Η φτώχεια κάπως αντέχεται, η μιζέρια δεν υποφέρεται
Νίκος
Δραγούμης, Μελέτη για τον Κήπο του
Λουξεμβούργου, μολύβι και μελάνι, 9 x 22 εκ.
|
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Όλο αυτό το διάστημα, η δίνη των πολιτικών εξελίξεων, όπως
μεσολαβήθηκε από τις ψυχοφθόρες διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς», ανέδειξε ως
υπαρκτή, έστω και απευκταία, την πιθανότητα η χώρα να βρεθεί εκτός ευρώ από
«ατύχημα», όχι γιατί η κυβέρνησή μας το επεδίωξε ή ολιγώρησε, αλλά γιατί υπήρχαν,
και συνεχίζουν να υπάρχουν, υπέρογκες, και
μεταξύ τους ασύμβατες, επιδιώξεις από την πλευρά των δανειστών, και, επιπλέον,
γιατί στην (παγκόσμια) «κοινωνία της διακινδύνευσης» δεν μπορεί να ελεγχθούν
επαρκώς οι εξελίξεις διά της πολιτικής βούλησης.
Αυτό το διάστημα, και πολύ περισσότερο τις τελευταίες μέρες, νομίζω
πως οι περισσότεροι από εμάς σκέφτηκαν, έστω για μια στιγμή, την κοινωνία και
τον εαυτό τους σε μια συνθήκη εκτός ευρώ. Μια εικόνα αυτόχρημα ζοφερή, αν και κανείς
δεν μπορεί να υπολογίσει επακριβώς τις οικονομικές παραμέτρους − ούτε εγώ άλλωστε
είμαι οικονομολόγος για να τις φωτίσω εναργέστερα.
Εκτός όμως από την «αντικειμενική συνθήκη» που συνεπάγεται η πορεία
της χώρας εκτός ευρώ, εκτός από τους αντικειμενικούς προσδιορισμούς που επισύρει
στη ζωή όλων μας, υπάρχει και η «υποκειμενική παράμετρος», δηλαδή ο τρόπος που
η κοινωνία θα βιώσει μια τέτοια κατάσταση, απ’ τον οποίο τρόπο εξαρτάται αν η
ζωή του καθενός μας θα είναι βιώσιμη ή μέχρι απελπισίας αφόρητη.
Το πώς αντιδρούν οι κοινωνίες και οι άνθρωποι σε παρόμοιες καταστάσεις
έχει περιγραφεί δεόντως, και αντιστοίχως, από την ιστοριογραφία και την
ψυχανάλυση: άρνηση της πραγματικότητας, μετάθεση, απαξίωση του «άλλου», ή και
ταύτισή του με το απόλυτο κακό, υπερβατική υπεραξίωση του συλλογικού και
ατομικού «εγώ».
Ήδη, είχαμε και έχουμε αρκετά τέτοια, πρώτα δείγματα αυτής της κοινωνικής
αντίληψης και μαζικής ψυχολογίας στον δημόσιο λόγο, ακόμα και από θεσμικά
υπεύθυνα χείλη. Αντί όμως να αναφερθώ σε παραδείγματα, περιπλέκοντας ίσως την
κατάσταση, θα ανασύρω ένα παλαιό πρωτοσέλιδο από τον αθλητικό Τύπο.
Την εποχή λοιπόν που η ομάδα μπάσκετ του Άρη μεσουρανούσε σε Ελλάδα
και Ευρώπη, με τον Νίκο Γκάλη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη όντας από τους
κορυφαίους ευρωπαίους μπασκετμπολίστες, βγήκε ένα πρωτοσέλιδο της οπαδικής
εφημερίδας της ΑΕΚ, με υπέρτιτλο «Πάμε για πρωτάθλημα» και κύριο τίτλο «Ποιος
Γκάλης; ο Γκέκος! Ποιος Γιαννάκης; ο Παταβούκας!». Συμπαθείς αυτοί οι δύο
παίχτες της ΑΕΚ, όμως η μπασκετική τους δεξιότητα δεν είχε καμιά σχέση με τους
δύο αστέρες του Άρη, με αποτέλεσμα ο τίτλος του πρωταθλητή να καταλήξει για μια
ακόμη χρονιά στη Θεσσαλονίκη, ενώ η μπασκετική ΑΕΚ, μη αντέχοντας αυτή τη
(διαρκή) πραγματικότητα, σύντομα παραδόθηκε στα χέρια του «σωτήρα» Ψωμιάδη,
ώστε επιτέλους να «μεγαλουργήσει»... Όντως, η μιζέρια είναι που δεν αντέχεται,
και η μαζική ψυχολογία συχνά προσφεύγει σε μίζερες φαντασιώσεις για να
αναπληρώσει τη δυσβάσταχτη πραγματικότητα, με σχεδόν βέβαιη κατάληξη την
τραγωδία.
«Ποιος Μπετόβεν; ο Καλομοίρης! Ποιος Σίλλερ; ο Σικελιανός! Ποιος
Γκαίτε; ο Μακρυγιάννης!». Και, ίσως, να φθάσουμε μέχρις εκεί: «Ποιος Μπλανσό; ο
Βέλτσος!». Αυτή θα είναι η αντίστοιχη μαζική ψυχολογία, σε συνθήκες αδιεξόδου,
αίσθησης μειονεξίας και μιζέριας.
Τη φτώχεια η νεοελληνική κοινωνία τη γνωρίζει καλά, ως μνήμη αλλά και
ως πραγματικότητα, αρκετοί μάλιστα από εμάς την έζησαν στα παιδικά τους χρόνια
ή τη ζουν σήμερα ιδιαίτερα έντονα. Υποφέρουν, αλλά την κάνουν κάπως υποφερτή,
προσφεύγοντας σε πράγματα της ζωής: μικροχαρές και μικρολύπες∙ του πολιτισμού:
ένα τραγούδι ή μια εκδήλωση∙ της τέχνης: μια ταινία ή ένα ποίημα.
Η μιζέρια, με τη συνακόλουθη επίκληση κούφιων μεγαλείων, είναι που δεν
αντέχεται, γιατί μας καταργεί και μας διαλύει, ως κοινωνία πολιτισμένη, με
συγκεκριμένη ιστορικότητα, ως σκεπτόμενους ανθρώπους, με κουλτούρα και
αυτογνωσία. Η μιζέρια μάς δίνει βορά στην ανοησία. Και μια τέτοια ζωή είναι απολύτως
αβίωτη.
Όχι μόνο με δραχμή, αλλά και εντός ευρώ, αφού το ίδιο δίλημμα τίθεται:
η δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα που συνεπάγεται οποιαδήποτε συμφωνία με τους
δανειστές, πώς θα αντιμετωπιστεί;
Με μια αντίληψη αγωνιστικού, κινηματικού δημοκρατισμού, και κεντρικό
αίτημα να μοιράσουμε δίκαια τη φτώχεια μας; Αυτή είναι μια αριστερή απάντηση.
Ή με κυρίαρχο το αίσθημα της εθνικής μειονεξίας, που για να
ικανοποιηθεί χρειάζεται την εξιδανίκευση χαμένων παραδείσων και την επίκληση
των πεπρωμένων του ελληνισμού, αφήνοντας βέβαια άθικτες τις κοινωνικές σχέσεις,
δομές και παθολογίες; Αυτή είναι μια συντηρητική, δεξιά απάντηση.
Η δραχμή λοιπόν είναι
εδώ, ακόμη και εντός του ευρώ. Είναι εδώ, ως ιδεολογία της μιζέριας. Ως
«αυθόρμητη» κοινωνική ιδεολογία, αλλά και ως προσφερόμενη, από κυνικούς
πολιτευτές. Και, δυστυχώς, είναι γνωστό πως η νεοελληνική κοινωνία, στο
μεγαλύτερο διάστημα των 200 ετών της διαδρομής της, τράφηκε κυρίως με
ιδεολογία, όχι με ψωμί – πάντα με την αφελή βεβαιότητα ότι μεγαλουργεί...
Όμως, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Κώστας Βάρναλης, ο
Κώστας Καρυωτάκης, ο Νικόλαος Κάλας, και τόσοι άλλοι, έστω κι αν υφίστανται,
ακόμη και σήμερα, βίαιες και «εθνωφελείς» παραναγνώσεις και απωθήσεις, συνιστούν
μια παράλληλη, ευρωπαϊκή νεοελληνική πραγματικότητα, αποτελούν
ισχυρά ερείσματα για να ακουμπήσει κανείς πάνω τους, και κάπως ν’ ανασάνει,
μέσα στην κρίση. Γιατί έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: επέλεξαν ως έργο τους
την απηνή κριτική της νεοελληνικής μιζέριας, νοηματοδότησαν μια χειραφετημένη στάση
και συμμετοχή στο εκάστοτε ιστορικό παρόν.
Ο καθείς επιλέγει το δρόμο του, και τη ζωή που τον εκφράζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου