Από τη
συλλογή «Κουράζει η δουλειά»
Mi ha condotto a sentir la sua banda. Si siede in un angolo
Mi ha condotto a sentir la sua banda. Si siede in un angolo
e imbocca il clarino.
Comincia un baccano d’inferno.
Fuori,
un vento furioso e gli schiaffi, tra i lampi,
della
pioggia fan si′ che la luce vien tolta,
ogni
cinque minuti. Nel buio, le facce
danno
dentro stravolte, a suonare a memoria
un
ballabile. Energico, il povero amico
tiene
tutti, dal fondo. E il clarino si torce,
rompe il
chiasso sonoro, s’inoltra, si sfoga
come
un’anima sola, in un secco silenzio.
Questi
poveri ottoni son troppo sovente ammaccati:
contadine
le manic he stringono i tasti,
e le
fronti, caparbie, che guardano appena da terra.
Miserabile
sangue fiaccato, estenuato
dalle
troppe fatiche, si sente muggire
nelle
note e l’amico li guida a fatica,
lui che
ha le mani indurite a picchiare una mazza,
a menare
una pialla, a strapparsi la vita.
Καπνιστές χαρτιού
Με οδήγησε ν’ ακούσω την ορχήστρα του.
Κάθεται σε μια γωνιά
και
φέρνει στο στόμα το κλαρινέτο. Αρχίζει ένας διαολεμένος σαματάς.
Όξω, ο άνεμος που λυσσομανάει και τα
χαστούκια της βροχής,
ανάμεσα στις αστραπές, κάνουν να κόβεται το φως,
κάθε πέντε λεπτά. Στο σκοτάδι, τα πρόσωπα
τεντωμένα
να παίξουν από μνήμης προσπαθούν
κάτι χορευτικό. Δραστήριος ο φουκαράς ο
φίλος,
όλους τους διευθύνει, απ’ το βάθος. Και το
κλαρινέτο συστρέφεται,
στο πανδαιμόνιο κυριαρχεί, ανοίγει χώρο,
ξεσπάει
σε μια μοναχική ψυχή, σε μια στεγνή σιωπή.
Τούτα τα φτωχά χάλκινα πολύ συχνά τα
τσαλακώνουν:
ροζιασμένα τα χέρια που σφίγγουνε τα πλήκτρα
και τα μέτωπα - που πεισματάρικα γερμένα δε
λεν να σηκωθούνε.
Κακόμοιρο βασανισμένο αίμα, εξαντλημένο
από τους τόσους κόπους, ακούγεται το
μουγκρητό σου
μες στις νότες κι ο φίλος την ορχήστρα με
κόπο διευθύνει,
αυτός που σκλήρυναν τα χέρια του χτυπώντας τη
βαριά του,
σπρώχνοντας τη ροκάνα, βγάζοντας με το ζόρι
το ψωμί του.
(Μετάφραση
Φ. Γκ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου