Δεν έχει άλλη μιλιά, τα
κοιτάγματά της πέταξαν
και άφησαν βούλες φράουλας.
Το κίτρινο άλλαξε το κόκκινο. Εσύ
κοιτάς το χυμό,
τί υπήρχε προτού τα μάτια φύγουν.
Κι ο επενδύτης που σέρνεται
είναι η γλώσσα μου ληξιπρόθεσμη που
τρύπωσε μαζί τους,
χαμήλωσε και έβαψε πορφυρή τη
λίμνη με όλα τα ονόματα.
Τότε έσβησε. Εκεί, στο νερό μαζί.
Επιστρέφει, ύστερα, ο Μπονάρ με την
τζάγκουαρ
στο τούνελ, εκεί που με ζωγράφισε,
με έκλεισε.
Σαν να ήμουν εγώ το είδωλο, με
κατατρέχει
για να μου δώσει πίσω εν λευκώ ονόματα
να ρίξω επάνω μου, στον κόσμο που
ζητάει.
Είναι, όμως, το ζεστό φως του πινελένιο
ρίσκο
για τη μιλιά που κρύβεται πίσω
απ’ την ομίχλη,
ενώ μιλά μέσα απ’ τον καθρέφτη με
τα χρόνια.
Κοιτώντας το γλυκοκαμένο σώμα,
το κεράκι που άφησε την ιστορία
του στον πάγκο με τα φρέσκα χρώματα.
Η μιλιά τα παράτησε όλα
περιμένοντας. Ο ζωγράφος συνεχίζει να ψηλαφεί
το λιγόλογο σώμα μου που δεν
είναι το δικό του.
Οι ώρες ψιθύρισαν πράγματα, ένας σκληρός
είναι μόνο ένας σκληρός.
Στη μικρή λίμνη χωρίς νερό
άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει τώρα
που η γλώσσα ευάερη κατάπιε το
χαμό ολάκερο
με σκοπό φωνή να γίνει,
μιλιά, να ζήσει σε συνέχεια
λάθους.
Γλυκοκαμένη σε αγαπώ, ακόμη κι
έτσι, στη μικρή λίμνη
με το μπουρνούζι μούσκεμα από
λέξεις ξένες.
Ας βάφουν την ιστορία με κρίση, ας
την κάνουν άγρια φράουλα
με ανεξήγητα και αμελέτητα θυμού,
την επίγνωση πως άλλο δεν θέλω να
μου φοράς τη τζάγκουαρ.
Αντιγόνη
Κατσαδήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου