ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
«Η
δημοκρατία είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα». Αυτός ο ορισμός της δημοκρατίας,
μεταξύ πολλών άλλων, αφήνει κατά μέρος τους ποικίλους επιθετικούς
προσδιορισμούς της, όπως για παράδειγμα άμεση, συμμετοχική, μαζική, για να
φέρει στην επιφάνεια την αντίθεση μεταξύ δημοκρατίας και φιλελεύθερου
κοινοβουλευτισμού. Εάν κάτι αναδεικνύουν οι ακραίες καταστάσεις, όπως αυτές που
ζούμε σήμερα, είναι οι ριζικές αντιθέσεις που στην καθημερινότητα
συγκαλύπτονται ή απαλύνονται πίσω από διαδικαστικούς ρυθμούς.
Φιλελεύθερος
κοινοβουλευτισμός και δημοκρατία είναι δυο διαφορετικά πολιτεύματα που ο
συγκερασμός τους στις σύγχρονες μαζικές δημοκρατίες έχει ως αποτέλεσμα να
διατηρείται ο τύπος, το εξωτερικό περίβλημα, του κοινοβουλευτισμού χωρίς όμως
να συμβαδίζει με το κλασικό περιεχόμενό του. Το κοινοβούλιο μπορεί ακόμα και
σήμερα να λειτουργεί ως εργαλείο αλλά το κλασικό περιεχόμενό του που ανήκει
στον κόσμο του φιλελευθερισμού, δηλαδή η
κυβέρνηση που διαβουλεύεται δημόσια με ορθολογικά επιχειρήματα για να
διαμορφώσει γνώμη, δεν είναι συμβατό με τον σύγχρονο κόσμο. Αυτό ασφαλώς
δεν σχετίζεται με τη μυστική διπλωματία, η οποία ανέκαθεν ήταν απαραίτητο
συστατικό της πολιτικής, αλλά με τη διαμόρφωση γνώμης μέσω δημόσιας συζήτησης
στο κοινοβούλιο που αντικαθίσταται από την αντιπροσώπευση αλληλοσυγκρουόμενων
συμφερόντων. Ας μην ξεχνάμε ότι η ίδια η ύπαρξη κομμάτων, με την εκπροσώπηση
ταξικών ή άλλων συμφερόντων δεν ανήκει στον κόσμο του φιλελευθερισμού για τον
οποίο προϋποτίθεται η εν γένει ανεξαρτησία των μεμονωμένων βουλευτών.
Η
δημοκρατία, από την άλλη πλευρά, βασίζεται στην αρχή της ισότητας. Στηρίζεται
στη συμμετοχή των ίσων πολιτών στη διαμόρφωση της γενικής βούλησης όπως το
εξέφρασε με καθαρότητα ο Ρουσσώ. Όπως είναι γνωστό, ο Ρουσσώ καλούσε τους
ιδιώτες να παύσουν να είναι τέτοιοι και να γίνουν πολίτες, απαλλοτριώνοντας τη
βούλησή τους για ιδιωτικές απολαύσεις μέσα στη γενική βούληση και στο γενικό
συμφέρον. Μια τέτοια δυνατότητα για τη δημιουργία της γενικής βούλησης ξεπερνά
κατά πολύ το γενικό εκλογικό δικαίωμα και την ανάδειξη εκλεγμένων κομματικών
αντιπροσώπων σε τακτά χρονικά διαστήματα από πολλές απόψεις. Η πρώτη που εδώ
μας αφορά σχετίζεται με τη δημοψηφισματική έκφραση της γενικής βούλησης:
δυνάμει του δημοψηφίσματος η λαϊκή κυριαρχία γίνεται μεστή νοήματος πέραν των
κομματικών και σε μεγάλο βαθμό ιδιοτελών συμφερόντων.
Δεν
χωρεί αμφιβολία ότι ο δημοκρατικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος σήμαινε τη
μετάβαση από τη σφαίρα των ιδιωτικών επιλογών και συμφερόντων στη σφαίρα του
δημόσιου χώρου όπου δηλώνεται η γενική βούληση του λαού με τη ρουσσωική έννοια
του όρου. Παραμένει όμως γεγονός ότι ακόμα κι αυτή η διαδικασία εμπεριέχει σε
μεγάλο βαθμό την ιδιωτικότητα, αφού η ψηφοφορία διεξάγεται «μυστικά», κι όχι
φανερά στον δημόσιο χώρο. Υπ’ αυτήν την έννοια, ό,τι προηγήθηκε, δηλαδή η
δημόσια συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών στο Σύνταγμα υπέρ του «όχι»,
έπειτα από μια εβδομάδα καταιγιστικής προπαγάνδας και ψυχολογικού τρόμου,
απετέλεσε την απροσχημάτιστη φανέρωση της γενικής βούλησης και επηρέασε την
ίδια την ψηφοφορία. Ίσαμε εκείνη τη στιγμή, οι ιδιώτες τηλεθεατές ή ό,τι άλλο,
αποτελούσαν μια μάζα ιδιωτών, που οι προσωπικές επιλογές τους φάνταζαν στους
ίδιους μάλλον μειοψηφικές ή αδύναμες.
Η
ισχυρή πολιτική έκφραση του δημοψηφίσματος υπέρ του όχι άφησε ανοικτό το ζήτημα
της ερμηνείας του. Παρά τις όποιες ενστάσεις ως προς αυτό, θα πρέπει να έχουμε
κατά νου την πικρή αλήθεια ότι η δημόσια λαϊκή έκφραση είναι πάντοτε στιγμιαία.
Η συνέχεια αφορά εκείνον ή εκείνους που μπορούν και ερμηνεύουν δεσμευτικά τη
λαϊκή βούληση, οπότε αναδεικνύονται σε κυρίαρχους στη σφαίρα του πολιτικού. Και
σ’ αυτή τη συνάφεια ο κυρίαρχος παραμένει σ’ ένα διαρκές γίγνεσθαι που
εξαρτάται από την ανταπόκριση στη ροή των πολιτικών γεγονότων και από τον συσχετισμό
των πολιτικών δυνάμεων και δυνατοτήτων. Όποιος μέσα σ’ αυτή τη ροή μπορεί και
δίνει την ορθή απάντηση κάθε στιγμή είναι κι ο κυρίαρχος στη σφαίρα της
πολιτικής.
Το
μείζον λοιπόν ερώτημα που τίθεται και οφείλει κανείς ν’ απαντήσει είναι τι
ακριβώς σημαίνει η γενική βούληση του λαού εκφρασμένη στο δημοψηφισματικό όχι.
Η στιγμή του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος είναι κυριολεκτικά μια κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, μια στάση μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος∙ κατάσταση έκτακτης ανάγκης εδώ
σημαίνει ότι η πολιτική κοινότητα απαντά με αυτό το δημοψήφισμα στο μείζον
ζήτημα κάθε πολιτικής κοινότητας: στην
ορμή για αυτοσυντήρηση.
Εάν
μαζί με τον Χομπς εικάσουμε ότι είναι ο φόβος του θανάτου που συνενώνει τους
ανθρώπους σε μια πολιτική κοινότητα, σαν το κράτος-έθνος, τότε ασφαλώς δεν
μπορούμε να πούμε ότι οι ίδιοι άνθρωποι αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν ξεπερνώντας
τον φόβο του θανάτου. Αντιθέτως, εκείνο το οποίο υποθέτουμε είναι ότι το
ξεπέρασμα του φόβου σχετίζεται με τη φυσική ορμή για αυτοσυντήρηση. Σε αντιδιαστολή
με τον φόβο του θανάτου που είναι αυστηρά συγκινησιακή και ενστικτική
αντίδραση, η ορμή για αυτοσυντήρηση συνεπάγεται την έλλογη πλευρά της φυσικής
συγκρότησης του ανθρώπου, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν στη σφαίρα της πολιτικής
όχι ένα αφηρημένο και άρα ιδεαλιστικό κατασκεύασμα μα τον διαλεκτικό συσχετισμό
των δυνάμεων στην κίνησή τους, τις σχέσεις ισχύος μεταξύ όσων μετέχουν στην
πολιτική ως μονάδες και σύνολα.
Με
βάση αυτήν ακριβώς τη διαλεκτική αποτίμηση οφείλει να κινείται ο ηγεμόνας, για
να θυμηθούμε τον Μακιαβέλλι, και άρα η ηγεμονική πολιτική. Μια ηγεμονική
πολιτική χρειάζεται να χαμηλώσει το ύψος του σκοπού για να επιτύχει τον σκοπό.
Στο κινούμενο προσκήνιο και παρασκήνιο όσων διαδραματίζονται τις μέρες αυτές η
ορμή για αυτοσυντήρηση δηλωμένη κυριαρχικά με το δημοψηφισματικό όχι παραμένει
το διακύβευμα.
Man Ray, Lee Miller, 1930, αργυροτυπία,
μεταγενέστερη εκτύπωση, Ιδιωτική συλλογή
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου