21/6/15

Σαν σινιάλο

ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Νίκος Κεσσανλής, Νο242, υγρή εμουλσιόν σε καμβά, 123 x 131 εκ.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΜΗΛΑΚΗΣ, Η Αρχαιολογία και οι Αισθήσεις. Βίωμα, μνήμη και συν-κίνηση, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 265

Οι θεωρητικοί της αισθητηριακότητας επικαλούνται ποικίλες  πρακτικές για να παρουσιάσουν τις βασικές τους ιδέες. Το περπάτημα στην εξοχή, το «σουλάτσο» του Flaner στην πόλη, η περιπλάνηση του ψυχογεωγράφου είναι οι συνηθέστερες! Ο ποντισμός, η εμβάπτιση, η κατάδυση, είναι ο απόλυτος τρόπος που προσομοιάζει στην έννοια του ολικού βυθίσματος σ΄ ένα αισθητηριακό πεδίο υγρό.
Ήμουν ακόμη «βρεγμένος ως το κόκκαλο», «λούτσα», από την τελευταία κατάδυση στα σκοτεινά νερά της Αμβρακίας και του  Σχεδίου με τον λατινικό τίτλο «Αquis Submersus», που σημαίνει «στο νερό βυθισμένος», πνιγμένος κυριολεκτικά… Όταν ο φίλος από τα παλιά Γ. Νικολόπουλος των εκδόσεων του 21ου με κάλεσε για την παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Χαμηλάκη, «ομοϊδεάτη στα περί υγρότητας» όπως προκύπτει από την ανάγνωση (σελίδα 228)... Ειρήσθω εν παρόδω, ότι το να είσαι «ξενέρωτος», έξω απ’ το νερό, στεγνός «απ’ έξω και από μέσα», είναι υποτιμητικό. Η λαϊκή έκφραση υπονοεί τον απαθή, τον στεγνό, τον διανοούμενο θύμα της αποσυνδεδεμένης γνώσης και ενός ευφυισμού κλπ. κλπ
Γνώριζα την ύπαρξη του Γ. Χαμηλάκη από της αναφορές της φίλης Τζόυς Χάρη των «Μικρογεωγραφιών» και από την Ελεάνα Γιαλούρη των «Φωνών». Ιδιαιτέρως γνώριζα την σκέψη του και το σχέδιό του από το βιβλίο Το Έθνος και τα Ερείπιά του, όπου η Αρχαιολογία και η αρχαιολογία ως ιδεολογία καθίσταται ηγεμονική στην οντολογία της Νεοελληνικότητας και των μορφών ζωής. Όμως, όσον αφορά το καινούργιο του βιβλίο, με τίτλο Η Αρχαιολογία και οι Αισθήσεις (βίωμα-μνήμη-συγκίνηση) η ανάγνωσή  του είναι αποκαλυπτική!

Δεν σας κρύβω ότι στη θέση της Αρχαιολογίας (δεν απέφυγα μια παρα-νάγνωση) έβλεπα Σύγχρονη Τέχνη, όχι βέβαια τυχαία αλλά από ένα προσίδιο ενδιαφέρον ως εικαστικός, αρκετά χρόνια τώρα εμπλεκόμενος στον αγώνα των ερμηνειών, των εκδοχών στη νεοελληνική Μοντερνιτέ, και διάγοντας μια μεταθεωρητική περίοδο, χωρίς διαφυγή από το Λογοθετικό-Γλωσσολογικό Παράδειγμα, που εν πολλοίς στηρίζεται  στη μεμονωμένη, αυτόνομη, ουδέτερη, σχεδόν ασώματη όραση-νοησιαρχική γνώση, έχω στρέψει τις ερμηνευτικές μου ελπίδες στις καλλιτεχνικές πρακτικές, στις πολιτιστικές μορφές, ως αυτές που μεταφέρουν το ισοδύναμο ασυνειδήτων μνημονικών ιχνών στην Εικονοθετική ικανότητα που έχει τη δυνατότητα να συντρίψει την κυρίαρχη ερμηνεία του παρελθόντος… του παρελθόντος ως εικονικής διάστασης του παρόντος, η οποία μπορεί να «συμβεί» ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Εδώ λοιπόν, σε αυτό ακριβώς το σημείο, τοποθετώ το ραντεβού με το βιβλίο του Γ. Χαμηλάκη, εγκωμιάζοντας το εμπειρικό, το συγκεκριμένο, τους πολυαισθητηριακούς τρόπους τού Είναι και της Παρεύρεσής του στον Κόσμο, που μας καθιστά συνοδοιπόρους όλους εμάς, δυστυχώς ολίγους, που με το έργο μας επιμένουμε στη συνύφανση υλικότητας και αισθητηριακής δράσης, αλλά και συγκινητικής αλληλεπίδρασης, υπερασπιστικής έναντι των ηγεμονικών «αισθητικών καθεστώτων» που παράγουν «αισθητικές αδικίες». Τα διανοήματά του γεννούν την ελπίδα ότι μπορούμε να εντοπίσουμε εναλλακτικούς αισθητηριακούς κόσμους, περιοχές στη Νεοελληνικότητά μας, που υπονομεύουν την πολιτιστική (αποπραγματοποιημένη) αναισθησία, που παρότι ενδύεται με αισθητικές, φορμαλιστικές περιβολές παραμένει «ξενέρωτη».
Υπάρχουν μόνο Εικόνες, εικόνες των οποίων η ίδια η πολυπλοκότητα (είτε υφίσταται ως σύγκρουση είτε ως συνενοχή) αντιστέκονται σε κάθε σύνθεση. Οι εικόνες είναι περιορισμένες να λειτουργήσουν ως πρότυπα πράξεων (B. Flusser).
Μια πιστοποίηση εμφάνισης του «πολιτικού», έγκειται κατά βάθος στη δυνατότητα να εικονοθετούμε, στους τρόπους που το φαντασιακό μας εικονοθετεί, στους τρόπους που κάνουμε αισθητούς, ορατούς τους τρόπους του ποιείν και του εκφράζεσθαι των ανθρώπων∙ ως αραίωση του πολιτικού εννοείται η εξύμνηση του ίδιου, του αιωνίως ίδιου, του μηρυκασμού, η αδυναμία να κάνουμε, να παράγουμε εικόνες «για να τρίβουμε τα μάτια» όπως έλεγε ο φιλόσοφος, εικόνες που «κάνουν τις καρδιές μας να χτυπούν».
Όλη η συζήτηση έως τώρα, περί των εκδοχών της Νεοελληνικότητας ως ελληνική εκδοχή της MODERNITE, αυτού του συνοθυλεύματος των πιο αντιφατικών υλικών (αρχαιολογία, ρομαντισμός, πρωτοπορίες, χειραφετήσεις κοινωνικές, εθνικισμοί, αφαιρέσεις, ριζοσπαστισμός, επιτελέσεις) διεξάγεται με παλαιοευρωπαϊκούς όρους, όρους Δυισμού, Εσωτερικότητας, εξωτερικότητας, υποκειμενικότητας- αντικειμενικότητας, ως να υπήρχε ένα μονοθέσιο, Αρχιμήδειο σημείο, ένα  Εκτός, όπου ο κάθε συμμετέχων, ο κάθε ομιλητής, ως ιμπρεσιονιστής  παράδοξος, θα μπορούσε να περιγράψει ανεπηρέαστος, απαθής! Περιγραφές του τύπου Εγώ-Εσύ, Εμείς-Αυτοί, ο Βαλκάνιος, ο Ευρωπαίος, ο Μεσογειακός, ο Βόρειος, ο Τοπικός, ο Διεθνής, κλπ, είναι ατελέσφορες, αποδεικνύονται ατελέσφορες.
Ο βασικός στοχασμός, ο πυρήνας του βιβλίου του Γ. Χαμηλάκη είναι η υιοθέτηση του πλαισίου της πολυαισθητηριακότητας ως πολυαισθητικού πεδίου! Αντί να εκλαμβάνουμε τις αισθήσεις σαν περιοχές που εμπεριέχουν εξωτερικά ερεθίσματα, προς εσωτερική επεξεργασία  του μηχανισμού Σώμα, εγκαθιδρύουμε το αισθητηριακό πεδίο ...που μας εγκαθιδρύει ταυτόχρονα!
Η στιγμή είναι καίρια! Καθοριστική! Αλλιώς: Μια αισθητηριακή εμπνευσμένη Τέχνη «καταργεί» τον δυαδισμό υποκειμένου-αντικειμένου, εσωτερικότητας/εξωτερικότητας, όχι μόνο αποδεχόμενη τις ροές, τις σχέσεις, τις συνυφάνσεις, συνάψεις ανθρώπων, πραγμάτων αισθημάτων, τόπων και χρόνων, «ζώντων και τεθνεώτων», αλλά μεταφέρει τη συζήτηση στο αισθητηριακό πεδίο, όπου ο δρων γίνεται επιτελεστής. Αυτή η εδώ και τώρα, τότε και πάντα, εμπλοκή έρχεται σε ρήξη με τη γραμμικότητα, την αιτιοκρατία της δυτικής νεωτερικότητας (όχι όλης) και την sensorium που απορρέει από αυτή. Είναι μια μετάβαση από τη σωματικότητα στην αισθητηριακότητα.
Θα όριζα την κρίση του νεοελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής κοινωνίας ως μια αντιμαχία της ανάγκης για παρουσία – ως παράστασης ενάντια στην ανάγκη για αναπαράσταση, για μηρυκασμό του «πάντοτε ιδίου», που ορίζεται, εκφέρεται ιδεολογικά, ως η προτεραιότητα της ανα-παράστασης έναντι του βιώματος. Αναφέρομαι σε μία ανα-παράσταση που δεν εκλαμβάνει τη λειτουργία του παρελθόντος ως Επίκληση παροντική αλλά πενθεί για το άλλοτε, το «έκλαμπρο άλλοτε», μια ανα-παράσταση η οποία περιφρονεί ως ποταπές τις ταπεινές μορφές ζωής, ελλείψει μεγαλείου και εκλάμπρυνσης: εννοώ την «κοινωνική βρωμιά», του παρία, του μετανάστη, του εχθρού, του ξένου, του φτωχού, του ηττημένου, του ανθρώπου που δεν τα βγάζει πέρα, του ανώνυμου, του σκοτεινού, του αφανούς, του αόρατου, του θύματος.
Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να τιμήσει κανείς τη μνήμη των ανωνύμων, των αφανών, παρά των επιφανών. Ο Γ. Χαμηλάκης είναι ένας ευαίσθητος εξερευνητής των καταλοίπων, των αισθημάτων, των χειρονομιών, των βιογραφιών, των Μικρολογιών, όπως θα έλεγε ο φιλόσοφος που αγαπάμε, εκεί που οι ασθητηριακοί ηγεμόνες, οι κομφορμιστές της αποσιώπησης ρίχνουν ομίχλη «αορατότητας», στις μικρές, τις ελάσσονες σκηνές, στις βιογραφίες, στις τοπικές κουλτούρες. Αυτή του η αγωνία δεν είναι ευκαιριακή, είναι διαρκής, σύμφυτη πλέον. Είναι ένα καθήκον του!
Για να κλείσω κάπως ποιητικά όπως άρχισα, θα έλεγα ότι το έργο του Γ. Χαμηλάκη, ένα αντι-φώς, μια πυγολαμπίδα, για να θυμηθώ τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι και «τα κουρσάρικα γραπτά» του, φωτίζει έστω και αμυδρά, σαν σινιάλο, την ερεβώδη νεοελληνική νύχτα, τη γεμάτη ελπίδα.

Ο Πάνος Χαραλάμπους είναι εικαστικός καλλιτέχνης και πρύτανης της ΑΣΚΤ  

Δεν υπάρχουν σχόλια: