28/6/15

Διανοούμενοι και εξουσία

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Εισήγηση στην ημερίδα «Στέφανος Ροζάνης. Στους δρόμους της Φιλοσοφίας, του Ρομαντισμού, της Λογοτεχνίας», που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες μέρες στο Νέο Ηράκλειο

Με τον Στέφανο Ροζάνη ξεκινήσαμε πριν από τριάντα περίπου χρόνια ένα διάλογο όσον αφορά τη δημόσια εικόνα μας ως διανοουμένων. Αναφέρομαι σ’ ένα συμπόσιο με θέμα τον ρόλο των διανοουμένων, όπου ο Ροζάνης κατέθεσε την κριτική του για τον διανοούμενο ως παραγωγό ιδεών, ενώ εγώ από την πλευρά μου αναφέρθηκα στο τέλος των διανοουμένων. Χρειάζεται εδώ να διευκρινίσω ότι αυτού του είδους η δημόσια αυτογνωσία, μια και αμφότεροι τοποθετούμε τον εαυτό μας στο animal intellectualis, δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση που κοινοποιείται, δηλαδή δεν βγάζουμε τ’ άπλυτά μας στη φόρα, αφού η εικόνα του δημόσιου εαυτού που έχουμε δημιουργήσει αλληλεπιδρά με την κοσμοεικόνα την οποία ασπαζόμαστε. Πρόκειται στην κυριολεξία για έναν αναστοχασμό, ένα στοχασμό για όσα στοχαζόμαστε, κι ως εκ τούτου μικρόκοσμος και μακρόκοσμος επιδεικνύουν μια αμοιβαιότητα δομών, ώστε η προσωπική ιδιοσυγκρασία να επικαθορίζει τη δημόσια τοποθέτηση του διανοούμενου, το σύνολο των δημόσιων παρεμβάσεων ενός εκάστου, την ολότητα του προσφερόμενου σε δημόσια θέα εαυτού.
Έτσι, η πρόσφατη εκδοτική χειρονομία του Στέφανου με τίτλο Διανοούμενοι και νεωτερικότητα (εκδόσεις Εξάρχεια), μου δίνει την ευκαιρία να ρίξω φως στο σύνολο της πνευματικής του παραγωγής, από τη δική μου οπτική γωνία. Στόχος μου είναι από το επιμέρους να συλλάβω το καθολικό στη σκέψη του Ροζάνη, πράγμα διόλου ανέφικτο, αφού το όλο εμπεριέχεται στο καθ’ έκαστον με μια διαλεκτική που επιτρέψτε μου να την παρομοιάσω μ’ εκείνη ενός κατεργασμένου πολυεδρικού διαμαντιού. Η ταυτότητά μας διαμορφώνεται σε μια τέτοια οδυνηρή καλλιέργεια ζωής. Ένας ακατέργαστος πολύτιμος λίθος, ή παραμένει ακατέργαστος ή, μέσα από τα ποικίλα τραύματα που θα υποστεί, μια και η κάθε λογής κατεργασία είναι αλληλουχία τραυμάτων, διαμορφώνεται σ’ ένα πολυεδρικό σχήμα, όπου η εκάστοτε έδρα καθιστά ορατή την ολότητά του. Προσωπική μου αίσθηση, και δεν χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη αίσθηση όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια, είναι ότι από όποια οπτική γωνία κι αν κοιτάξουμε το έργο του Ροζάνη θα έχουμε προ των οφθαλμών μας το ρομαντικό πρόταγμα. Αυτό το πρόταγμα γίνεται ορατό και στη θεώρησή του για τη διανοητική παραγωγή.

Ο διανοούμενος ως παραγωγός ιδεών, όπως το θέτει ο Ροζάνης, αυτομάτως μας οδηγεί στην παραγωγική διαδικασία και στη μαρξική στροφή από τη vita contemplativa στη vita activα, στην ανατίμηση της εμπειρίας και της υλικής παραγωγής σε σχέση με την πνευματική. Πρόκειται για μια ριζική αντιστροφή της αξιολογικής κλίμακας, η οποία ασφαλώς δεν πραγματοποιείται εν κενώ αλλά έχουν ήδη διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις της, τόσο με τις πολιτικές επαναστάσεις μα και τη βιομηχανική επανάσταση. Σ’ αυτή τη συνάφεια, η ιδιομορφία της γερμανικής επανάστασης, με την οποία καταπιάνεται ο Μαρξ, είναι όπως ο ίδιος επισημαίνει ότι συντελείται στη σφαίρα του πνεύματος. Τί ακριβώς σημαίνει αυτό; Και μάλιστα πώς συνδέεται με την περίφημη θέση για τον Φώυερμπαχ, σύμφωνα με την οποία «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα ερμήνευαν τον κόσμο αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε»; Εάν, όπως δηλώνει κατηγορηματικά ο Ροζάνης, οι ιδέες είναι παραγωγή ψευδαισθήσεων, τότε γιατί να μην υποθέσουμε ότι και οι μαρξικές ιδέες είναι μια τέτοιας λογής ψευδαίσθηση, που δεν υπερβαίνεται με τη στροφή του Μαρξ στην ανακάλυψη των νόμων της πολιτικής οικονομίας;
Για να δώσω μια επιτροχάδην απάντηση, θα αναφερθώ στο δεύτερο κύμα της νεοτερικότητας (Λέο Στράους) και στον προπάτορα του ρομαντισμού, τον Ρουσσώ. Για τον 17ο αιώνα η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον θεό. Ο Καρτέσιος, ο Μαλμπράνς, ο Σπινόζα κι ο Λάιμπνιτζ -οι οποίοι ανήκουν στο πρώτο κύμα της νεοτερικότητας-, δεν μπορούν να αποσπαστούν από τη σφαίρα της ενατένισης, από τη σφαίρα της καθαρής θεωρίας, εφόσον η αλήθεια δεν βρίσκεται στην ανθρώπινη βούληση αλλά στην υπακοή των εντολών του Θεού και στη γνώση τους μέσω της θεωρίας. Ο 18ος αιώνας κι ο διαφωτισμός επιφυλάσσουν μια διαφορετική θέση για τον θεό της φυσικής θρησκείας. Κριτήριο της τελευταίας είναι κατά πόσον συμβάλλει στην ηθική. Στον Ρουσσώ η γνώση (του θεού) δεν επιτρέπεται να αξιώνει το απόλυτο πρωτείο. Στο βασίλειο των πνευματικών αξιών, το προνόμιο αυτό ανήκει στην ηθική βούληση. Στην ανθρώπινη κοινωνία, η διαμόρφωση του κόσμου με τη βούληση προηγείται από τη γνώση. Ωστόσο, η κοινωνία δεν είναι ηθική. Η ανηθικότητα απορρέει από την ανισότητα των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, από το γεγονός ότι η αρετή έχει γίνει χρησιμοθηρική, ο καλύτερος τρόπος για την αυτοσυντήρηση. Η νομιμότητα στην κοινωνία ευνοεί τους πλούσιους. (Ας θυμηθούμε τον Ανατόλ Φρανς,  όταν λέει πως η νομική ισότητα δίνει εξ ίσου το δικαίωμα σε πλούσιους και φτωχούς να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες).
Ωστόσο, το φυσικό δικαίωμα της αυτοσυντήρησης υποδηλοί το δικαίωμα του καθένα να κρίνει για τα μέσα της αυτοσυντήρησης. Οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, διαθέτουν όλοι εξ ίσου τον Λόγο, και άρα την κρίση για τη δημιουργία των νόμων της κοινωνίας. Επειδή δεν κρίνουν όλοι, η κοινωνία είναι ανήθικη. Ο Ρουσσώ προτρέπει τους ανθρώπους να αλλοτριωθούν, να εγκαταλείψουν τη σφαίρα των ιδιωτικών τους υποθέσεων και να γίνουν ηθικοί πολίτες, δηλαδή να παράγουν εκείνοι τους νόμους. Η γενική βούληση του Ρουσσώ είναι η απαλλοτρίωση της ιδιωτικής βούλησης, και άρα της ιδιωτικής εξουσίας, μέσα στη γενική. Θα πρέπει όμως να έχουμε υπ’ όψιν ότι η ανθρώπινη ευτυχία είναι αδύνατη μέσα στην κοινωνία. Ο ηθικός άνθρωπος δεν είναι κι ευτυχισμένος. Η ευτυχία του ανέμελου φυσικού ανθρώπου θα πρέπει να αναζητηθεί εκτός της κοινωνίας ή στο περιθώριό της. Ευτυχισμένος είναι ο μοναχικός περιπατητής του Ρουσσώ ή οι μποέμ.
Αυτή τη βουλησιαρχική θεώρηση του Ρουσσώ παραλαμβάνει ο Καντ, η δεύτερη σπουδαία, γερμανική πηγή του ρομαντισμού, για να την ενσωματώσει στη δική του «κοπερνίκεια επανάσταση», η οποία συνδυάζει και συνάμα υπερβαίνει τη σκέψη του Ρουσσώ και του Χιουμ. Ο Χιουμ απέδειξε ότι η αρχή της αιτιότητας δεν αποδεικνύεται όπως οι μαθηματικές αλήθειες, ή μια γενίκευση από την εμπειρία. Για να δικαιολογήσουμε την αρχή της αιτιότητας, πρέπει να αναθεωρήσουμε την παραδοσιακή σχέση του θεωρητικού και του πρακτικού (ηθικού) Λόγου. Ενώ παραδοσιακά ο θεωρητικός Λόγος είναι ανώτερος από τον πρακτικό, ο Καντ προϋποθέτει την προτεραιότητα του πρακτικού. Αυτό οφείλεται στην ανακάλυψη της αυθορμησίας της κατανόησης. Η αυθορμησία είναι παραγωγική και όχι αντιληπτική. Δεν αντιλαμβάνεται παθητικά τους νόμους της φύσης αλλά αποδίδει νόμους στη φύση. Μ’ άλλα λόγια, η ουσία του ανθρώπου είναι η παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα του νου προϋποθέτει τη συνεργασία με την κατ’ αίσθηση αντίληψη, όπως συμβαίνει με την παραγωγή νόμων βάσει πειραμάτων. Μέσω νόμων και σχηματισμού μορφών που προβάλλονται από τον νου, ο κόσμος εμφανίζεται διατεταγμένος και πραγματικός.
Αυτή είναι η παραγωγικότητα την οποία παραλαμβάνει ο ρομαντισμός και ο νεαρός Μαρξ, για να τη μεταφέρει ευφυώς από τη σφαίρα της παραγωγής νόμων στη σφαίρα των νόμων της υλικής παραγωγής. Με αυτήν τη μετατόπιση, η κριτική των νόμων της πολιτικής οικονομίας γίνεται κριτική της αλλοτριωμένης εργασίας, της αλλότριας παραγωγής νόμων, η οποία μπορεί να αντικατασταθεί από άλλους νόμους υλικής παραγωγής. Ο διανοούμενος λοιπόν, ως παραγωγός ιδεών, του Στέφανου Ροζάνη, εδώ έχει την πρωταρχική του πηγή. Ωστόσο ο Ροζάνης δεν σταματά σ’ αυτό το σημείο. Διαπιστώνει ότι οι ίδιες οι ιδέες έχουν μια ψευδαισθησιακή βάση, παραισθησιακή θα έλεγα εγώ, και άρα ο διανοούμενος είναι δημιουργός παραισθήσεων. Ο φαινομενικός κόσμος τον οποίο συλλαμβάνουμε μέσω της κατανόησης –της παραγωγικότητας- και της κατ’ αίσθηση αντίληψης είναι υπ’ αυτήν την έννοια παραισθητικός. Η διευρυμένη έννοια της ιδεολογίας, όπως τη θέτει ο Μάνχαϊμ, και η φαινομενολογία, μας βοηθούν να εμβαθύνουμε σε τούτη την ανθρώπινη παραίσθηση, που δημιουργεί την εκάστοτε ανθρώπινη ταυτότητα: Αυτό που είναι υπαρκτό μπορεί ποτέ να μην το γνωρίσουμε γνωρίζουμε όμως ότι κάτι είναι πραγματικό. Αυτό εξαρτάται από την ανθρώπινη απόβλεψη, από το τί επιλέγουμε μέσα από το πλήθος των αισθητηριακών δεδομένων για να του δώσουμε μορφή.
Όταν ο Ρουσσώ μιλά για τη γενική βούληση, δεν τον απασχολεί κατά πόσον αυτή είναι κάτι υπαρκτό. Τον απασχολεί η σχέση που δημιουργείται, το εμείς έτσι θέλουμε. Ο Σολωμός λέει «ό,τι είναι εθνικό είναι αληθινό». Δεν τον απασχολεί κατά πόσον το ελληνικό έθνος είναι κάτι το υπαρκτό, αλλά ότι είναι μια πραγματικότητα που εμείς δημιουργούμε και η αλήθεια των αποφάνσεών μας εξαρτάται από το κατά πόσον συμπίπτει με το εθνικό εμείς.
Εάν θα θέλαμε να ορίσουμε τον ρομαντισμό, θα τον ορίζαμε σαν μια φαινομενολογία της παραίσθησης, και το υποκείμενό του, τον ρομαντικό διανοούμενο, σαν δημιουργό ή παραγωγό παραισθήσεων, ήγουν νόμων στη σφαίρα της πολιτικής και μορφών στη σφαίρα της αισθητικής. Αυτή είναι η δημιουργία εκ του μηδενός, από το χάος, η τάξη ή η ανατροπή μιας τάξης για τη δημιουργία μιας άλλης. Στη Φιλοσοφία της αποκάλυψης (εκδόσεις Ψυχογιός) ο Ροζάνης συνδιαλέγεται μ’ αυτήν ακριβώς τη δημιουργικότητα της ρομαντικής φιλοσοφίας, και δη με τον Σέλλινγκ. Εδώ γίνεται φανερή η σχέση εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, οπόταν η εκάστοτε εξαντικειμενίκευση θεωρείται ως μια αλλοτρίωση του εαυτού, από την οποία το δημιουργικό υποκείμενο αποξενώνεται ευθύς αμέσως μετά τη δημιουργία της μορφής. Αυτή η διάσχιση του υποκειμένου και του αντικειμένου, είναι η διαρκής αγωνία του ρομαντικού δημιουργού, από την οποία αναδύεται το πρόταγμα ενός αρμονικού τέλους. Αυτό το τέλος προσδιορίζεται σαν ενότητα με τη φύση, σαν διαρκής αναζήτηση ενός γκράαλ, ενός έρωτα που παραμένει πάντοτε ανεκπλήρωτος στη ζωή, όπως χαρακτηριστικά γίνεται φανερός στους τροβαδούρους του μεσαίωνα και στην εξιδανίκευση κάποιας δεσποσύνης που τελικά ταυτίζεται με την παρθένο του χριστιανισμού. Στη Ρομαντική εξέγερση (εκδόσεις Ύψιλον) ο Ροζάνης λέει ότι ο ρομαντισμός στράφηκε στον χριστιανικό μεσαίωνα, και ειδικά στις αιρέσεις του, για να σχηματίσει το πρόταγμά του. Αυτή η στροφή στο μυθικό παρελθόν θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της αναζήτησης της αρμονίας, της συμφιλίωσης με τη φύση, μια κι εκεί, στο μυθικό παρελθόν, ο άνθρωπος βρίσκεται πιο κοντά στη φύση του, στο ζωικό στοιχείο. Πράγματι στον μύθο, στο βιολογικό κέντρο του ανθρώπου το ζωικό στοιχείο είναι ακόμα ζωντανό. Ας θυμηθούμε απλά και μόνον τον μύθο του ουρανού που τρώει τα παιδιά του. Οι άνθρωποι ασφαλώς δεν τρώνε τα παιδιά τους ωστόσο στη φύση συναντάμε αντίστοιχα φαινόμενα, όταν το αρσενικό ζώο τρώει τα παιδιά του.
Σε κάθε περίπτωση, στον ρομαντισμό η αρμονία με τη φύση ταυτίζεται με την επίλυση των αντιφάσεων κι όχι με τη διαλεκτική ενότητά τους μέσα στην κοινωνία. Και η επίλυση των αντιφάσεων, η τελική αρμονία, μας φέρνει στον νου το φροϋδικό ένστικτο του θανάτου. Η ζωή είναι αντιθέσεις και αγώνας. Η αρμονία, η εξάλειψη των αντιθέσεων και των αντιφάσεων, έχει ως πραγματικότητα τον θάνατο. Ας θυμηθούμε εδώ τον «Έρωτα και ραδιουργία» του Σίλλερ, όπου η σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών απαιτήσεων του αυταρχικού πατέρα και του έρωτα ανάμεσα στον γιο και τη φτωχή κοπέλα, την Ελοΐζα, λύνεται με τον θάνατο. Ή τον «Βέρθερο» του Γκαίτε, όπου η δέσμευση της νέας της απαγορεύει να τον αγαπά. Η ειρήνη και η εκπλήρωση έρχεται κι εδώ με τον θάνατο.
Ο ρομαντισμός άνοιξε μια βαθιά άβυσσο μεταξύ ορθολογικής κοινωνίας και φύσης, απ’ όπου αφυπνίστηκαν και αναδύθηκαν τέρατα. Όσοι κοίταξαν σ’ αυτήν την άβυσσο, δύσκολα βρήκαν το δρόμο της επιστροφής. Ο Νίτσε έλεγε πως αν κοιτάξεις για πολύ ώρα την άβυσσο, στο τέλος η άβυσσος θα κοιτάξει εσένα. Με το δόγμα της αιώνιας επιστροφής, θέλησε να απαλλάξει τον δυτικό άνθρωπο από την κατάπτωση του χριστιανισμού.
Εάν κάτι ίσαμε και σήμερα παραμένει ζωντανό από αυτή την ανυπέρβλητη άβυσσο, στη σφαίρα της πολιτικής, είναι ότι πίσω από την αφηρημένη ορθολογικότητα του συστήματος κοχλάζουν ανορθολογικές δυνάμεις έτοιμες να εκραγούν. Στον απόηχο της αιώνιας επιστροφής εμφανίζεται ο πολυθεϊσμός των αξιών, γύρω από τις οποίες διεξάγεται ένας αγώνας για τη δεσμευτική ερμηνεία τους.

Ήδη όμως μ’ αυτήν την νύξη ανοίγω ένα ακόμα κεφάλαιο για συζήτηση, μέσα από την πληθώρα όσων ζητημάτων προκύπτουν στο διάλογο με τον Στέφανο Ροζάνη. 

Νίκος Δραγούμης, Η οροσειρά Λεζ Αλπίν, Σαιν- Ρεμύ, Προβηγκία, μολύβι και μελάνι, 22,5 x 27,5 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: