5/4/15

Οι ζαβολιές του Κώστα

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Κέδρος» τα Άπαντα τα ποιητικά του Κώστα Βάρναλη (1884-1974), δηλαδή ως «συγκεντρωτική έκδοση» της ποίησής του και περιλαμβάνει τις έξι συλλογές που είχαν κυκλοφορήσει αυτοτελώς από τις ίδιες εκδόσεις – από τους Πυθμένες (1904) ώς τη μεταθανάτια Οργή λαού (1975) – καθώς και μία ανθολόγηση ποιημάτων που έκανε ο ίδιος ο ποιητής το 1956. Συγκρατώ από τους τελευταίους του στίχους (Οκτώβριος 1974) τον αναστοχασμό για την ποιητική του:
«Με πάθος την αλήθεια φανερώνω,
μα ποιος μ’ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά.
Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου»…
Θα μπορούσε πράγματι η συγκεντρωτική αυτή έκδοση να διαβαστεί σε ενιαία διπλή οθόνη, δηλαδή σε συσχετισμό με τις αισθητικές του επεξεργασίες για να διαφανούν έτσι πληρέστερα οι δίοδοι ποίησης και ποιητικής του Βάρναλη, ακόμη και για την ανάδειξη της χρονικής τους αντιστοίχησης και με στόχο την πλαισίωση της συνολικής του «αυτονεκρολογίας», όπως θα σημείωνε κι ο ίδιος.
Κατά την ολοκλήρωση της ιδεολογικής του «μεταστροφής» εμφανίζεται στο πε­δίο της λογοτεχνικής κριτικής και των θεωρητικών της προϋποθέσεων με το πο­λυ­συ­ζη­τημένο βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική και ιδίως με τις μικρότερες ερ­γα­σίες που δημοσιεύθηκαν στην Ανα­γέν­νηση και τη Νέα Εστία. Φυσικά εδώ θα μας απα­σχο­­λήσει όχι ο ποιητής αλλά ο αισθητικός Βάρνα­λης που για να θεμελιώσει τις ανα­λύ­σεις του ως κρι­τι­κός της λογοτεχνίας επεξεργάζεται τις θεωρητικές της αρχές στον φιλοσοφικό καμβά του μαρξισμού.

Αποσαφηνίζοντας το σύνδεσμο της τέχνης με τις κοινωνικές συνθήκες υποδει­κνύει ξανά την ανά­γκη να διαφορίζονται οι «πραγματιστικές» από τις «αξι­ολογικές» κρίσεις. Συναφώς διακρίνει στην τέ­χνη την αποστολή της «κοινωνικοποίησης» του συ­­ναι­σθήματος μέσα από τις μορφές που γεννά το ελεύ­θερο «ξέσπασμα των ψυχικών και πνευματικών μας δυνάμεων». Εδώ όμως θα υπογραμμίσει ότι τό­σο στις «κατώτε­ρες» όσο και στις «ανώτερες» τέχνες η «ανιδιοτέλεια» δεν παρουσιάζεται ποτέ «κα­θά­­ρια», εφόσον η «αστική τέχνη» αποσκοπεί στην υπο­στήριξη των «καθεστωτικών ιδανικών» και αντίστοιχα η «επαναστατική» στην υπονόμευσή τους.
Ο Βάρναλης συνεργάσθηκε με όλα σχεδόν τα λο­γοτεχνικά περιο­δικά της κομ­μου­νιστικής (και όχι μό­νο) Αριστεράς του μεσοπολέ­μου, διακριβώνοντας συ­νάμα χω­ρίς δισταγμό τις επιδράσεις που δέ­χεται η «επαναστατική τέχνη» από τους «τρό­πους της αστι­κής τά­ξης και όχι σπάνια από την ψυχολογία της». Η αυτονόητη πα­ρου­σία των «μικροαστικών στιγμάτων» στο έργο των λογοτεχνών που ζουν σε κα­πι­τα­λι­στι­κό καθεστώς αναβάλλει για μια τουλάχιστον γε­νιά μετά την κοινωνική επανάστα­ση τη δυνατό­τη­τα να γεννηθεί «πλέρια προλεταριακή τέχνη». Αυτά όμως τα «στίγμα­τα» δεν μπορούν να τους αφαι­ρέ­σουν τον «τίτλο και τη δράση του επαναστάτη». Η υπό­­μνηση  επίσης  ότι  η  δικαιοδοσία του  «σοσια­λιστικού  ρεαλι­σμού» εξαντλείται στο πεδίο της πε­ζο­γρα­φίας συνοδεύεται με την έκφραση επι­φυ­λά­ξε­ων για την περί­πτωση εμφύτευσής του σε χώρες που διαφέρουν από την κοιτίδα του.
Οι αποστάσεις που κρατά ο Βάρναλης από την επί­σημη αισθητική θεωρία, η οποία κωδικοποιείται στο όνο­μα του «μαρξισμού-λενινισμού», λειτούργησαν και ως δικλεί­δες αυτοάμυνας στις διαδοχικές επι­κρί­σεις που εκτοξεύονταν από τους διερμηνευτές  αυ­­τού του κώδικα της λογοτεχνικής κριτικής ενάντια στους «ιδεαλιστικούς ρύπους», τον «απολεμικό κομπογιαννιτισμό» και το «παραγνώρισμα της μάζας» στη σκέψη του. Η τελευταία μάλιστα κατηγορία ενι­σχύ­εται με την υπόδειξη να «ζυ­γώσει πιο πολύ τις μάζες» και να μελετήσει τη «μαρξιστική-λενινιστική κο­σμοθεωρία».        
Επιφυλλιδογράφος, για βιοποριστικούς λό­γους, στον Ανεξάρτητο (όπως και στην Πρωΐα) ξαναθυ­μάται τα στάδια της πνευματικής του πορείας, υποστηρίζει ότι δεν υπάρ­χει σχολείο «αταξικό», διαβε­βαιώνει ότι μόνο η «ματεριαλιστική» μέθο­δος ερ­μη­­νεί­ας των «εγκόσμιων» ερματίζει τον νου και δεν τον αφήνει να «παραδέρνει σα φτε­ρό στον κάθε άνε­μο» και διαπιστώνει ότι η «προλεταριακή τέχνη» χρη­σιμοποιεί τον «ωμό ρεαλισμό» και την ειρωνεία ή ότι η «επαναστατική τέχνη» μετατρέπεται σε «φο­­ρέα της κοινωνικής επανάστασης». Στη μετα­κα­το­χι­κή περίοδο γράφει στον Ρίζο της Δευτέρας (όπως και αργότερα στην Αυγή) και στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, οπότε θα στηλιτεύσει τον υπερρε­α­λι­σμό που αντικατέστησε το «λογοκρατημένο κ’ εν­­συ­νείδητο δούλεμα του λόγου» με το «ασυνείδητο και άλογο παραλήρημα» υπο­βο­η­θώντας έτσι την ιδε­ολογική ενίσχυση της «Αντίδρασης».
Ο Βάρναλης, τόσο στο ποιητικό όσο και στο αι­σθη­τικό πεδίο, κατασκεύασε το pro­file του ως δια­νο­ούμενος της Αριστεράς κατά τη δεκαετία του ’20, ακρι­βέστερα από το Φως που καίει ώς την Αληθινή απο­λογία του Σωκράτη, όταν δηλαδή γνώρισε τη «λευ­τεριά στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό» και προσπάθησε να ξεση­κώ­σει με τους «Σκύθες» τους «σκλάβους» για να γίνει «κουρνιαχτός ολάκερ’ η δη­μο­κρα­τία των ‘αρίστων’». Αν πολιτικά κινήθηκε ως «παροδίτης» της κομμουνιστικής Αριστεράς, τού­το του επέτρεψε τη διατύπωση αντιρρήσεων ως προς την ευστοχία των αισθητικών θεωρημάτων της «προ­λεταριακής τέχνης» και του «σοσιαλιστικού ρε­­α­­­λισμού». Αρκέσθηκε πάντως στα δόκιμα εκφρα­στι­κά μέσα της γενιάς του και αξι­ο­ποίησε την αισθη­τι­κή μαθητεία του στο Παρίσι για να επεξεργασθεί κρι­τικά την εφαρ­μογή του «ιστορικού ματε­ρι­α­λι­σμού» στη σφαίρα της λογοτεχνικής κριτικής.
Αν στην ποίησή του εντοπίζουμε τη μακρά «ανα­στολή» της πρωτότυπης παρα­γω­γής, ώσπου δη­λαδή να εμφανισθούν οι συλλογές του Ελεύθερος κό­σμος (1964) και Ορ­γή λαού (1975), στις αισθη­τι­κές δοκιμές που επιχεί­ρησε δεν υπήρξε καμιά συνέ­χεια. Ίσως ήταν η απόρροια της δεκαε­τίας της «μεταστροφής», όταν πράγματι μεγάλη ση­μασία απο­κτού­­σε η θεωρητική της δικαίωση. Τούτο άλλωστε υπενθυμίζει η αναδη­μο­σίευση κειμένων αυτής της πε­ριόδου σε περιοδικό της μετεμφυλιακής Αριστε­ράς, με  ανοιχτούς   ορίζοντες στην  τέχνη και  τις ερ­μηνευτικές της προσεγγίσεις, που τον τί­μησε και συ­νάμα έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθεί η ποι­ό­τη­τα της ιδεολογικής του «μετα­στροφής», κάποτε μά­λι­στα σε συστοιχία με τις επισημάνσεις της μεσοπο­λε­μι­κής κριτικής.

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Ovostem C, 2003, αρχειακή εκτύπωση σε χειροποίητο χαρτί, λάδι, 21 x 29 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: