ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΝΑΚΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΡΓΟΣ, Ο Εαυτός Ήχος,
εκδόσεις Εξάρχεια, σελ. 54
“…Εδώ στο Καίριο/ εδώ στο Ηθελημένο/ με τα τεράστια λεξήμορφα
ουρανοτρύπανα/ ας θρυμματίσει απόψε η ανάσα μας/ τούτο το άχαρο τσόφλι/ που μας
το μάθανε ουρανό.”
Σε λίγες λέξεις κρύβει το μεγαλείο της -πάντα- η ποίηση. Τούτο το
χαρακτηριστικό απόσπασμα της ποίησης του Γιώργου Γιέργου παρέχει ένα κάποιο
κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των ποιητικών του ενοράσεων. Κλειδί όχι μόνο
γιατί συμπυκνώνει τις τεχνικές ιδιορρυθμίες αλλά κυρίως την ανατρεπτική δύναμη
του περιεχομένου του.
Πιστός, ως ποιητής, στη δύναμη των λέξεων, αφήνεται σε ένα ρυθμό
προσωπικό που διατρέχει, όμως, τον αναγνώστη και τελικά του επιβάλλει τον αναστοχασμό.
Σέβεται τις λέξεις με ένα τρόπο που μόνο οι ποιητές τα καταφέρνουν. Τραυματίζει
με τη γραφή του κάθε απόπειρα για τη διαύγαση ενός νοήματος, αφήνοντας το
ποίημα ανοιχτό στην ερμηνεία, επιτρέποντας του να δράσει ως ένα πολλαπλό φέρον
των φορτίσεων του αναγνώστη. Ένα ταξίδι από λέξεις, χωρίς ανάσα ριγμένες
στο χάρτη, ένα παιχνίδι αμφισβήτησης στερεοτύπων που διασχίζει τον ποιητή και
φιλτράρει τον αναγνώστη μέσα από τη διαρκή δοκιμασία των υπαρξιακών αγωνιών του
ανθρώπου, μέσα από τη “ματαιότητα” της καθημερινής ζωής.
Η ζωή η ίδια, όταν μπορεί να καταστεί επινόηση και δημιουργία, είναι
αυτή που υμνείται στα ποιήματα του Γιώργου Γιέργου. Αλλά, σε πάρα πολλά ποιήματά
του υπονοείται ότι προϋπόθεση για τη ζωή είναι το αντίθετο της, είναι ο
σπαραγμός του θανάτου κι οι λογής λογής φόβοι που τον συνοδεύουν. Το μοτίβο
αυτό ανιχνεύεται συχνά και μάλιστα με τρόπο και τεχνική που συνεγείρει τον
αναγνώστη μέσα από την ελλειπτική αρτιότητά του: “…Για να θυμάμαι να πεθάνω
με επινόησα” τελειώνει σε ένα του ποίημα ενώ αλλού ομολογεί “εκπνέοντας
κατέληγα κι από όλες τις μεριές της ημέρας τότε ανέτειλε/ πάνδοχος η αλήθεια/
σαν σύμπτωση”. Έτσι η αλήθεια για τον ποιητή δεν κερδίζεται βάσει ενός
υπολογισμένου σχεδίου, η αλήθεια εδρεύει στο στήθος, μαζί με την καρδιά, κι
άλλο δεν έχει παρά να χαριστεί στον άνθρωπο εκείνο που λογαριάζεται με τη ζωή
αψηφώντας τους κινδύνους, στον άνθρωπο εκείνο που ορμά στη ζωή, στον άνθρωπο
που θυσιάζει κάθε στιγμή αυτό που είναι γι’ αυτό που θα γίνει. Στον άνθρωπο που
γι’ αυτό πενθεί και “…γιαυτό και μνήμα μου διάλεξα την καρδιά μου γιαυτό και
μοιρολόι μου διαλέγω την ανάσα”.
Ιδού το θεμέλιο της ποίησης του να ονοματίζει τη φρίκη ή ότι της
ομοιάζει σε αυτή τη ζωή, τη σύγχρονη δυτική ζωή, που η ιστορία της έκανε τη
χάρη(;) και την απάλλαξε από βαρβαρότητες όπως πείνα και πόλεμοι. Με τον τρόπο
του διερωτάται για τη δυνατότητα της ποίησης σήμερα. Μέσα στα ποιήματα
εμφανίζεται συχνά ένα τέρας, το τέρας του ποιητή, ο ίδιος ο ποιητής μέσα από
μιαν άλλη εκδοχή, που - του - προκαλεί τρόμο και που παρόλα αυτά βρίσκεται στις
ρίζες των ποιημάτων του. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή η ομολογία μιας και
τις περισσότερες φορές βρίσκει απροετοίμαστο τον αναγνώστη. Έχοντας διαβάσει
ολόκληρη τη συλλογή κανείς δικαιούται να κάνει ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις για
αυτό το τέρας, το πιθανότερο όμως είναι πως “από τύχη μόνο κι από λαγνεία”
να συναντήσει το δικό του.
Πέρα όμως από αυτές τις συναντήσεις η συλλογή διαθέτει κάποια υπέροχα
ερωτικά ποιήματα που, και μόνον αυτά, την κάνουν ξεχωριστή : “…είμαστε μαζί/
της πιο μεγάλης Άνοιξης το αειθαλές υπονοούμενο… ” ομολογεί σε ένα ποίημα
που τιτλοφορείται .απογευματινή βροχή ενώ αλλού μιλά όμορφα για τον
έρωτα, αλλά και την ενοχή, εκεί όπου, ως επαναστάτης, χρησιμοποιεί παλιούς
αναπτήρες όχι για να ανάψει πάθη αλλά για να πυρπολήσει φωτοστέφανα.
Τα ποιήματα κατατίθενται σε τόνο προσωπικό, χωρίς καμία αίσθηση
αποστασιοποίησης, διεκδικώντας το καθολικό σε κείνα ακριβώς τα σημεία όπου ο λόγος
γίνεται εσώστρεφα αποκαλυπτικός και επιβάλλει το δικό του συντακτικό αλλά και
τις δικές του μοναδικές λέξεις. Το ξάφνιασμα, δομικό χαρακτηριστικό της ποίησης
του Γιώργου Γιέργου, παίρνει πολλές μορφές. Άλλοτε νοηματική, άλλοτε με ένα
ξεβιδωμένο συντακτικό, άλλοτε με κάποιες σύνθετες λέξεις, κι άλλοτε με συνηχήσεις
που ερωτοτροπούν με πολλαπλά νοήματα. Εκεί που ο αναγνώστης προετοιμάζεται για
μια λέξη εμφανίζεται μια άλλη αφήνοντας μια αίσθηση διαρκούς ανατροπής κατά την
ανάγνωση.
Αντί επιλόγου επιλέγω απλά να παραθέσω τους τελευταίους στίχους του
εισαγωγικού ποιήματος της συλλογής: “…λάμα μου διάλεξα τη γλώσσα/κι απ’ το
Μηδέν/ ξεγλιστρώντας ολόγυμνη/ μια γυναίκα μου υποσχέθηκε την ποίηση ”
Νίκος Δραγούμης, Γυναικείο γυμνό, κάρβουνο, 47 x 31 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου