21/6/15

Ανάμεσα στο χοϊκό και στο αέρινο

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Νίκος Κεσσανλής, Νο14, υγρή εμουλσιόν σε καμβά, 180 x 180 εκ.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, Αναπολόγητος στις κούνιες, ντάλα μεσημέρι. Είκοσι ένα συν ένα ποιήματα, εκδόσεις Το Ροδακιό, σελ. 40

Από την εποχή που ο Δημήτρης Χουλιαράκης δημοσίευσε τα Μαύρα μέταλα του πόθου (1985) και τη Σουπέργκα περιμένει (1987) άρχισε να σχηματίζεται στην ποίησή του ένα είδος τελετουργικής αλληγορίας, πυρήνας της οποίας ήταν και είναι το μοιραίο και το τετελεσμένο, ιδωμένα όμως με μια σχεδόν φωτεινή ιλαρότητα και διαύγεια, χωρίς τα πένθιμα και βαριά της μετασεφερικής μελαγχολίας. Το αντίθετο μάλιστα, με την φαινομενικά ανάλαφρη αφήγηση μικροϊστοριών όπου ανατρέπονται άρδην τα συνήθη της λογικής (ο χαρούμενος θάνατος των πιλότων στον Ειρηνικό, το  αστραπιαίο αισθησιακό σκίρτημα όταν ο περιηγητής βλέπει με θαυμασμό μια οχιά πάνω σε πέτρα, στο Άγιο Όρος, η μαγική μεταμόρφωση δυο πήλινων πουλιών που γίνονται πετούμενα στα χέρια του μικρού Ιησού) ο ποιητής ανυψώνει μια κατάσταση άδολου λυρισμού, σχεδόν παιδικής αθωότητας, που συνοδεύει την ύπαρξη με όνειρα και χαρές, μεταδίδοντάς της έναν βαθύ ενθουσιασμό ακόμα και στην ύστατη στιγμή της! Εξάπτοντας την περιέργεια αλλά όχι το φόβο της για τον χρόνο και για τα όρια της ζωής.
Δύσκολο να θυμηθώ από μνήμης κάποιο ποιητικό έργο με τα στωικά χαρακτηριστικά του Χουλιαράκη -μπορεί λίγο συγγενές, να είναι αυτό του Γιάννη Δούκα-, ιδίως με αυτή την εκπληκτική, ειρωνική έλλειψη αιφνιδιασμού του για το ανοίκειο. Κράμα ρομαντικής συγκίνησης και ενός κάπως παλαιϊκού κοσμοπολιτισμού, αλλά παραταύτα γοητευτικού, είναι ένας νοσταλγός του αρχέγονου και του αρχαϊκού, κάτι που φαίνεται ακόμα και στη διαχρονία της γλώσσας του. Δοξάζει σαν επιγραμματοποιός των ελληνιστικών χρόνων την πηγαία ομορφιά και τον πόθο που ανθίζουν στα ερωτογενή σημεία μιας γυναίκας, στις γραμμές ενός αγάλματος, είτε στην ικεσία της Αρσινόης, ίσως της βασίλισσας που έζησε την πτολεμαϊκή εποχή, προς τη Σελήνη. Και από την άλλη, παρατηρεί στα «ταπεινά» που τυχαίνουν γύρω του και προβάλλει με έναν ήρεμο, στοχαστικό τρόπο, την άφευκτη φθορά της ζωής.

Αυτή η διπλή «εστίαση» της ποιητικής ματιάς και της φαντασίας, στο θάνατο και στη ζωή, στο φωτεινό και στο σκοτεινό, διατρέχει σαν ένα μοιραίο παιχνίδι όλο το έργο του Χουλιαράκη. Του προσφέρει τη δυνατότητα να ενώνει σαν ζεύγος αδιάσπαστο το γέλιο και τον θρήνο ή το κλασικό αγαλματώδες με το σάρκινο. Από εδώ και ο ιδιότυπος ερωτισμός ετούτης της λυρικής και έντονα παραμυθητικής ποίησης, καθώς οι σπουδές θανάτου των ποιημάτων δεν μνημειώνουν την καταστροφή και τη φθορά αλλά απλώς δείχνουν το πόσο εύκολο είναι το πέρασμα από το εδώ στο εκεί ή το πόσο συνυπάρχουν το εδώ και το εκεί. Όχι μόνο από τη ζωή στο θάνατο, αλλά και αντίστροφα.
Επιπλέον, κι αυτό μαρτυρείται επίσης σε όλο το χρονικό εύρος του έργου του, τα πρόσωπα που την κατοικούν, συνήθως πρόσωπα του μύθου και της ιστορίας, περσόνες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αρχαίες θεότητες ή φυσιογνωμίες ηγετικές, έχουν όλες τους κάτι το μαγικά διφυές και οριακό, είναι χοϊκές και αέρινες, του παρόντος και του παρελθόντος, ζουν σε μια κατάσταση αείχρονης ρευστότητας, σ΄ ένα όνειρο, και τούτο χάρις στην ποιητική ενόραση όπου με τη δική της «λογική» τα πάντα μπορούν και συμβιώνουν.  Ο κόμης Καποδίστριας, ο Όλιβερ Τουίστ, ο Πήτερ Παν, η Μαίρη Πόπινς. Να η Φωτεινή και η Μαρκέλλα, δυο κορίτσια στην αρχαία Αίγιλα, στο ακρωτήριο Ταίναρο, που προς στιγμήν μας δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να είναι πλάσματα που ξεπηδούν από τη φαντασία, έτοιμα  να συνεχίσουν τη ζωή τους από εκεί που την άφησαν. Και η Νουτ, μια γλυπτή, λίθινη αιγυπτιακή θεότητα που συνεχίζει ή ξαναρχίζει τη ζωή της μέσα στον γεμάτο πάθος ερωτικό ρεμβασμό του επισκέπτη του μουσείου: «Καιγόμουν και πεθύμησα να γείρω/ στη δροσερή σου αγκάλη από πέτρα σκαλιστή/ μα εσύ τρεμόπαιξες τα βλέφαρα και μου ’πες: ‘Όχι καλέ μου, δεν έφτασε ακόμα η στιγμή....’ [...] Θα καρτερώ να ’ρθεις και να με πάρεις/ στους κόσμους τους τρανούς που εξουσιάζεις/ απάνω μου να σκύψεις και να σβήσεις/ την ύστερή μου ανάσα και πνοή» (σ. 9). Κάτι ανάλογο υποθέτω ότι συμβαίνει και με το λυρικό ποίημα, «Ο καλός σύντροφος», του γερμανού ρομαντικού Λούντβιγκ Ούλαντ (1787-1862), που μ’ αυτό κλείνει τη συλλογή των εικοσιενός ποιημάτων του ο Δημήτρης Χουλιαράκης. Ο Ούλαντ, στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα, ήταν από τους αγαπητούς στους γερμανομαθείς μεταφραστές, ανάμεσά τους στον Λορέντσο Μαβίλη. Και πράγματι το ανάλαφρα δραματικό αυτό ποίημα, μελοποιημένο από τον Φρειδερίκο Σίλλερ, αν και βρίσκεται κοντά στον ηρωικό ρομαντισμό του 18ου αιώνα, αποκλίνει από αυτόν, αφού συνδυάζει το πένθος του στρατιώτη ο οποίος αναπολεί τον εν όπλοις νεκρό σύντροφό του και την ευφρόσυνη διάθεσή του, αφού του εύχεται με τον θάνατό του να είναι καλοτάξιδος για την αιώνια ζωή.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: