ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Ζωγραφίζοντας, 2010, μικτή τεχνική σε καμβά, 220 x 200 εκ. |
ΣΤΑΘΗΣ
ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ, Στιγμιότυπα του σώματος,
εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 45
Το
ποίημα «Η φούγκα», ένα σπονδυλωτό, με διαδοχικά μέρη ποίημα του Στάθη Κουτσούνη
(γ. 1959) που υποτίθεται ότι ακολουθεί την τυπική διαδοχή των μελών της
σχετικής μουσικής σύνθεσης (πρελούδιο, επεισόδια και τέλος), ανοίγει με τις
εξής εικόνες, οι οποίες θα έλεγα πως ακινητοποιούν το βλέμμα του αναγνώστη πάνω
στην κορυφαία για τον ποιητή διαπίστωση: « Ποτάμι το σώμα/ κι ένας αόρατος
φωτογράφος / τραβάει στιγμιότυπα της ροής» (σ. 13). Ανεξάρτητα από το ότι η
διαπίστωση αυτή αποτελεί απάντηση στον υποθετικό διάλογο με τη φράση του Μάρκου
Αυρηλίου, «Πάντα τα μεν του σώματος ποταμός», φράση που ο Κουτσούνης της έδωσε
την περίοπτη θέση ενός αξιωματικού αποσπάσματος ή μιας προοιμιακής ειδοποίησης
στην είσοδο της συλλογής του, θα έλεγα πως συγκεντρώνει (όπως θα δούμε και
αμέσως έπειτα) τουλάχιστον δυο από τα ειδοποιά στοιχεία του στίγματός του: τη
ζεύξη των εννοιών χρόνος και φθορά και το θέμα του διαρκώς μεταβαλλόμενου που
αποτελεί μια από τις πάγιες, ηθικές βεβαιότητες του ποιητή. Στα Στιγμιότυπα
του σώματος, θα έλεγα ότι υπάρχουν αρκετά ποιήματα-παγίδες που μας
ξεγελούν, καθώς μας κάνουν να πιστεύουμε ότι γράφτηκαν απλώς για να περιγράψουν
τα καθέκαστα του ιδιωτικού βίου του. Ποιήματα τέτοια κατεξοχήν είναι τα ερωτικά
ή πάντως τα σχετικά με το κορμί, καθώς νομίζω ότι εστιάζοντας στο σώμα ο
Κουτσούνης συχνότατα, αν όχι πάντα,
μελετά άλλα πράγματα, όπως την αίσθηση του χρόνου, της φθοράς, του θανάτου. Στο
ποίημα που ακολουθεί, τη «Γυάλα» (σ. 29), ένα ποίημα οντολογικού, κατεξοχήν
στωϊκού στοχασμού, η φαντασία του προχωρά σε μια από τις πολλές της μεταθέσεις
ή μεταμορφώσεις, αλληγορώντας όμως με προφανή στόχο να σχολιάσει την κατάσταση
του σύγχρονου πολλαπλά εγκλωβισμένου ανθρώπου.
Η ύπαρξη έχει περάσει εδώ στο
σώμα ενός ψαριού της γυάλας που ο άλλος, έξω κόσμος που το περιβάλλει, μαζί με
τη «φυλακή» του, είναι ο κόσμος του θανάτου του. Κολυμπά λοιπόν γιατί μόνο αυτό
μπορεί να κάνει, αλλά γνωρίζει, ως ζωομορφική περσόνα του ποιητή, ότι το τέλος
του, το σπάσιμο του γυαλιού, η ασφυξία και ο θάνατος, είναι προγραμμένα:
κοιτάζω ολόγυρα/ ψάρι μες΄από τη γυάλα// ο κόσμος έξω
ακατανόητος/ ένα γυαλί το σύνορο/ και πως να ημερέψει το εύθραυστο/ όταν από
παντού καραδοκούν / χέρια και πέτρες// μα εγώ ξεγελιέμαι/ στου νερού τη
σιγουριά/ συνυπάρχοντας με τον άλλο κόσμο/ κι ας ξυπνάει εντός μου/ τον τρόμο
του αέρα/ έτσι που μ΄αγκαλιάζει απατηλά// απατηλά και σφιχτά /ολοένα και πιο
σφιχτά/ που θα σπάσει εξάπαντος το γυαλί
Μια
αξιοπρόσεκτη μελέτη θανάτου. Και τη λέω αξιοπρόσεκτη για δυο λόγους. Τον ένα
ευανάγνωστα εύλογο: διότι σ΄ αυτό το βιβλίο ορισμένα από τα ποιήματα του
Κουτσούνη, έτσι κι αλλιώς αναφέρονται απευθείας στον θάνατο. «Το σφύριγμα της
βάρκας μες στη νύχτα στα τρία» και «Τα κέρματα» (σ. 38-39) αποτελούν έναν ζυγισμένα δραματικό, αλλά και
με αναπαραστατική δεινότητα δίπτυχο διάλογο- ιδίως μάλιστα «Τα κέρματα» που
είναι μια μορφή αρχαιογνωστικής νέκυιας, καθώς σ΄αυτήν η περσόνα του ποιητή
βλέπει τον νεκρό πατέρα να έχει ανυψωθεί αλλά να μη φεύγει, να ψάχνει τις
τσέπες του όλος επιμονή, να διαπιστώνει
απελπισμένος ότι του σώθηκαν τα κέρματα, οι οβολοί για το πέρασμα της
Αχερουσίας προς τον `Αδη, και να ρωτάει τον γιο του αν έχει να του δώσει: «σώπασε
κι εξακολούθησε ατάραχος/ να ψαχουλεύει επίμονα τις τσέπες του/ ώσπου
θολωμένος/ με άδραξε απ΄το μπράτσο// γιε μου μού σώθηκαν όλα/ μήπως σου
βρίσκονται κέρματα για τα διόδια». Ο άλλος λόγος, λιγότερο ευανάγνωστος,
βρίσκεται στο ότι η ποίηση του Κουτσούνη,
σ΄αυτά τα διπλής όψεως ποιήματα, αισθησιακά και του θανάτου, δημιουργεί εκείνες
τις απαραίτητες αποστάσεις στωϊκού στοχασμού, ώστε να μην αρκεστεί ο αναγνώστης
στη συναισθηματική και μόνο επιφάνεια που δηλώνει το ποίημα, αλλά να προχωρήσει
στα πιο κάτω του, στα υπόρρητα, στα έγκατά του. Κατ΄αυτή την έννοια, στις
στιγμές πάθους ή στις στιγμές τρυφερότητας, οι συνειρμοί της φαντασίας κάνουν
τον ποιητή να παρομοιάζει το αγαπημένο ή το ερωτικό σώμα με λάσπη/χώμα, όπου κάποια
στιγμή επιστρέφει η ύπαρξη. Στη «Σωματογραφία 1» (σ. 15) διαβάζουμε: «χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου/ όπως το χέλι στη λάσπη», ενώ
στον «Κύκλο» (σ.41), ακόμα με μεγαλύτερη ενάργεια, η περσόνα του ποιητή αρχίζει
και νιώθει τη νοσταλγία της επιστροφής στην ανυπαρξία με τον πιο ευφάνταστο,
ίσως και καθ΄υπερβολήν τρόπο. `Αλλοτε, η μικρή του κόρη έβαζε στην κοιλιά της
τις κούκλες της, προσποιούμενη ότι είναι έγγυος. Τώρα που δεν παίζει πια με
κούκλες, «η κόρη μου μεγάλωσε/ κι εγώ ομολογώ / στο απαλό το χώμα της κοιλιάς
της/ λαχταρώ να χωθώ»...
Ασφαλώς
λέω κάτι το απολύτως αυτονόητο, επισημαίνοντας ότι τη σύγχρονη ποίηση δεν
γίνεται να τη διαβάζουμε μονότροπα. Ειδικότερα την ποίηση του Στάθη Κουτσούνη,
ακόμα κι αυτήν που μας παρασύρει να την προσεγγίσουμε μονοσήμαντα, προσφέροντάς
μας δήθεν τα κλειδιά της, νομίζω ότι πρέπει να την δούμε καλειδοσκοπικά, έτσι
όπως σχηματίζεται και ανασχηματίζεται, με υδραργυρική αστάθεια. Στις καλύτερες
στιγμές της, στα ποιήματα «Το πρώτο δώρο», «Η γυάλα», «Ο συνοδός», «Εν
αναμονή», «Ο κώδικας» όπως και στο δίπτυχο για τον πατέρα, είναι ποίηση εν παραβολαίς, σκηνοθετεί με άλλα λόγια ένα συμβάν,
ένα στιγμιότυπο, μια εικόνα, μιλώντας ουσιαστικά για κάτι άλλο πέραν του
προφανούς. Στο ποίημα «Κώδωνας» (σ. 33) λ.χ., η περσόνα του ποιητή
συσπειρώνεται στον εαυτό της, περιμένοντας να έρθει κάποιος ή κάτι. Ποιό είναι
αυτό ή τι είναι αυτό; `Ενα ερωτικό πρόσωπο που περιμένει με δέος και λαχτάρα;
`Ενα οικείο πρόσωπο; Κι αν είναι έτσι γιατί ο ποιητής λέει πως «περιμένει
ανίδεος»; Μήπως είναι το προμήνυμα μιας επίσκεψης που η σημασία της είναι οριακή
για τον ανθρώπο; Παραθέτω, κλείνοντας, ένα μεγαλύτερο τώρα απόσπασμα από το
ποίημα «Εν αναμονή», μήπως και γίνει λιγότερο αινιγματικός ο χαρακτήρας του:
«Από τώρα καλλωπίζομαι/ γιατί το ξέρω/ αιφνίδια θα έρθεις/ [...] Και πασχίζω
ανά πάσα στιγμή να ΄μαι έτοιμος// να καθρεφτίσω τον τρόμο μου/ στη στίλβη της
άδηλης όψης σου».
Ο
Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου