ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΝΑΟΥΜ
Νίκος Δραγούμης, Τοπίο στην Προβηγκία, μολύβι και μελάνι, 23,5 x 31 εκ. |
ΤΕΤΑ ΜΑΚΡΗ, Το απολεσθέν διαβατήριο του Ζέμπαλντ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν,
Θεσσαλονίκη, σελ. 208
Tα πράγματα γνωρίζουν
πιο πολλά για εμάς από ό,τι εμείς γι’ αυτά, είναι το βιβλίο της ιστορίας μας
ανοιχτό μπροστά μας
(Μαξ Ζέμπαλντ)
Η είσοδος της Τέτας
Μακρή, καταξιωμένης ζωγράφου, στη λογοτεχνία έγινε πρόσφατα με μια αισθαντική
και αταξινόμητη ειδολογικά πρόζα μεταξύ αυτοβιογραφικού και δοκιμιακού λόγου, η
οποία αυτοσκηνοθετείται ως οδοιπορικό και ανασκόπηση του βίου με ενσφηνωμένα ακόμη
και φωτογραφικά τεκμήριά του, αλλά αποβαίνει εντέλει, μια περίτεχνη ελεγεία της
λεπτομέρειας, της χάρης των μικρών πραγμάτων, της φευγαλεότητας αλλά και της
ευάλωτης φύσης του ωραίου.
«Η λεπτομέρεια με τρέλαινε πάντα. Είχα κάτι ωραία κουμπιά
κάποτε και γι’ αυτό το λόγο έραψα ένα παλτό. Έχω μια σιδεριά από μπαλκόνι. Θέλω
να χτίσω ένα σπίτι για να τη χρησιμοποιήσω. Κι έχω και μια ιδέα στο κεφάλι μου,
ψάχνω μια άσπρη επιφάνεια για να την κάνω εικόνα, ή, έστω, ένα χαρτί για να την
περιγράψω. Με λεπτομέρειες» (σ. 24).
Η απώλεια του
διαβατηρίου του Μαξ Ζέμπαλντ (1944-2001) στο Λιμόνε της βόρειας Ιταλίας τον
Αύγουστο του 1988, αποτελεί μια πραγματική λεπτομέρεια από τη ζωή του Γερμανού
λογοτέχνη, η οποία δίνει τίτλο και αφορμή στη συγγραφέα να ιδιοποιηθεί, τρόπον
τινά, στοιχεία της γραφής και του βίου του, ώστε να προβάλει επάνω τους
αναδρομικά τη δική της ζωή και τέχνη. Ο Ζέμπαλντ εμφανίζεται στο πεζογραφικό λογοτεχνικό
στερέωμα στη δεκαετία του 1990 με μια σειρά ιδιoσυγκρασιακών κειμένων, Αίσθημα ιλίγγου (1990), Οι ξεριζωμένοι (1992), Οι δακτύλιοι του Κρόνου (1995), Η φυσική ιστορία της καταστροφής (1999),
Άουστερλιτς (2001). Στη γραφή του,
που φέρει το στίγμα της ένοχης σιωπής για τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου, η μαρτυρία συμφύρεται με τη μυθοπλασία, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες
συναρθρώνονται με τις αφηγηματικές παρεκβάσεις σ’ έναν καμβά, όπου επιστρέφουν
διαρκώς τα θέματα της απώλειας, της περιπλάνησης και της ματαίωσης, μαζί με
μορφές φασματικές εγκλωβισμένες ανάμεσα στη συλλογική λήθη και στη
μικροϊστορία. Στα «σιωπηλά», κατά τη Σούζαν Σόνταγκ, κείμενα του Ζέμπαλντ, ο
αναγνώστης αφουγκράζεται τη βουβή ανάσα των πραγμάτων. Αυτή την ανάσα ακολουθεί
με τον δικό της τρόπο και η αφήγηση της Μακρή.
Για τη ζωγράφο αφηγήτρια
της Μακρή, ο Ζέμπλαντ «ο δικός μου Μαξ», όπως τον αποκαλεί, «μιλάει μέσα από
τις φωτογραφίες και βλέπει ανάμεσα από τις λέξεις περσίδες, απομακρύνοντας τη
μια από την άλλη, για να διευρύνει το άνοιγμα» (σ. 106) Η ίδια, άλλοτε προβάλλοντάς
τον ως «ιδανικό» ακροατή κι άλλοτε παίζοντας μαζί του ένα «ερωτικό» κρυφτό, διευρύνει
επίσης το άνοιγμα της όρασής μας ξεδιπλώνοντας μια αφήγηση συνειρμική με
λεπταίσθητες μεταθέσεις, συμπυκνώσεις και υπαρξιακές διαπιστώσεις, η οποία
πλέκεται με στημόνι την οδοιπορική αναζήτηση στα ίχνη του Ζέμπαλντ και υφάδι
την ταξινόμηση των προσωπικών της αναμνήσεων. Μια εκ των υστέρων καλλιτεχνική
κατασκευή συμπτώσεων ανάμεσα στη δική της ζωή και στη δική του, όπως αναδύεται
μέσα από καλειδοσκοπικές συναντήσεις μικρών λεπτομερειών.
Η περιπλάνηση της αφηγήτριας
εκτείνεται σε ποικίλους τόπους και χρόνους από την κατοχική Ελλάδα και
εμφυλιακή Θεσσαλονίκη των παιδικών και νεανικών χρόνων, το Παρίσι του Μάη του
’68, τα χρόνια των σπουδών και της χειραφέτησης, τα ευρωπαϊκά ταξίδια της
γνωριμίας με την τέχνη, την παραγωγική ωριμότητα, τα καλοκαίρια στη Σκόπελο, μέχρι
το παρόν του απολογισμού στο πλαίσιο του οδοιπορικού στη Βόρεια Ιταλία. Δομική
για την αφήγηση αποβαίνει η διαρκής επιστροφή στην παιδική ηλικία όπου ριζώνουν
οι αταβιστικοί φόβοι, αλλά και το πάθος για καθετί όμορφο, με άλλα λόγια οι
απαρχές της τέχνης.
Με έναν αέρα
γυναικείου δανδισμού, η λογοτεχνία του δρόμου και οι απόηχοι των μπητ συναντούν
την μπωντλερική «αλητεία» στη θηλυκή και απόλυτα αισθητιστική εκδοχή της, πλέκοντας
αξεδιάλυτα την καλλιτεχνική ενατένιση με την καλλιτεχνική σύλληψη σ’ ένα ποιητικώς ζην. Από
τη μια, αναμνήσεις που ανασύρονται μέσα από κουτιά παπουτσιών, όπου συμβιώνουν
για χρόνια τα πιο ετερόκλιτα αντικείμενα, γίνονται αφορμή για να αναδυθεί το
πάθος της ζωγράφου για τις ιστορίες των ανθρώπων. Από
την άλλη, οι πιο εμβληματικοί καλλιτέχνες και έργα της δυτικής τέχνης από την ιταλική
αναγέννηση και τους ζωγράφους της Φλάντρας έως την πιο σύγχρονη εικαστική
έκφραση, συναντούν τα πιο ταπεινά καθημερινά ίχνη του παρελθόντος, καθώς τα
φέρνει και τα εναποθέτει τρυφερά μαζί το βλέμμα της ζωγράφου τυλίγοντας τα με
τον ίδιο νοσταλγικό θαυμασμό.
Πώς εξηγείται ότι στο πρόσωπο κάποιου άλλου ανθρώπου
ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας κι αν όχι τον εαυτό μας, τότε τον προγενέστερό του;
αναρωτιέται στους Δακτύλιους του Κρόνου ο Ζέμπαλντ και
μαζί του η αφηγήτρια, εγγράφοντας τον λόγο του στο σώμα του δικού της λόγου,
υποδεικνύοντας διαρκώς τις μυστικές παράλληλες τροχιές μιας μελαγχολικής
καλλιτεχνικής μοίρας.
«Μυστικές συνδέσεις όμως, έχω και με τον ψυχρό πλανήτη Κρόνο
που δέσποζε στην αστροθεσία την ώρα που γεννήθηκε ο Ζέμπαλντ. Άστρο της μελαγχολίας
με επίδραση στο μήνα Αύγουστο και σύμβολο το μόλυβδο, συστατικό των χρωμάτων
της ζωγραφικής και υπεύθυνο για την ασθένεια που πάθαιναν οι ζωγράφοι, ο
Καραβάτζιο και ο Βαν Γκόγκ ανάμεσά τους, τη μολυβδίαση» (σ. 83).
Κατοπτρική σχέση
ανάγνωσης/γραφής και ανάμνησης/φαντασίας, όπου η κάθε σελίδα συναιρεί δυνάμει δύο
πραγματικότητες: του παιδιού που διαβάζει τον κόσμο σαν βιβλίο και του ενήλικα
που ασκείται στην ανάγνωση του κόσμου και του εαυτού μέσα από βιβλία. Το σημείο
φυγής ανάμεσα στις δύο αυτές πραγματικότητες είναι πάντα η εφήμερη φύση του
ωραίου, αλλά και η αξία της λεπτομέρειας, αυτού που θα διέφευγε, η αποτύπωση
του ωραίου μέσα από την ανοικονόμητη φειδώ της τέχνης, κάθε τέχνης.
Στο εμβληματικό του
δοκίμιο, «Περί του εφήμερου» (1915) ο Φρόυντ εξετάζει το κάλλος, στη φύση ή
στην τέχνη, σε σχέση με τον εφήμερο χαρακτήρα του. «Γιατί να είναι τόσο οδυνηρή
η απόσπασή μας από όσα αγαπάμε και θαυμάζουμε;», αναρωτιέται. Γραμμένο στον
επίλογο του Πρώτου Ευρωπαϊκού Πολέμου και υπό το βάρος των καταστροφικών
συνεπειών του, το κομψό αφηγηματικό αυτό δοκίμιο, κλείνει με μια τόσο επίκαιρη,
για ακόμη μια φορά σήμερα, ανάγκη να διαπιστώσει ότι «ο πλούτος του πολιτισμού
μας δεν έχασε τίποτε, επειδή αποδείχτηκε τόσο εύθραυστος». Ωστόσο, η φροϋδική
σκέψη ταλαντεύεται χωρίς να δίνει οριστική απάντηση στο βασικό ερώτημα γύρω από
το οποίο ξετυλίγεται: η νοσταλγική μελαγχολία που μας προκαλεί η θέα του ωραίου
είναι άραγε αντίδραση, ένα είδος αποκήρυξής του, ή πρόγευση του πένθους για την
απώλειά του; Ως προς αυτή καθεαυτή τη σχέση του ωραίου με το εφήμερο ωστόσο, η
τέχνη όντας από την ίδια φύση με εκείνο που επιδιώκει να απαλύνει, το ίχνος του
εφήμερου, επιτρέπει πάντα μια διπλή σκόπευση: από τη μια πλευρά, κάθε
δημιουργία ως έκφραση του κάλλους επιτρέπει τη φυγή από την πραγματικότητα και
επομένως από το αίσθημα της απώλειας. Από την άλλη όμως, μας επιβάλλει να
συνειδητοποιήσουμε ότι το κάλλος είναι το ίδιο φευγαλέο και απρόσιτο.
«Εφόσον δεν έφτιαξα το πορτρέτο μου, όσο ακόμη η νεότητα
καταδεχόταν τη συντροφιά μου, για να μεγαλώνει αυτό αντί για μένα, εφόσον δεν
πούλησα την ψυχή μου στο διάβολο, γιατί δεν πιστεύω στην ύπαρξή του, αγαπητέ
μου αναγνώστα, ύφανα αυτόν τον πέπλο βάζοντας λέξεις στη σειρά, όπως έκανα με
τις χρωματικές κηλίδες, για να τυλίξω μέσα του μερικά από όσα άντεξαν στο
χρόνο.
Η ζωή περνάει στην αφήγηση από τη μια στιγμή στην άλλη.
Δεν συμβαίνει πλέον, απλώς μπορείς να μιλάς γι’ αυτή» (σ. 195)
Με τη δική της διπλή τέχνη,
η Τέτα Μακρή εμψυχώνει και πάλι μπροστά στα μάτια μας ό,τι δεν είναι πια εδώ. Μέσα από μια αφηγηματική φωνή πνευματώδη,
αυτογνωστική, συγκρατημένα μελαγχολική και προικισμένη πρωτίστως με ένα λεπτό
σωτήριο χιούμορ, κατορθώνει να διαφυλάξει την άλω των προσφιλών της και ωραίων απολεσθέντων
προσώπων, πραγμάτων, αισθημάτων και συνάμα να ιστορήσει το
τέλος μιας εποχής, ξανακερδίζοντάς την κατά τον τρόπο του Προυστ. υφαίνοντας ένα
μίτο ποιητικό για να την περιβάλει προστατευτικά, ρίχνοντας ανάλαφρα μια γέφυρα
από το παρόν προς ένα παρελθόν ήδη μακρινό, γέφυρα ονειρική που ενώνει τη ζωή
με την τέχνη.
Η Ιωάννα Ναούμ
διδάσκει Συγκριτική φιλολογία στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου