι δεν ήταν ήδη φουσκωμένη; Μήπως ο
ξεκούτης και άτεκνος, πλην όμως αγαπημένος από τον λαό του Αιγαίας, έκανε το
τεστ ΔΝΑ; Του ’δείξε, λέει, ο μικρός κάτι παλιοσανδάλια κι ένα σκουριασμένο
σπαθί και πήρε το θρόνο! Αν είναι δυνατόν!
Ο κόσμος στεκόταν στην πλατεία σιωπηλός, περιεργαζόμενος
τον νεαρό Θησέα και ψάχνοντας για τις ομοιότητες με τον βασιλιά. Δεν του
έμοιαζε καθόλου. Ο βασιλιάς ήταν ψηλός και στεγνός, με μακριά λευκά μαλλιά και
φωτεινά γαλάζια μάτια. Τα μαλλιά του Θησέα ήταν επίσης μακριά, τα μάζευε πίσω
σε αλογοουρά, αλλά εκεί οι ομοιότητες μεταξύ τους τελείωναν. Ήταν μάλλον κοντός, με φαρδείς ώμους και
φαρδύ, κάπως ασιάτικο πρόσωπο. Το μέτωπο πλατύ και κοντό, κάτω από τα πυκνά,
σκούρα φρύδια, δυο στενές χαραμάδες των ματιών. Επίσης σκούρων. Τυφλός ήταν ο
Αιγαίας;
Σε λίγο, όμως, ο κόσμος άλλαξε γνώμη. Όχι επειδή
συμπάθησε ξαφνικά τον ξένο, αλλά επειδή παραδέχτηκε ότι το μπασταρδάκι ήξερε να
επιβάλλεται. Βγήκε μπροστά, άνετος και χαλαρός, λες και μια ζωή μιλούσε μπροστά
στον κόσμο της πρωτεύουσας. Η φωνή του καθαρή, εύηχη, δυνατή. Ο κόσμος κράτησε
την αναπνοή του, άθελά του γοητευμένος από τον νεανικό, φρέσκο λόγο. Ο Θησέας
μιλούσε απλά και κατανοητά, χωρίς να καλλωπίζει την ομιλία του με έξυπνες
μεταφορές και περιττούς ρητορισμούς, χωρίς τη χιλιομασημένη «τσίχλα», τις
αναφορές στους ένδοξους Προγόνους. Μιλούσε σαν να ήταν ένας από το λαό. Όχι στη
εκκλησία του Δήμου, αλλά στην Αγορά.
Μετά, ο καινούργιος γιος του βασιλιά άρχισε να
εμφανίζεται παντού. Στα εμπορικά της πλατείας, στα καφενεία και τις παλαίστρες
της γειτονιάς. Ακόμα και στο Ετήσιο Συμπόσιο της Φιλοσοφικής Σχολής ήρθε, αν
και απρόσκλητος. Ήρθε και μίλησε για το πόσο σημαντικός είναι ο νους υγιής εν
κοινωνία υγιή...
Ο Αιγαίας έδειχνε να καμαρώνει το εξώγαμό του. Τα μάτια
του έλαμπαν, όταν τον έβλεπε να συμμετέχει σαν απλός διφροφόρος στα Μεγάλα
Παναθήναια, όταν έτρεχε στο Καλλιμάρμαρο στους αγώνες, όταν έτριβε το σκληρό,
νεανικό και μυώδες σώμα του με το λάδι, ετοιμαζόμενος να παλέψει.
Αλλά τους περισσότερους πολίτες ο Θησέας τους κέρδισε με
την υπόσχεση να φέρει πίσω στα σπίτια την καταδικασμένη νεολαία της πόλης. Οι
χρονιές της ευημερίας εναλλάσσονταν με τις εποχές των ισχνών αγελάδων, τη μια
χρονιά τις ελιές τις χτυπούσε ο δάκος, την άλλη η ακρίδα ξεπάστρευε τα αμπέλια.
Μια το λάδι ήταν λιγοστό, μια το κρασί.
Τους πολίτες δεν τους πείραζε αυτό: είχαν μάθει να ζουν και με τα πολλά
και με τα λίγα. Αλλά ο χωρισμός από τα παιδιά τους... Όχι, αυτό ήταν αδύνατο να
το συνηθίσουν.
-Συμπολίτες! απευθυνόταν στον κόσμο της Πόλης ο Θησέας.
Ως πότε θα ανεχόμαστε να μας κάνει κουμάντο ο Μίνωας; Ως πότε θα χάνουμε τους
καλύτερους νέους και τις καλύτερες νέες μας; Η μέρα να φύγουν πάλι οι γιοι και
οι κόρες σας για τον Λαβύρινθο κοντοζυγώνει. Πόσοι από αυτούς γύρισαν στη
πατρίδα; Ένας; Μία; Κανένας και καμία. Η Κρήτη, η Λαβύρινθος, τους ρουφάει
χειρότερα και από τη Χάρυβδη.
-Κοιτάξτε τον εαυτό σας! Η Πόλη σας γερνάει, αφανίζεται!
Γεννάτε, μεγαλώνετε, σπουδάζετε τα παιδιά σας, και μετά σας τα παίρνουν οι
άλλοι. Με τους χυμούς τους ποτίζετε ξένα χώματα; Σε λίγο θα είσαστε ένας λαός
με ένδοξο παρελθόν, αλλά χωρίς μέλλον. Το μέλλον θα το χαρίζετε σε άλλους
λαούς!
Ιδιαίτερη επιτυχία είχε ο λόγος του Θησέα στις
παλαίστρες. Η μέρα, όταν οι επτά νέοι και οι επτά νέες έπρεπε να ταξιδέψουν
στην Κρήτη, όλο και πλησίαζε. Κανείς δεν ήξερε, σε ποιους θα λάχει αυτή τη φορά
να γίνουν βορά του αχόρταγου Μινώταυρου.
-Ως πότε θα πληρώνετε τις αμαρτίες άλλων; Εκείνοι που ευθύνονται για την κατάντιά
σας, έχουν αφήσει προ πολλού την Πόλη, έχουν φυγαδεύει και τα παιδιά και τις
περιουσίες τους.
Για πρώτη φορά στα τελευταία ατελείωτα χρόνια ο
αποχαιρετισμός στο λιμάνι δεν ήταν τόσο σπαρακτικός, και η επιβίβαση στο «πλοίο
της ντροπής και της μαρμάγκας» τόσο ανελέητη και από τις δυο μεριές – εκείνων
που έφευγαν κι εκείνων που έμεναν. Τα πανιά στο πλοίο με το σημαδιακό όνομα
«Θεά Αθηνά» ήταν ακόμα μαύρα, αλλά ο Αιγαίας πίστευε, με όλη του την καρδιά,
ότι το παλληκάρι του, ο γιος και διάδοχός του Θησέας, θα επιστρέψει, όπως
υποσχέθηκε, αλλάζοντας τα πανιά σε θριαμβευτικά, λευκά.
-Θα διαπραγματευτώ με τον Μίνωα. Αν θελήσει να μ΄ ακούσει,
καλώς. Αν όχι, κακό του κεφαλιού του, είπε ο Θησέας, ανεβαίνοντας τη σκάλα της
«Θεάς Αθηνάς». Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Δεν μπορούμε να καθόμαστε άπραγοι,
περιμένοντας πότε αυτό το τέρας, ο Μινώταυρος, θα μας καταβροχθίσει όλους.
Εκείνο το πρωί στο λιμάνι βγήκε να αποχαιρετήσει τα
παιδιά όλη η Πόλη. Κι όταν ο Θησέας
έκανε το σήμα της νίκης από τη γέφυρα του καπετάνιου, όλη η προκυμαία βρυχήθηκε
σαν ένα λαρύγγι, σαν μια ψυχή.
.........................................
Οι διαπραγματεύσεις δεν πήγαν καλά εξ αρχής. Ο Μίνωας
ήταν ευγενικός, φιλόξενος, αλλά πολύ είρωνας. Κοιτούσε αυτόν τον αμούστακο και
άμουσο έφηβο, που παρίστανε ήρωα, και χαμογελούσε. Τι ήρθε να κάνει; Με την
αλογοουρά του, το κοντό χιτωνάκι, που μόλις του έκρυβε τα γόνατα, με τα φθαρμένα
σανδάλια; Ποιόν θέλει να φοβίσει; Τον γιο του Δία και της Ευρώπης;
Το περίφημο παλάτι του βασιλιά της Κρήτης ήταν πλούσια
διακοσμημένο, το τραπέζι άφθονο, οι σκλάβες λυγερές και όμορφες. Ο Θησέας θα
ορκιζόταν ότι ήταν και ευτυχισμένες, δεν διέφεραν σε τίποτα από τις βασιλοπούλες.
Μάταια προσπαθούσε ο Μίνωας να κάνει τον Θησέα να νιώθει
παρείσακτος. Είχε περάσει ήδη σ’ αυτό το μάθημα στην Πόλη του πατέρα του. Δεν
ήρθε εδώ για να γίνει ακόμα ένας συνδαιτημόνας στο τραπέζι του Μίνωα, ούτε και σαν
ζητιάνος. Ήρθε να απαιτήσει από τον βασιλιά να δώσει επιτέλους την ελευθερία
στο λαό του, να του εξηγήσει ότι ο λαός του πληρώνει τα σπασμένα και τα
εγκλήματα άλλων, και ότι κατά αυτών των άλλων θα έπρεπε να στρέψει το θυμό του.
-Κοίταξε, παιδί μου - μπορώ να σε αποκαλώ έτσι; του
μίλησε ένα βράδυ ο Μίνωας, όταν η Πασιφάη και οι κόρες τους αποσύρθηκαν στον
γυναικωνίτη. Δεν μ΄ ενδιαφέρει, ποιος φταίει. Η ευθύνη του λαού είναι
συλλογική, όπως και το κάρμα του. Μήπως φταίει το ψάρι, που το ψαρεύει ο ψαράς;
Ή φταίει ο ψαράς; Το θέμα είναι τι
θέλεις να γίνεις εσύ, γιε μου, ψάρι ή ψαράς;
Γιατί αν θέλεις να γίνεις ψάρι, ή, σωστότερα, αρχηγός ψαριών, σε
προειδοποιώ, εγώ είμαι ο κυνηγός.
Οι μέρες και οι νύχτες στο παλάτι του Μίνωα κυλούσαν με
συζητήσεις και κόντρα συζητήσεις, κι ο βασιλιάς της Κρήτης όχι μόνο δεν
υποχωρούσε ή τουλάχιστον έκανε πως δέχεται κάποιο από τα πολλά επιχειρήματα που
ετοίμασε ο Θησέας, αλλά αντιθέτως τα γκρέμιζε ένα-ένα με την επιδεξιότητα του
παλαιού και έμπειρου άρχοντα.
-Πότε θα συναντήσω τον Μινώταυρο; ρώτησε τον Μίνωα ο
Θησέας, την έβδομη ημέρα του εθελούσιου εγκλεισμού του.
Ο Μίνως ξαφνιάστηκε για λίγο και μετά βροντογέλασε.
-Δεν υπάρχει Μινώταυρος... πρόφερε ανάμεσα στα εύθυμα
αναφιλητά. Δεν σου το είπε ο πατέρας σου;
Κι επειδή ο Θησέας συνέχιζε να κάθεται σιωπηλός και
αποσβολωμένος, ο Μίνωας συνέχισε:
-Κατάλαβα, ήθελε να σε αφήσει να κάνεις την επανάστασή
σου...
Ο Θησέας ένιωθε εμπαιγμένος και ανήμπορος. Πόσο αστείος έπρεπε
να φαινόταν στον πατέρα του, πόσο γελοίος έπρεπε να φαντάζει στα μάτια της εκκλησίας
του Δήμου...
-Και οι έφηβοι της Πόλης; Οι θυσίες τους;
Ο Μίνως πνίγηκε με το γέλιο, που σίγουρα το είχε
κληρονομήσει από τον δικό του πατέρα.
-Θυσίες; Δηλαδή τι νόμιζες, ότι τους έχω στ’ αλήθεια για μεζέ;
Όλοι τους ζουν και βασιλεύουν στην Κρήτη, κι ούτε κουβέντα για να επιστρέψουν
στα σπίτια τους. Να κάνουν τι; Να πολεμούν με τους ανεμόμυλους; Σας την έφαγα τη νεολαία σας!!!!
Αν ο Θησέας δεν φοβόταν τον Δία, θα του έριχνε του Μίνωα
μια μπουνιά στο ημιθεϊκό του πρόσωπο.
-Το θέμα είναι αν θέλεις να συνεχίσεις να πολεμάς με τους
ανεμόμυλους μέχρι να σε φάω κι εσένα, ή θα γίνουμε φίλοι από τώρα. Διάλεξε.
Ο Μίνωας δεν γελούσε πλέον: αυτό το στιγμιαίο πέρασμα από
το ομηρικό γέλιο στην σοβαρότητα της Σφίγγας, ήταν θεϊκό. Σηκώθηκε και πήρε από
το ράφι της βιβλιοθήκης έναν βαρύ τόμο.
-Θα σου δώσω τον μίτο, μικρέ, για να μην έχεις απορίες. Και
να μην περιπλανιέσαι τσάμπα. Εσύ βρες μόνος σου την έξοδο από το Λαβύρινθο.
Παρεμπιπτόντως... είναι μόνο μία.
Όταν ο βασιλιάς σταμάτησε να γελάει, έβαλε την βαριά
παλάμη στον ώμο του Θησέα.
-Σε συμπαθώ, πιτσιρίκο. Ειλικρινά. Και ας φοράς αυτό το
κοντογούνι. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να
μεγαλώσεις. Γι’ αυτό θα σου δώσω για γυναίκα την Αριάδνη και για προίκα τον
μίτο. Μην τους αφήσεις ποτέ, γιατί αλίμονό σου...
........................................
Μπαίνοντας στο ορατό πεδίο της Πόλης, ο Θησέας διέταξε να αντικαταστήσουν τα πανιά. Ο
Αιγαίας, που προσευχόταν όλες αυτές τις ατέλειωτες ημέρες στο Ναό του αντίζηλού
του, αμέσως διέκρινε τη λευκή κουκίδα στον μπλε ορίζοντα.
-Δόξα τω Ποσειδώνα, είπε με θέρμη. Το αγόρι μου έγινε
άνδρας.
Δεν έμεινε στην Πόλη για να υποδεχτεί τον Θησέα. Φόρεσε
τα παλιοσάνδαλά του, ζώστηκε με το σκουριασμένο σπαθί και τράβηξε στη γριά του,
την Αίθρα. Είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν, και για το παιδί του και για το λαό
του. Τώρα είναι η σειρά του γιου του.
Γιώτα Σεριφίου
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου