Ταξίδια
στα Βαλκάνια (4)
Παναγιώτης Τέτσης, Βραχονησίδα, 2011-14, μελάνι σε μουσαμά, 80 x 140 εκ. |
Το
δυτικο-ευρωπαϊκό εγχείρημα της διαβαλκανικής σύγκλησης και πολύ περισσότερο της
Ένωσης έθετε την ανατροπή ριζωμένων αντιλήψεων (εσωστρέφεια και εθνικιστικά
μίση) και την υπέρβαση πολιτικο-ιδεολογικών δομών και εθνικών αιτημάτων
(αλυτρωτισμός, μειονότητες) των βαλκανικών κρατών. Τα σύνθετα αυτά ζητήματα
ήταν επόμενο, σε μια υφέρπουσα πολεμική ατμόσφαιρα να αντιμετωπισθούν με
αντιστρόφως ανάλογη ριζοσπαστικότητα ή με ιδιαίτερη έμφαση στην «ηθική»
διάσταση του εγχειρήματος. Έτσι, δεν ήταν δύσκολο, μαζί με τους πιο αισιόδοξους
διοργανωτές, ακόμα και αντιπολιτευόμενοι κύκλοι να συνηγορούν στην ανάδυση μιας
«βαλκανικής συνειδήσεως» ή καλύτερα υπέρ μιας ιδεολογίας συμπληρωματικής της
εθνικής. Την ανάγκη για την «καλλιέργειά» της είχε
θέσει ως «προαπαιτούμενο» από το Μάιο ο
Αμερικανός καθηγητής Γεωγραφίας και Διεθνούς Εμπορίου Έλιοτ Μήαρς με διάλεξή
του στον Παρνασσό κι ήταν η ίδια που θα παρουσιαστεί ως «φύσει
υφισταμένη» στην πανηγυρική συνεδρίαση του Οκτωβρίου: Στην αίθουσα του «Ελληνικού βουλευτηρίου διεπιστώθη η πραγματική
αφύπνισις μιας βαλκανικής συνειδήσεως». Δεν επρόκειτο, όπως νομίζουν οι «μη
Βαλκανικοί» ξένοι, «περί ενός οιουδήποτε
συνασπισμού κ ρ α τ ώ ν εχόντων κοινά οικονομικά, γεωργικά ή και αμυντικά απλώς
συμφέροντα», αλλά «περί μιας εντελώς
διαφορετικής ενότητος φύσει υφισταμένης», που «είχε ναρκωθή και εληθάργει επί μακρόν» (Η Βαλκανική συνείδησις, Η
Πρωΐα 6-10-30). Μάλιστα
η εθνικά σχεδιαζόμενη «Βαλκανική ομοσπονδία» αποκτούσε και τη «Μεγάλη Ιδέα» της
(Η Βαλκανική Διάσκεψις, Μακεδονία
13-10-30, 1).
Εν
ολίγοις, μια φιλελεύθερη ιδεολογία, κράμα ιστορισμού και ιδεαλισμού,
επιστρατευόταν για τη νομιμοποίηση μιας αιφνίδιας συσπείρωσης στη γεωγραφική
κλίμακα της Χερσονήσου, με γεωπολιτικό στόχο να αποτρέψει την προσχώρηση των
κρατών της στο μεσευρωπαϊκό άξονα και συνακόλουθα να μη χειραγωγηθεί από το
γερμανικό οικονομικό επεκτατισμό –ξένος και εγχώριος τύπος έκανε λόγο για
«οικονομική επιδρομή» της χιτλερικής Γερμανίας. Στην πραγματικότητα το μοντέλο
της εθνικής ιδεολογίας, κατά τη γνώμη μας, δεν αντιγράφτηκε από έλλειψη
φαντασίας ή από εμμονή στη γνωστή αστική ηθικολογία. Οι δυτικο-ευρωπαϊκές
γεωπολιτικές στοχεύσεις, που θεωρούνταν ότι «συγκαλύπτονταν κάτω από ένα ψυχρόν και άνοστον φιλειρηνισμόν»,
άφηναν να διαφανεί η αγωνία των οργανωτών των Διασκέψεων να συνομαδώσουν τις
έξι βαλκανικές εθνικές ιδεολογίες παρακάμπτοντας το ακανθώδες ζήτημα των
«μειονοτήτων»/ «εθνοτικών ενοτήτων» (βλ. δεύτερο Ταξίδι), που προκάλεσε «διαλεκτικούς εξοπλισμούς» (Διάγγελμα προς
τους Βαλκανικούς Λαούς, Πατρίς
13-10-30) και δυναμίτισε το εγχείρημα της σύγκλησης.
Γι’
αυτό, όχι τυχαία, ο πρόεδρος Αλ. Παπαναστασίου στην εισήγησή του αλλά και στην
απόφαση της Α΄ Βαλκανικής Διάσκεψης έκανε λόγο για συνομάδωση «ανεξάρτητων
εθνικοτήτων» [nationalités indépendantes], εννοώντας τα
συγκροτημένα από το 19ο αιώνα «Βαλκανικά Κράτη», ενώ απέρριπτε την
απόδοση «απολύτου εννοίας» σε «κάθε ιδιαιτέραν εθνότητα»: «[…]1) Η Βαλκανική Ένωσις δεν θα αποβλέπη να
καταπνίξη τας ιδιαιτέρας εθνικάς ενότητας [entités ethniques], αλλ’ απλώς να πολλαπλασιάση τα κοινά στοιχεία πολιτισμού αυτών και να
άρη τας μεταξύ των αντιθέσεις. […] Αρκεί
η ιδέα κάθε ιδιαιτέρας εθνότητος να καθαρισθή από την εσωτερικήν αντίθεσιν που
δημιουργεί η απόδοσις εις αυτήν απολύτου εννοίας, η οποία έχει ως συνέπειαν την
άρνησιν των άλλων εθνοτήτων και να οργανωθή ο τρόπος της ειρηνικής λύσεως των
διαφορών των. […] 3) Αι εθνικαί
μειονότητες, όπου πράγματι υπάρχουν, επιβάλλεται να τυγχάνουν ικανοποιητικής
προστασίας.[…]» (Αι κύριαι αρχαί εφ’ ών θα βασισθή η βαλκανική ένωσις Τα
υπομνήματα της βαλκανικής Διασκέψεως, Η
Πρωΐα 30-9-30. A.P.
Papanastassiou, Vers l’Union Balkanique
Les Conférences Balkaniques, Centre européen de la Dotation Carnegie, Παρίσι 1934, 48, 239). Μ’ άλλα λόγια, η
«ανάγκη ενός παμβαλκανικού συνασπισμού» απέκλειε κάθε συζήτηση για τα ανοιχτά
προβλήματα γύρω από συνόρα και μειονότητες. Έτσι, αποσοβήθηκε ο κίνδυνος
συγκρουσιακής διακοπής αλλά όχι και η ακύρωση του εγχειρήματος, αφού η Διάσκεψη
στα Τίρανα δεν συγκλήθηκε (Προς έν βαλκανικόν Λοκάρνο Η διάσκεψις των Βαλκανίων
και το πρόγραμμα των εργασιών της Οι αντικειμενικοί σκοποί του Συνεδρίου, Η Πρωΐα 20-9-30) κι ούτε το Βαλκανικό
Σύμφωνο υπογράφτηκε από τις έξι χώρες (1934), καθώς διαφώνησαν η Βουλγαρία και
η Αλβανία.
Όπως
φάνηκε, οι εκκρεμότητες που άφησε ο Μεγάλος πόλεμος και οι εντεινόμενοι
ανταγωνισμοί και οι ευρωπαϊκές εξαρτήσεις αποτέλεσαν τα βασικότερα εμπόδια στα
οποία προσέκρουσε τόσο η υλοποίηση του σχεδίου της «Πανευρώπης» όσο και η
Βαλκανική Ένωση και ειρήνη. Μ’ άλλα λόγια, στη διάρκεια του «πολέμου που κράτησε
31 χρόνια», οι όποιες νησίδες ειρήνης
αποτελούσαν μάλλον ουτοπία ή, θνησιγενείς απόπειρες ενίσχυσης του μετώπου των
εμπνευστών τους στο πλαίσιο της κατευναστικής
πολιτικής τους.
Στην
ακόλουθη ανταπόκριση ο Σμυρνιώτης δημοσιογράφος και συγγραφέας Xρήστος Εμμ. Αγγελομάτης (1904-79,
υπογράφει με το ψευδώνυμο ‘Ο Βόρειος’), περιγράφει χωρίς περιστροφές το
αδιέξοδο, στη Δ΄ Διάσκεψη, του ευρω-βαλκανικού εγχειρήματος να συνδυαστεί η
εθνική με τη βαλκανική συνείδηση.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική
Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
«Απάνω απ’ τις πατρίδες μια
πατρίδα…»
«Θεσσαλονίκη
του ανταποκριτού μας. Η Δ΄ Βαλκανική Διάσκεψις κύπτει υπό το βάρος μιας
ποσότητος ευχών και αποφάσεων των προηγουμένων Διασκέψεων. Της πρώτης των
Αθηνών, της δευτέρας της Σταμπούλ και της τρίτης του Βουκουρεστίου. Καμμία από
τας ευχάς και τας αποφάσεις της δεν έχει πραγματοποιηθή μέχρι σήμερον, πράγμα
που καθιστά την θέσιν της προβληματικήν. Διότι τί παριστά, επί τέλους, αυτό το
ετερογενές σώμα, το οποίον προσφεύγει εις την προστασίαν των κυβερνήσεων, διά
να αντλήση ένα κύρος και να δικαιολογήση την ύπαρξίν του; Τί είδους ανάγκας των
βαλκανικών λαών εκφράζει η κίνησις αυτή, που αι μεν λαϊκαί μάζαι την αγνοούν,
αι δε επίσημοι κυβερνήσεις την κατειρωνεύονται ή την μεταχειρίζονται διά
σκοπούς εθνικιστικής επιδείξεως;
Δεν
έχει κανείς παρά να προσέξη τους λόγους των αρχηγών των αντιπροσωπειών, που
εξεφωνήθησαν ‘γεγονυία τη φωνή’ και υπό τους ήχους του βαλκανικού ύμνου κατά
την πανηγυρικήν έναρξιν των εργασιών της Διασκέψεως. Αποτελούν γραπτά τεκμήρια
εντέχνου συγκαλύψεως, αλλά και εντέχνου εμφανίσεως των μεγάλων αντιθέσεων,
εθνικών και πολιτικών που μας δίδουν ανάγλυφον την εικόνα της καταστάσεως εις
τα Βαλκάνια. Είτε την αγόρευσιν του κ. Σακίζωφ έχετε υπόψη σας είτε του κ. Κόνιτσα
την γραπτήν ομιλίαν, είτε του κ. Γιοβάνοβιτς τον λόγον, θα ιδείτε αμέσως ότι
μία είνε η προσπάθεια. Πώς να συγκαλυφθούν τα πράγματα κάτω από ένα ψυχρόν και άνοστον
φιλειρηνισμόν, αλλά ταυτοχρόνως πώς να ειπωθούν, πώς να τονισθούν, εμμέσως
έστω, με υπονοούμενα που όλοι τα
καταλαβαίνουν και όλοι ξεύρουν την σημασία των.
‘Τα
Βαλκάνια εις τους Βαλκανίους’ λέγει ο Γιουγκοσλαύος αντιπρόσωπος. Πολλοί θα
απορήσουν πώς ένα κράτος κατά το ήμισυ μόνον βαλκανικόν και κατά το άλλο ήμισυ
μεσευρωπαϊκόν χρησιμοποιεί μίαν φορμιούλ αποκλειστικώς βαλκανικήν. Ας
συγκρατήσουν όμως την απορίαν των, διότι ‘Τα Βαλκάνια εις τους Βαλκανίους’
ημπορεί να έχη την έννοιαν ‘Τα Βαλκάνια όχι εις τους ξένους’. Επειδή δε είνε
γνωστόν ποίαν κυρίως Δύναμιν θεωρεί ‘ξένην’ η Γιουγκοσλαυΐα, διόλου απίθανον το
γενικόν αυτό σύνθημα να αποδίδη μίαν ωρισμένην άποψιν της γιουγκοσλαυϊκής
εξωτερικής πολιτικής, να σημαίνη δηλαδή ότι τα Βαλκάνια πρέπει να αποκρούσουν
αυτήν την Δύναμιν.
Αλλά
η περί ου ο λόγος Δύναμις έχει ακοήν, όρασιν
και προ παντός όσφρησιν. Εκ περισσού δε και ‘μέσα’. Επωφελείται λοιπόν
της ευκαιρίας διά να διατυπώση από του βήματος της Διασκέψεως τας απόψεις της
ως απόψεις μιας ωρισμένης αντιπροσωπείας. Διά του στόματος λοιπόν της
αντιπροσωπείας αυτής λέγει ότι τα Βαλκάνια πρέπει να αναζητήσουν συμμάχους και
εκτός της Βαλκανικής. Κάτι δηλαδή τυπικώς αντίθετον προς την γιουγκοσλαυϊκήν
άποψιν.
Δευτέρα
χαρακτηριστική αντίθεσις: Η γιουγκοσλαυϊκή αντιπροσωπεία έχει την γνώμην ότι
διά να επέλθη συνεννόησις μεταξύ των λαών της Βαλκανικής, πρέπει προ παντός να
λυθούν τα οικονομικά ζητήματα, αι οικονομικαί διαφοραί μεταξύ των. ‘Να
προπαρασκευάσωμεν’, λέγει, ‘την συνεννόησιν πρώτον επί του οικονομικού
επιπέδου. Και κατόπιν επί του πολιτικού.’
Το
αντίθετον υποστηρίζουν οι Βούλγαροι. Καμμία συνεννόησις, λέγουν, δεν είνε
δυνατή, αν δεν συζητηθούν και δεν λυθούν προηγουμένως τα πολιτικά ζητήματα.
Επειδή δε το μοναδικόν ‘πολιτικόν ζήτημα’ εις την περίπτωσιν αυτήν είνε το
μειονοτικόν, οι Βούλγαροι αντιπρόσωποι πατούν αμέσως την αχίλλειον πτέρναν. Εξ
ού μία τρίτη αντίθεσις που αφορά πλέον την τύχην των Διασκέψεων, η αντίθεσις ως
προς τον χαρακτήρα όλης αυτής της κινήσεως και το μέλλον της .
Οι
Γιουγκοσλαύοι υποστηρίζουν τώρα ότι αι Διασκέψεις πρέπει να αποβάλουν τον
ημιεπίσημον χαρακτήρα των. Και να λήξη αυτή η ιστορία το ταχύτερον. Δεν
ημπορούν, λέγουν, να υποβάλλωνται εις έξοδα, διά να ακούουν τον βουλγαρικόν
εξάψαλμον. Κατά την γνώμην των η Διάσκεψις πρέπει να μετατραπή εις Εταιρείαν,
ιδιωτικού μάλλον χαρακτήρος, η οποία θα προπαγανδίζη την ένωσιν των λαών της
Βαλκανικής. Συγχρόνως να ιδρυθούν Σύνδεσμοι, όπου να εγγράφεται κάθε πολίτης
ενδιαφερόμενος δια την βαλκανικήν προσέγγισιν. Δηλαδή διάλυσις! Αυτού κατέληξαν
τα πράγματα. Μοιραίως δε. Διότι πού αλλού
θα κατέληγεν μία κίνησις χωρίς βάσεις, όπως αυτή, γεμάτη από
ασυμφιλιώτους αντιθέσεις και καιροσκοπίαν, εμποτισμένη με το πνεύμα της
αμφιβολίας, της διστακτικότητος;
Μόνον
ο κ. Παπαναστασίου έχει την γνώμην ότι όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτε και ότι η
υπόθεσις ‘βαδίζει καλώς’. Αλλά ο κ. Παπαναστασίου είνε τόσον πολύ επηρεασμένος
από την διακοσμητικήν της 4ης Διασκέψεως, ώστε να του διαφεύγουν και
τα πιο απλά στοιχεία μιας αντικειμενικής κρίσεως. Εν τη επιθυμία του να
παρουσιάση την κίνησιν αυτήν ογκώδη και σημαντικήν, δεν θέλει να λάβη καν υπ’
όψει τα δεδομένα που συνηγορούν εναντίον της. Τα δεδομένα αυτά δεν είνε μόνον
τα γενικά ιστορικά και άλλα δεδομένα. Είναι και η σημερινή πολιτική κατάστασις
με τας ανησύχους εκδηλώσεις της. Είνε και η απόφασις των κυβερνήσεων να μη
φέρουν πλέον εις ανεύθυνα σώματα τας βλέψεις και τα σχέδιά των προς εξέτασιν. Η
απόφασις της διπλωματίας να αφήση το προσκήνιον διά να κινηθή εις το
παρασκήνιον και να παρασκευάση από εκεί τας δικάς της ζυμώσεις, τας δικάς της
εμφανίσεις.
Θα μετατραπή ή όχι εις
Εταιρείαν η Βαλκανική Διάσκεψις είνε αδιάφορον. Αρκεί το γεγονός ότι δεν
κατόρθωσε να πραγματοποιήση μίαν έστω από τας πολλάς αποφάσεις της και αρκεί
ότι αμφισβητείται η σκοπιμότης της από αυτά τα ίδια μέλη της.».
Ο
Βόρειος, Αντιθέσεις και ουτοπίαι εις την Βαλκανικήν Διάσκεψιν, Η Πρωΐα, 8-11-1933.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου