ΤΟΥ
ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
Κεφαλή χρυσού, 2012, λάδι σε καμβά 26 x 26 εκ. |
ΤΜΗΜΑ
ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΑΠΘ, Σκηνική
πράξη στο μεταπολεμικό θέατρο: Συνέχειες και ρήξεις, Διεθνές επιστημονικό
συνέδριο αφιερωμένο στον Νικηφόρο Παπανδρέου, Θεσσαλονίκη 30/9-3/10/2010,
Εκδόσεις ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 568
Σε
έναν άνθρωπο που έχει ταυτίσει τη ζωή και τη δράση του με τη θεατρική ζωή της
Θεσσαλονίκης, τον Νικηφόρο Παπανδρέου, είναι αφιερωμένος ο ανά χείρας τόμος,
που περιλαμβάνει τα πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε προς τιμήν
του το 2010, από το Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.
Ομότιμος,
πλέον, καθηγητής, δίδαξε θεατρολογία από το 1977, πρώτα στο Τμήμα Φιλολογίας
και από το 1992 στο Τμήμα Θεάτρου, ενώ παράλληλα, την περίοδο 1976-79 διηύθυνε
τη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος της εγκατάστασής
του στη Θεσσαλονίκη, μετά από πρόταση του Γ.Π. Σαββίδη, κατά την επιστροφή του
από το Παρίσι, όπου δίδασκε θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ.
Παράλληλα,
όμως, ο Ν. Παπανδρέου υπήρξε για περισσότερα από τριάντα χρόνια η «ψυχή» της
Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», του μακροβιότατου αυτού θεατρικού σχήματος
που διαμόρφωσε το θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, από το 1979 που ιδρύθηκε, ως
ένας «ανταγωνιστικός» πόλος απέναντι στη μονοκρατορία του ΚΘΒΕ. Στην
τριανταπεντάχρονη λειτουργία της, μέχρι το 2011 που έμεινε άστεγη (αλλ’ όχι και
ανενεργή), από τις τάξεις της πέρασαν πάνω από 100 ηθοποιοί, ενώ έφερε το κοινό της πόλης
σε επαφή με περισσότερα από 125 έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.
«Χώρο
ελευθερίας στη διαδικασία της καλλιτεχνικής λειτουργίας και, κυρίως, στη
δημιουργία σχέσεων μεταξύ των προσώπων που πάντα τον συγκροτούσαν» χαρακτήρισε
την Πειραματική στην ομιλία του στο συνέδριο αυτό ο Νίκος Χουρμουζιάδης, μια
ομιλία που ο ίδιος δεν πρόλαβε να διορθώσει και να δώσει προς δημοσίευση... Το μεγαλύτερο
επίτευγμα της Πειραματικής, έλεγε, ήταν η «απουσία στεγανότητας»: «τη θεωρία
ζωοποιεί η διείσδυση της πράξης, στην πράξη προσφέρει θεμέλια προβληματισμού η
θεωρία».
Ανάμεσα
σε αυτούς τους δύο πόλους, και ιδίως στα σημεία τομής τους, κινούνται οι
εισηγήσεις που περιλαμβάνονται στον τόμο Σκηνική
πράξη στο μεταπολεμικό θέατρο: Συνέχειες και ρήξεις, κείμενα κατατεθειμένα
από σημαντικούς θεατρολόγους, ερευνητές και πανεπιστημιακούς δασκάλους.
Οι
περίπου 45 εισηγήσεις που δημοσιεύονται εστιάζουν σε μια περίοδο σημαντικών
ανατροπών, κατά τη διάρκεια της οποίας η θεατρική κληρονομιά του πρώτου μισού
του 20ού αιώνα, δραματουργικά και παραστασιακά, έγινε αντικείμενο
προβληματισμού και έντονης αμφισβήτησης, ενώ νέες και συχνά επαναστατικές
πρακτικές πρότειναν καινούργιες αναγνώσεις των κειμένων, καινούργιες σκηνικές
προσεγγίσεις, καινούργιες δραματουργικές φόρμες, διαρρηγνύοντας κάθε πλαίσιο
που θα μπορούσε να θεωρηθεί περιοριστικό της θεατρικής πράξης.
Η
περίοδος αυτή εξετάζεται τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και, κυρίως, σε ό,τι αφορά
την ελληνική εμπειρία. Ανάμεσα στα κείμενα που δημοσιεύονται ξεχωρίζει,
αναμφίβολα, το ύστατο δημοσίευμα του Δημήτρη Σπάθη, με θέμα του την
καλλιτεχνική ανανέωση στην ελληνική σκηνή στην κρίσιμη δεκαετία που προηγείται
της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Το
ελληνικό θεατρικό τοπίο απασχολεί την πλειονότητα των ερευνητών στα κείμενά
τους, εκκινώντας από το θέατρο των κρατουμένων στη Μακρόνησο και φτάνοντας
μέχρι παραστάσεις των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα. Σε αυτό το χρονικό άνυσμα
έχουν τη δική τους θέση μελέτες για το Θέατρο Τέχνης του Καρολου Κουν και την
ανανεωτική του παρουσία στην ελληνική σκηνή, αλλά και οι προτάσεις σημαντικών
σκηνοθετών, από τον Πέλο Κατσέλη μέχρι τον Λευτέρη Βογιατζή.
Η
θεατρική κίνηση εκτός των τειχών της πρωτεύουσας απασχολεί αρκετούς μελετητές,
με ιδιαίτερη έμφαση, όπως είναι φυσικό, στη θεατρική δραστηριότητα στη
Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα εξετάζονται οι απόπειρες δραματοποίησης
πεζογραφικών, ποιητικών, αλλά και φιλοσοφικών κειμένων ή οι σύγχρονες
αναγνώσεις κλασικών κειμένων από νεότερους σκηνοθέτες και οι σκηνικές πρακτικές
που σηματοδοτούν τόσο ρήξεις όσο και συνέχειες με την προηγούμενη θεατρική
πρακτική.
Τέλος,
μία ενότητα αφιερώνεται στη θεατρική κριτική έτσι όπως έχει διαμορφωθεί και
ασκείται στην εποχή μας, δηλαδή στη σχέση της με τα ΜΜΕ, αφενός, αλλά και ως
έμπρακτη «κριτική» θεατών, ιδιαίτερα απέναντι σε αναγνώσεις αρχαίου δράματος,
που αποκαλύπτοντας κυρίαρχες ιδεολογικές στάσεις και πολιτισμικές δυσανεξίες
απέναντι στο διαφορετικό.
Όπως
είναι φυσικό για έναν τόμο πρακτικών, σε αυτόν περιλαμβάνονται κείμενα άνισα ως
προς το εύρος της απήχησής τους στους μελετητές, άλλα ευρύτερου και άλλα
ειδικότερου ενδιαφέροντος, ως σύνολο όμως αποτελεί μια εξαιρετικά χρήσιμη
συμβολή στη μελέτη των εξελίξεων στο σύγχρονο μεταπολεμικό ελληνικό θέατρο, που
απευθύνεται όχι μονάχα στους ειδικούς αλλά και στο ευρύτερο κοινό, αυτό που
συγκροτεί τον ιδεατό «επαρκή θεατή»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου