5/4/15

Ποίηση έμφορτη νοήματος

ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ

Cite de Magenta, 2000, εγκαυστική σε καραβόπανο & κόντρα πλακέ- ξύλο, 201 x 244 x 8 εκ. 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Βλέπω, Εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 139

«Σε ποιον άλλον να εμπιστευτώ παρά σε σένα λοιπόν, άνεμε, αυτές τις αράδες;»
Γ.Β

Ο ποιητής, από τις πρώτες του ήδη εγγραφές, θα μας δηλώσει τη σημαντική του. Θέλει να μιλήσει με τον άνεμο, τις μηλιές, τις πικροδάφνες, τους σπίνους. Μια συνομιλία με τη φύση. Ή καλύτερα μια ομιλία δια μέσου αυτής. Το εγώ ως άμεση προέκταση της θέας. Η θέα ως άμεση προέκταση του εγώ. Kαθώς κατά την έννοια του σατόρι (φώτισης), με την οποία έχει προφανώς εξοικειωθεί αρκετά -κατά τη διάρκεια της μακριάς παραμονής του σε χώρες ανατολικές, όπως του επέβαλε η διπλωματική του καριέρα- ο παρατηρητής επιθυμητό είναι όχι να ακούει μόνο τα πουλιά, αλλά να πετάει μαζί τους, όχι να βλέπει τα λουλούδια, αλλά να μετέχει στην άνθηση (και στην ομορφιά).  Γιατί ο ποιητής -ο διερμηνέας αυτού του κόσμου- ανέκαθεν φιλοδοξούσε να είναι γνώστης «της γλώσσας των λουλουδιών και των βουβών πραγμάτων» (με τα χείλη του Μπωντλαίρ μάλιστα).Και η γλώσσα του θα ήθελε να είναι μια γλώσσα που ενώνεται με τον κόσμο.Το μάτι λοπόν προηγείται ως όργανο πρόσληψης εικόνων του περιβάλλοντος χώρου, για να ακολουθήσουν οι απαραίτητοι συνειρμοί και αναλογίες στο χώρο του πνεύματος και της καρδιάς, oι αναγκαίες συμβολοποιήσεις και συνδηλώσεις. Η επαγωγή από τις λεπτομέρειες στη σύνθεση του συνολικού και του διηνεκούς.
Όπου η ψυχή, η εσώτερη φύση δηλαδή του αντικειμένου, καθίσταται η εσώτερη φύση του παρατηρητή. Τότε η γυναίκα μπορεί να είναι μπουκαμβίλια ή παιωνία. Η αθωότητα-κάλλος των ανθών της πικροδάφνης αντανάκλαση του «σκηνώματος του αγαθού», «τα κύτταρα των σπάρτων εγγύηση της αιώνιας επιστροφής».Τα κλαδιά του πεύκου μπορεί να γίνουν αυτό από το οποίο θα πιαστούμε, η ποίηση, η ζωή η ίδια, οι σταθερές που είχαμε ακουμπήσει πριν διαπιστώσουμε ότι ο κόσμος είναι ροή, συνεχές χωνευτήρι ιδεών, πολιτισμών και θεωρήσεων. Η αλήθεια δεν μπορεί να είναι μία. Το γνωρίζει ακόμα και ο μοναχός στο κελί του, κάπου στην Καμπότζη, που ωστόσο αυτό το κελί έχει γι αυτόν τις διαστάσεις ολόκληρου του κόσμου, ενώ η μάινα του γείτονα δεν επιθυμεί παρά να δραπετεύσει από το κλουβί της.
Kαι τα δυο αυτά όντα θα βιώσουν αντιθετικά την πληρότητά τους. Αλλά για εκείνον που μπορεί να βλέπει, όλοι οι τόποι είναι «εύηχοι προορισμοί ονείρων». «Τα αντίθετα γεννούν τις ηδονές.» Οι σκιές είναι δυνατόν να είναι κι αυτές όψεις της αλήθειας. Το κακό έχει την ύπαρξή του στον κόσμο. Αλλά «μήπως αλλάξει όμως και γίνει φως», μήπως κάποια στιγμή δυνηθούμε να «περάσουμε απέναντι στην ωραιότητα». Και παρά την κάποια στιγμιαία, ανθρώπινη, ταλάντευση για το αποτέλεσμα, η βεβαιότητα επανέρχεται, η κοσμική ευταξία δεν θα μπορέσει να διασαλευθεί, «η τσίχλα θα γεννάει πάντα τ’ αυγά της ως το τέλος του κόσμου με τη γνώση και το πείσμα της πρώιμης άνοιξης». Η ελπίδα σταθερή, «ελπίδα κάθετη μεταμορφώσεων του χάους σε αρετή». «Μασώντας ελπίδα» θα πορεύεται ο ποιητής, ακόμη κι όταν «ο πανικός θα γράφεται σ’ ένα φύλλο μαρουλιού». Ακόμη και το θάνατο μπορεί κατάματα να αντικρίσει σε όλες τις μορφές του, ενός ανθρώπου ή των αισθημάτων του, ή ενός δέντρου που χάνεται στο γίγνεσθαι, μόριο ανάμεσα στα άλλα μόρια και να αντλήσει μόνο την ομορφιά της άνοιξης, την αναγέννηση που επίκειται μετά τη φθορά. Μέσα από την συνειδησιακή διάνοιξη και την κατανόηση αναδύεται η συναλληλία των υπάρξεων. Η συμφιλίωση ακόμα και με τον ίδιο τον εαυτό, που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, ώστε δεν παριστούν τίποτα γι αυτόν πια τα αρχικά του ονόματός του στο δαχτυλίδι του. Ο μυθολογικός ήρωας των γνωστών ανατολικών επών της Μπαγκαβάτ Γκίτα, ο Αρζούνα, ο πολεμιστής του φωτός, θα περάσει μέσα απ’ το θάνατο και θα βγει νικητής («γεροδεμένοι επιστρέφουμε απ’ την κόλαση» μας είπε και σε προγενέστερο βιβλίο του ο ποιητής). Διότι μέσα σ’ αυτόν, τον καλύτερο από όλους τους πιθανούς κόσμους, ο άνθρωπος κι ο ποιητής, «κληρωτός του θέρους είναι, διψασμένος για σωτηρία μέσα στο φως» και η ψυχή ορέγεται τους «ανεξίτηλους ήχους ουρανός, έλαιον, αρμονία, έλεος». Εδώ προφανώς η ποίηση έχει να εκτελέσει το έργο της. Αν και «το αηδόνι ανήκει περισσότερο στο σύμπαν, παρά σ’ αυτό το φύλλο του τυπωμένου χαρτιού», ώστε μάλλον η σωτηρία δεν είναι προσωπική, αν και «ματαιότητες συμφώνων» μπορεί να είναι η γλώσσα, αν και «ο λόγος πιο μυτερός από μαχαίρι», κάποτε αμφιβολία διατυπώνεται αν από μόνος του σώζει, τέλος, αν και «οι λέξεις ένα πέπλο» είναι κι αυτές, που μπορούν να συσκοτίσουν κάποτε αντί να φωτίσουν τις πραγματικότητες, ωστόσο είναι απαραίτητη επί των πραγμάτων η ποιητική ματιά, δηλαδή «η αφοσίωση στο σπέρμα της μουσικής». Και η ματιά αυτή για το Γιώργο Βέη είναι σωστή, όταν περνάει μέσα από την όραση του υπαρκτού, μάλιστα στην ασημαντότητά του και την αφομοίωση μέσα σ’ αυτό, να αποτελεί δηλαδή το ποιητικό υποκείμενο ένα τμήμα του κόσμου, αντί να τον κοιτάζει εκ των άνω. " Το πρωί να πίνεις τη δροσιά απ’ τις μανόλιες, το βράδυ τα πέταλα να τρως" είναι η συνταγή της σωστής ποίησης. Η οποία ποίηση στο σύνολό της, δεν αποτελεί παρά "μια περιπέτεια στο διηνεκές", "ένα οδόφραγμα στη μιζέρια". Και ο ποιητής, ο στοχαστής, "ο σοφός των ερήμων" στην πορεία του για την ευλογία και τη γνώση, καθόλου δεν χρειάζεται να φοβάται την έρημο, ακόμα και η έρημος για την τέχνη του δεν είναι παρά "τέτοια καλή ερημιά", "τόση ερημιά που λες ελευθερία". Η ευρύχωρη σκηνή του παντός, όπου ανόμοια όντα "μπορούμε να γίνουμε άνθρωποι". Φυσικά μέσα στην ποίηση αυτή, ο έρωτας , με όλες μάλιστα τις "διαρκείς εκπλήξεις του", μοιάζει να είναι το απαραίτητο κινούν, καθώς ανάμεσα στις γραμμές εκτυλίσσεται μια αέναη συνομιλία με ένα -όχι κατ' ανάγκην μονοσήμαντο- εσύ, σε μια αγαπητική σχέση, σε μια εξομολόγηση, ή και σε μια διαπάλη. Το σκηνικό της δράσεως είναι παντού, σε περιοχές της πατρίδας του, ή και σε ποικίλες γωνιές του κόσμου που έχει επισκεφθεί, συλλέγοντας εμπειρίες και κρατώντας την ουσία φιλτραρισμένη μέσα από το προσωπικό του πνευματικό και φαντασιακό ηθμό.
Μια ποίηση λοιπόν έμφορτη νοήματος. Η οποία, ωστόσο, με τις -συχνά- μικρές φόρμες της, μοιάζει να αναζητά τη λιτότητα, επειδή η άμεση θέαση έχει ανάγκη και την άμεση έκφραση. Μέσα από το κείμενο προβάλλει, εν μέσω συνήθως -όπως προαναφέρθηκε- ενός φυσικού διακόσμου, φιλότητα, τρυφερότητα, μια στωικότητα, αν θέλετε, έναντι των περιπετειών του βίου και μια τάση ενσωμάτωσης του υποκειμένου στο κοσμικό συνεχές, στοιχεία με τα οποία προσεγγίζει την αισθητική και τη φιλοσοφία της ανατολικής ζεν ποίησης, υπερβαίνοντας την όμως με τις διαρκείς ενέσεις της φαντασίας και του απρόοπτου. Παρεμβάλλει ωστόσο και πιο μακροσκελή ποιήματα, όπου ακριβώς φανερώνεται ότι μπορεί να χειρίζεται όλα τα μεγέθη με την ίδια επιδεξιότητα. Και παραθέτοντας στο κείμενό του στίχους από την ελληνική και δυτική γραμματεία, κάποτε μάλιστα, ακόμα και από το δημοτικό μας τραγούδι, δηλώνει σαφώς πως δεν επιθυμεί να αποκοπεί από την παράδοση που τον έχει γαλουχήσει. Και επιμένει διάσπαρτα να κρατάει κάποτε -αν και λιγότερο από προγενέστερα βιβλία του- τη μορφή, χωρίς την ομοιοκατάληκτη δομή, ενός δυτικού σονέτου. Σαν να θέλει να συνδέσει τους κόσμους. Την Ανατολή με τη Δύση. Το απόσπασμα με το σύμπαν. Οι εικόνες του, πολλές φορές απροσδόκητες, μας εκπλήσσουν δυναμικά.
Καιρό τώρα, εν τέλει, ορθώνει ο Γιώργος Βέης την ιδιοπροσωπία του στα ελληνικά γράμματα, κομίζοντας στη γλώσσα τη δική του πνευματική σκευή, που είναι υπεραξιόλογη και επιμένοντας να μας θυμίζει, με την προσθήκη και του ΒΛΕΠΩ, ότι: "έλεος, η τύχη, η δόξα / είναι γεμάτο φως ακόμα η γλώσσα μας νησί".

Η Κυριακή Αν. Λυμπέρη είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: