ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Το έχω εδώ και καιρό επισημάνει ότι ο
Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ένας από τους ελάχιστους νέους ποιητές που τα
τελευταία δεκαπέντε χρόνια πασχίζει να διατηρεί ανοιχτή γραμμή συνεχούς
επικοινωνίας με τη νεοελληνική πνευματική παράδοση· με παλαιότερους δημιουργούς
-στην συντριπτική τους πλειονότητα ποιητές- που την αιμοδότησαν, αλλά και με
νεότερους -κάποιους συνοδοιπόρους του- εκλιπόντες -όπως λ.χ. ο Ηλ. Λάγιος-
απέναντι στους οποίους αισθάνεται την ηθική υποχρέωση να πληρώσει το κενό της
απουσίας τους με σπαράγματα του κατατεθειμένου λόγου τους, διαπερασμένα από την
αύρα του επίγειου περάσματός τους, καθώς και από ριπές συγκίνησης που προκάλεσαν
στον ίδιο για το πάθος και τη συνέπεια με την οποία εξέτισαν τη ζωή τους και
πραγμάτωσαν το έργο τους.
Θα
έλεγε κανείς ότι διακατέχεται μονίμως από μιαν ενδιάθετη αφιερωματική, ανταποκριτική,
συζητητική, στις/με σημαντικές μορφές της τέχνης και του λόγου. Απόδειξη η Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι (2008), το
δοξαστικό μοιρολόγι για τον Παπαδιαμάντη Κρούσμα
(2011), όπου αναπτύσσει τον λόγο του με σύμβολα, ονόματα και τόπους από τη ζωή
και το έργο του μεγάλου σκιαθίτη, το Κρυπτόλεξο
(2013), με δεκατέσσερα σονέτα που χαρακτηρίστηκαν από την κριτική ως το
καλύτερο δοξαστικό μοιρολόγι για τον Παπαδιαμάντη και, βέβαια, το περί ου ο
λόγος βιβλίο, τα ποιήματα του οποίου αποτελούν νηφάλια συγκινητικές αναφορές σε
δημιουργούς ενός ευρέως χρονικού και καλλιτεχνικού-υφολογικού φάσματος,
αρχίζοντας από τον Σολωμό και καταλήγοντας στον Ηλία Λάγιο, με ενδιάμεσους
σταθμούς τον Βιζυηνό, τον Μητσάκη, τον Φιλύρα, τον Μαντελστάμ, τον Εγγονόπουλο,
τον Χρήστο Μπράβο, τον Καρούζο και τον Ρίτσο.
Ο
Κοσμόπουλος, «σαν να μην του φτάνουν οι ζωντανοί», προκειμένου να «προχωρήσει
παρακάτω», βρίσκεται σε έναν διαρκή, ατέρμονο διάλογο με παλαιούς, νέους και
νεότερους -υπό την προϋπόθεση ότι είναι καθαγιασμένοι δια του θανάτου-πνευματικούς
δημιουργούς που αισθάνεται ότι ανταποκρίνονται -ο καθένας με τον τρόπο του και
με τα λάφυρα-δώρα που κομίζει της εποχής του- στο δικό του ποιητικό και
ευρύτερα νοούμενο πνευματικό όραμα. Συζητά μαζί τους θεωρώντας τους εκπροσώπους
μιας ζωντανής και ενιαίας παράδοσης, στους κόλπους της οποίας το παλαιό και το
καινούριο συνυπάρχουν αρμονικά, παρά τις κατά καιρούς παρατηρούμενες -κάποτε θορυβώδεις-
συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις και ρήξεις που, σε τελευταία ανάλυση, άλλο δεν
κάνουν από το να επιβεβαιώνουν την τεράστια αφομοιωτική της δύναμη και,
εντέλει, την αδιαφιλονίκητη ενότητά της.
Συζητά,
λοιπόν, με τους πεθαμένους, προσδοκώντας να τον «αρμηνέψουν» με τον λόγο τους
και με το δίδαγμα της σύντομης και δύσβατης -για τους περισσότερους- ζωής τους·
δημιουργεί μαζί τους σχέση αγάπης και μαθητείας –μία σχέση διαρκώς ανατροφοδοτούμενη,
αναθερμαινόμενη και ανανεωνόμενη, ανάλογα με την κρατούσα -ποιητική και
συναισθηματική- θερμοκρασία στο εκάστοτε σημείο «συνάντησής» του με το έργο και
τον βίο των αγαπημένων του δασκάλων ή συνοδοιπόρων. Κι έτσι, «συζητώντας» μαζί
τους, με πλήρη επίγνωση του ψευδεπίγραφου των αιτημάτων της επικαιρότητας και
της επίβουλης υποκατάστασης του αυθεντικού από το φτηνό 0μοίωμα, μετέρχεται τρόπους,
οικειοποιείται λόγια, σιωπές και χειρονομίες τους, χρησιμοποιεί σύμβολα,
ονόματα και τόπους σημαδιακούς για το έργο και τον βίο τους, εμπλουτίζοντας το
υπέδαφος και σταθεροποιώντας το έδαφος της δικής του ποίησης. Συνδυάζοντας,
κατά τρόπο ποιητικά δραστικό, άκρως αποτελεσματικό, στο πεδίο του μοντερνισμού
-στο οποίο σημειωτέον κινείται με εντυπωσιακή άνεση- το παλαιό με το καινούριο,
υποτάσσοντας το κάποτε έκρυθμο, συχνά δαιμονικό στοιχείο που τον
διακατέχει, στις επιταγές ενός λόγου
μετρικά δομημένου και στην εσωτερική, ενδιάθετη τάση του να ρυθμολογήσει τις
ιδέες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής
και κριτικός λογοτεχνίας
Χρώματα, 2010-2011, μικτή τεχνική σε καμβά, 200 x 220 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου