21/6/15

Πίσω από τη φωνή του αφηγητή

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΓΑΝΟΥ

Νίκος Κεσσανλής, Νο107, υγρή εμουλσιόν σε καμβά, 183 x 182 εκ.


ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Οι λησμονημένοι, δύο νουβέλες, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 309
                       
Ο ποιητής Θανάσης Χατζόπουλος στην ωριμότητά του, ύστερα από δεκατρείς ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία για την ποιητική του, δοκιμάζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία με τις δύο νουβέλες του Οι λησμονημένοι. Το πέρασμα αυτό ήταν προσβάσιμο για τον ποιητή, αφού μας είχε ήδη δώσει δοκιμιακά βιβλία και ποικίλα μελετήματα. Θέλω να πω ότι το έδαφος της πεζογραφίας του ήταν ως ένα σημείο τουλάχιστον, οικείο. Η άσκηση όμως στον επιστημονικό και το δοκιμιακό λόγο που αποτελούσε γι’ αυτόν εφόδιο, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη δοκιμή και τη δοκιμασία του στην πεζογραφία. Συμβαίνει όμως και το αντίθετο: η πεζογραφία του, όπως άλλωστε και η ποίησή του, ποτίζεται από την επιστημονική ματιά του ερευνητή και τη ροπή του προς το στοχασμό.
Έτσι οι δύο νουβέλες, Αννιώ και Αργύρης, μπορούν να χαρακτηριστούν από τον τρόπο με τον οποίο τις δομεί ο συγγραφέας τους ως λογοτεχνικά δοκίμια που συγγενεύουν με το bildungsroman, το ψυχολογικό μυθιστόρημα. Μυθιστόρημα, γιατί οι νουβέλες έχουν μεγάλη έκταση –εκατόν πενήντα χοντρικά σελίδες η κάθε μία– και εκθέτουν τη ζωή των ηρώων τους από τη γέννησή τους ως το θάνατο, οπότε και τελειώνουν. Η δομή τους είναι κλειστή. Είναι αναμενόμενο να συναντήσει κανείς κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο νουβέλες. Όχι μόνο δομικά και εκφραστικά, αλλά και εσωτερικά. Οι ήρωες για παράδειγμα είναι προβληματικοί. Γεννιούνται, μεγαλώνουν και πεθαίνουν και οι δύο, όπως συνάγεται από τα συμφραζόμενα, στο ίδιο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον.

Οι συνθήκες της ζωής τους είναι λίγο πολύ ίδιες. Είναι πρόσωπα περιθωριακά, αποσυνάγωγα. Δεν είναι όμως απόβλητοι, αν και ο Αργύρης γνώρισε τη δοκιμασία του bullying στα παιδικά του χρόνια: «Ανάμεσα σε παράπονα άλλωστε και χούγια συνήθιζε αραιά πυκνά να βρίσκεται ήδη από τότε. Και δεν ξεχώριζε εχθρούς και φίλους παρά από τον τόνο της φωνής που του απευθυνόταν, όχι από το περιεχόμενο. Οι δυνατές φωνές, ο θυμός, η μομφή, η λοιδορία είχαν την απόχρωση της έχθρας. Το παράπονο, η κλητική εντολή, η χαμηλή φωνή, η επίκληση, το κάλεσμα ήταν ο τόνος της φιλίας που άνθιζε όταν βρισκόταν σε μέρη που δεν αποτελούσε εύκολο στόχο ή δεν τον απόπαιρναν απλώς και μόνον επειδή βρισκόταν εκεί […]. Από τότε κυρίως που είχε αρχίσει να εμφανίζεται στην αγορά αναζητώντας ως ισότιμος το εύλογο της παρουσίας του, αυτή η ίδια παρουσία γινόταν στόχος επιθέσεων. Αυτή ήταν το αδίκημα που διέπραττε για όσους δεν ανέχτηκαν ποτέ […] το είδωλο κανενός διαφορετικού» (σελ. 184).
Ο Αργύρης, μόλις έχασε τη μάνα του σε ηλικία πέντε ετών και ανέλαβε τις φροντίδες του η αδελφή του Ματούλα, εκδήλωσε ξαφνικά μια αρρώστια: «…η αρρώστια […] έτσι όπως ξεκίνησε […] δίχως έντονα συμπτώματα με το αγόρι να χάνεται και να αφαιρείται στα καλά του καθουμένου και να μη λέει να συνεφέρει όσο κι αν το ταρακουνούσες ή του μίλαγες […] ο Αργύρης έφτασε να χάνεται σε λιποθυμίες από τις οποίες αργούσε να συνέλθει» (σελ. 180). Και όταν μεγάλωσε το παιδί αντιμετώπιζε προβλήματα σχετικά με την κινητικότητά του που τον ταλαιπωρούσε ως τον τάφο: «Η κινητικότητα του Αργύρη ήταν μια ιδιότητα προς εξερεύνηση. Δεν επρόκειτο για νηφάλια αντίδραση στα ερεθίσματα. Ήταν ένα είδος κίνησης που είχε την ιδιοπροσωπεία της ενέργειας των κινητήρων του. Καθώς λυνόταν η φαινομενικά κηρώδης ακαμψία, τα μέλη έμπαιναν σε μια κινητικότητα που άγγιζε μεμιάς και αιφνιδίως το μέγιστο της ταχύτητάς της. Δεν ήταν μεγάλη, αλλά και σαν να μην υπήρχε ενδιάμεση επιτάχυνση» (σελ. 172).
Πίσω από τη φράση «η κινητικότητα του Αργύρη ήταν μια ιδιότητα προς διερεύνηση» βρίσκεται ο ψυχίατρος που ερευνά την επίδραση των ψυχικών αιτίων στις σωματικές αναπηρίες. Στο παραπάνω απόσπασμα έχουμε μια επιστημονική, μια ιατρική ερμηνεία του φαινομένου. Οι βίοι των δύο αντιηρώων είναι παράλληλοι. Βιώνουν ανάλογες καταστάσεις περιθωριοποίησης λόγω της διαφορετικότητας. Ο συγγραφέας παρατηρεί τα δύο πρόσωπα, την Αννιώ και τον Αργύρη, από την παιδική τους ηλικία, τότε που εκδηλώνεται η ανικανότητα προσαρμογής τους στο κοινωνικό περιβάλλον όπου ζουν. Για την Αννιώ η αδυναμία αυτή που εκδηλώνεται στην παιδική ηλικία επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου, όταν έχασε τη μητέρα της, οπότε αποκόπηκε εντελώς από το ανθρώπινο περιβάλλον και βυθίστηκε στη μοναξιά και στην αναζήτηση και συλλογή μέσα από σκουπίδια πεταμένων και άχρηστων αντικειμένων. Για την Αννιώ ο συγγραφέας γράφει: «Ήταν άγαρμπη. Κινήσεις αιφνιδιαστικές και βίαιες εν αιθρία, γεγονός που τους προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερη βιαιότητα, σαν να είχαν κάτι από την κοψιά πολεμιστών χρόνια ασκημένων σε μια τέχνη που τώρα ήταν η στιγμή να την εφαρμόσουν» (σελ. 14).
Η Αννιώ καιροφυλακτούσε για να αρπάξει αιφνιδιαστικά τις σχολικές τσάντες των μαθητών: «Άρπαζε την τσάντα από το χερούλι με λαβή στέρεη και σταθερή σαν μέγγενη και την κρατούσε με όλη της τη δύναμη μέχρι να την αποσπάσει. Κι όταν το κατάφερνε, πράγμα σύνηθες, την έπαιρνε στην αγκαλιά της κι άρχιζε να τη χαϊδεύει με τον πιο τρυφερό τρόπο, με την πιο αγιάτρευτη νοσταλγία για κάτι που δεν είχε ζήσει ποτέ. Αφού το Αννιώ δεν είχε διαβεί ποτέ την πόρτα του σχολείου» (σελ. 15).
Η παραλληλία του βίου των δύο αντιηρώων φαίνεται και στην εξιστόρηση του θανάτου τους. Ο θάνατος τους βρήκε κάτω από διαφορετικές συνθήκες, περισσότερο ή λιγότερο τραγικές, μέσα στη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Η Αννιώ μετά το θάνατο της μητέρας της που την κρατούσε στη ζωή εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη και ζούσε συντροφιά με ένα σκυλί σε πρόχειρη καλύβα που κατασκεύασε η ίδια στις όχθες μιας ρεματιάς. Μια νύχτα ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή πνίγηκε παρασυρμένη από το ρέμα. «Το ρέμα παρέσερνε ό,τι έβρισκε εμπρός του σε μια καθαρτήρια ορμή η οποία θα τα άφηνε πάλι όλα εκεί όταν το νερό θα αποχωρούσε. Αφού πάλεψε να κρατηθεί από μια ρίζα, αφέθηκε στη δύναμη του στοιχείου. Εκείνο την πήρε μαζί με τα υπόλοιπα κουφάρια που έσερνε στο διάβα του και την κουτρουβάλιασε μέσα στην ύλη του σαν να ήθελε να την αφομοιώσει. Πνίγηκε πριν να το καταλάβει […]. Δεν ήταν παρά ένα κουφάρι ανάμεσα σε τόσα, μέσα σ’ έναν σκουπιδότοπο, μέσα στον κήπο της φύσης […]. Το σώμα που παρέλαβε ο μπάρμπα Ταξίαρχος για να το πλύνει με κρασί και να το ντύσει όπως έπρεπε, ευωδίαζε σκίνο και λυγαριά. Είχε επίσης το άρωμα του κρύου νερού που έχουν όλοι όσοι πνίγονται σε γλυκά νερά». Ο Αργύρης πέθανε από το ψύχος και την ασιτία στο παλιό σπίτι όπου έμενε μόνος: «Έτσι σαν πέτρα τον παράχωσαν, την ημέρα της κηδείας. Όλα ήταν στη θέση τους. Το στενό συγγενικό περιβάλλον […]. Ο υπέργηρος παπα-Ντώνης που δεν βρήκε λόγο να πει έξω από εκείνα που όριζε η λειτουργία του. Όλοι κύλησαν στην έξοδο από το νεκροταφείο, στην πλαγιά, όπως κυλούν οι πέτρες, αφήνοντας ξωπίσω τους μια θαμμένη πέτρα».
Αυτοί οι περιθωριακοί και αποσυνάγωγοι αντιήρωες βρήκαν έναν θάνατο που ταίριαζε με τη ζωή τους. Και τους τύλιξε, αφήνει ο αφηγητής να εννοηθεί, η παντοτινή αφάνεια και η λήθη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην πρώτη πεζογραφική δοκιμή του Θ.Χ., εκτός από την τεχνική, κυρίως το είδος και η ποιότητα της φωνής του αφηγητή. Η τεχνική είναι απλή, χωρίς συχνές αναδρομές και πλοκή στις ιστορίες. Και οι δύο αρχίζουν in medias res και ακολούθως μια σύντομη αναδρομή συμπληρώνει το προηγούμενο χρονικό διάστημα ως τη γέννηση των προσώπων. Στη συνέχεια η αφήγηση με μια κανονική χρονική εξέλιξη αναφέρεται στην ετερότητα, στην περιθωριοποίηση και στην απουσία προσαρμογής ως το θάνατό τους. Από την αρχή ως το τέλος μια μόνο αφηγηματική φωνή εξιστορεί τα καθέκαστα. Δεν παρεμβάλλονται, ούτε πλάγια, διάλογοι. Ο ένας και μοναδικός αφηγητής έχει αφομοιώσει τα πάντα. Απρόσωπος, παντογνώστης και «αντικειμενικός» αρκείται στη λεπτομερειακή παρατήρηση και καταγραφή. Κρατάει αποστάσεις από τα πρόσωπά του. Δεν είναι ίλεως απέναντί τους. Αυτά τα αισθήματα τα αφήνει για τον αναγνώστη του. Και, φυσικά, το κατορθώνει.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πίσω από τον αφηγητή του ο συγγραφέας παρακολουθεί δύο παθολογικές, κλινικές περιπτώσεις, σε ένα περιβάλλον το οποίο σε σμίκρυνση είναι ένας χώρος κατάλληλος για παρατηρήσεις αντιδράσεων και πειραματισμούς. Πίσω από τον αφηγητή λανθάνει ο γιατρός που επιχειρεί να διαγνώσει συμπτώματα και να τα ερμηνεύσει. Για τον Αργύρη για παράδειγμα γράφει κάπου: «Έφταιγε λοιπόν η σύφιλη του παππού για τις αύρες του εγγονού, πολύ περισσότερο που ο παππούς την είχε αρπάξει σε βόρεια κλίματα και ο εγγονός έπασχε από ξαφνικούς και επίμονους βόρειους ανέμους που σου παγώνουν το κεφάλι και σου καθηλώνουν τον νου». Ο λόγος του είναι ο φυσικός, χωρίς επιτήδευση, λόγος ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, με ανάμεικτους τύπους καθαρεύουσας και δημοτικής, πλούσιος και κατάλληλος για τις προθέσεις του συγγραφέα. Το λεξιλόγιο και οι περιγραφές παραπέμπουν σε συγκεκριμένο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, αυτό της καταγωγής του συγγραφέα. Η συνεχής μονότονη αφήγηση στους Λησμονημένους χωρίς κομπιάσματα και διακοπές δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι οι δυο παράλληλες ιστορίες τραβάνε σε μάκρος και δε φαίνεται να τελειώνουν. Γι’ αυτό και επισπεύδεται ο θάνατος των προσώπων, ιδίως του Αργύρη, για να κλείσουν οι ιστορίες. Έχουμε, λοιπόν, μια αργή και αδιάκοπη ροή, όχι της συνείδησης, αλλά γεγονότων και λεπτομερειών, σημαντικών ή ασήμαντων αδιάφορο. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο συμπλέκεται ο παραδοσιακός ρεαλισμός με ένα σύνδρομο μοντερνισμού.

Ο Γιώργος Δ. Παγανός είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: