ΔΙΗΓΗΜΑ
Hannelore Van Dijck, Untitled, 2014, τρίπτυχο, κάρβουνο σε χαρτί, 99,8 x 69,8 εκ. (έκαστο) |
ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ
- Καλή χρονιά, λοιπόν! μουρμούρισε ο Πάσα, ρίχνοντας
ακόμα μια ματιά γύρω του: δεν βαριέσαι, αρκεί να μην την πατήσει αργότερα. Και
συμπλήρωσε με στραβό χαμόγελο: «Άντε, το τελευταίο, για να στανιάρω! Αν είναι
γραφτό σου να καείς, ποτέ δε θα πνιγείς!»
Διάλεξε ένα πολύ καλό σημείο: ξύλινη παγίδα στο λόφο, πιο
κάτω – η κατάβαση προς το ρυάκι. Το όπλο δεμένο στο κέδρο, η μεσινέζα τεντωμένη
πάνω από τη στέγη ως τη λάρικα.
- Φύγαμε, ο Πάσα φώναξε τα σκυλιά, μάζεψε το τουφέκι. Τα
επενδεδυμένα με δέρμα χιονοπέδιλά του γλιστρούσαν μαλακά, τρίζοντας πάνω σε καλοπατημένο
σφιχτό χιόνι, ενώ εκείνος δεν σταματούσε να βρίζει τον αδηφάγο, που ξεπάστρεψε
δώδεκα ολόκληρες ζηβελίνες. Ο Πάσα βρήκε τρεις από δαύτες: το σκασμένο από φαΐ
«φιλαράκι» έθαψε ό, τι περίσσεψε από το γλέντι. Στο δρόμο έφτιαξε μερικές ακόμα
μεγάλες παγίδες.
Μια μέρα αργότερα ο Πάσα έφτασε στο σπίτι, αν κι ο δρόμος
του έβγαλε την ψυχή. Ξεκίνησε με το έλκηθρο, στο οποίο έχει δέσει ακόμα ένα,
μικρότερο. Ο ποταμός σκεπάστηκε από παχύ, αφράτο χιόνι, έγινε σκέτο βάλτος, γι’
αυτό αναγκάστηκε να παρατήσει στην αρχή το μικρό έλκηθρο, μετά – το μεγάλο, και
στο τέλος, στα δυο βήματα από το χωριό, το χιονοόχημα, το «Μπουράν» του, και να
φτάσει ως το κατώφλι του σπιτιού με τα πόδια.
Την Παραμονή πάγωσαν τα πάντα. Στις 25 του μηνός ο Κόλια Τολματσιόφ,
που ξεκίνησε από το δάσος μια μέρα νωρίτερα επισκέφτηκε τον Πάσα. Δεν ήταν κολλητοί,
όμως τα πήγαιναν καλά, αν και την φιλία αυτή τη συντηρούσε περισσότερο ο Πάσα,
η επικοινωνία με τον οποίον κατέληγε συνήθως σε παρατεταμένο μεθύσι. Άλλοι κυνηγοί
ήταν επίσης επιφυλακτικοί απέναντι στον Πάσα, αν και τον αγαπούσαν, κι εκείνος τους
καταλάβαινε και έπινε με άλλους.
Ο Κόλια χτύπησε, άνοιξε η Ράγια. Μπήκε: σφιγμένα χείλη, τεταμένη
ακινησία στα μάτια. Χειρότερα δεν γίνεται. Δηλαδή, για εκείνη ο Κόλια έφταιγε έτσι κι αλλιώς, μόνο και
μόνο επειδή ήταν επίσης άντρας, «από την ίδια αγέλη», όπως έλεγε ο Πάσα. Στο τραπέζι
– ένα πιάτο με μισοφαγωμένο μεζέ. Ποτηράκια με υπολείμματα βότκας, τα οποία η
Ράγια άδειασε με αηδία στο νεροχύτη.
- Μέσα είναι ο Πάσα;
Η Ράγια συνέχισε με επιτηδευμένες απλωτές κινήσεις να συγυρίζει το τραπέζι, κουνώντας όλο της το
σώμα, τσαλακώνοντας το τραπεζομάντηλο και σπρώχνοντας το τραπέζι, Χωρίς να πει λέξη, έγνεψε προς την
κρεβατοκάμαρα: τράβα μέσα, καμάρωσέ τον.
Ο Πάσα ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, φορώντας μπότες, γυρισμένος
στο πλάι, με λυγισμένα στα γόνατα, το ένα χέρι κάτω από το κεφάλι, η παλάμη του
άλλου – ανάμεσα στα γόνατα. Μισάνοιχτα χείλη, υγρά, προτεταμένα, γουρουνίσια. Η ανάσα βαριά,
διακεκομμένη. Μούγκρισε, ψέλλισε κάτι, έτριψε το ένα πόδι πάνω στο άλλο
και άρχισε να ρουθουνίζει με άλλο ρυθμό.
- Ήθελα να του βγάλω τις μπότες, αλλά κλωτσάει.
Ο Κόλια γύρισε σπίτι του. Το βράδυ όμως ήρθε ο μεθυσμένος
και μουσάτος Πάσα καβάλα στο «Μπουράν».
Του πήγαινε το μούσι.
- Γιατί πάνιασες; ο Κόλια έδειξε την άσπρη τούφα στο
μούσι.
- Άσπρη τρίχα δεν χαλάει το καστόρι! γέλασε ο Πάσα, - σήκω
να φύγουμε!
Η Ράγια έλειπε. Μόλις έκατσαν στο τραπέζι, τσούπ, ήρθε:
παγωμένο πρόσωπο, μέταλλο στη φωνή, αλλά όπως και να’ ναι, είχε φιλοξενούμενο στο σπίτι, γι’ αυτό άρχισε να ξαναστρώνει το
τραπέζι, επέστρεψαν οι γνωστοί μεζέδες. Ο Πάσα έβγαλε το μπουκάλι βότκα, το αγαπημένο
του, πλαστικό, από κάποια σπάνια μάρκα, το έβγαλε στα μουλωχτά, αν και οι
προφυλάξεις ήταν περιττές. Η Ράγια βγήκε στο άλλο δωμάτιο. Ο Πάσα καταχάρηκε, όμως
εκείνη επέστρεψε σχεδόν αμέσως, ντυμένη και βαμμένη, και μπαστακώθηκε στο τραπέζι.
Χαμόγελο στο πρόσωπο και έκφραση αποφασιστικότητας. Μαύρη μπλούζα με χαμηλό
ντεκολτέ, Υπογραμμισμένα μάτια, κατακόκκινα χείλη, αρωματισμένη. Ο Πάσα έβαλε
στο τραπέζι δυο ποτηράκια.
- Κι εγώ; Μούλος είμαι; ρώτησε δυνατά η Ράγια, ανασηκώνοντας
τα φρύδια, με αμήχανο χαμόγελο. Ο Κόλια ξαλάφρωσε. Η Ράγια σήκωσε το ποτηράκι,
τίναξε τα βαμμένα καστανά της μαλλιά, χωρισμένα στη μέσα με ίσια χωρίστρα, που
σκέπασαν τα ζυγωματικά. Όταν χαμογελούσε, στρογγύλευαν σφιχτά τα μάγουλά της
και άστραφτε η ίσια γραμμή των επάνω δοντιών. Ο Πάσα φώναξε:
- Νικολάκη! Σου έχω δείξει την βιδράρα μου;
- Τι λέει το άτομο! κούνησε το κεφάλι της η Ράγια, μασουλώντας
φύλλο κόκκινο λάχανο.
- Ποιά βιδράρα;
- Την βίδρα εννοεί, την πάτησε με το «Μπουράν», εξήγησε εκνευρισμένα
η Ράγια.
Ο Κόλια ήθελε να μιλήσουν για το κυνήγι, αλλά η κουβέντα δεν
κόλλαγε, ο Πάσα ήταν ήδη σουρωμένος: έχει ξεχάσει την βίδρα και ούρλιαζε το
ίδιο ρεφρενάκι:
Στο βουνό στέκει ένα καλυβάκι,
Με κόκκινο πηλό λασπωμένο!
Εκεί κάθεται το φιλαράκι -
Δεμένο απ’ το πόδι!
Ακόμα το φθινόπωρο ο Πάσα επινόησε μια καινούργια έκφραση:
όταν είχε κόσμο, έβαζε έναν εκ των συνδαιτυμόνων να του γεμίζει το ποτήρι, λέγοντάς
του: «Άντε, κέρνα, βρε Κόλια!» Ήταν σαν παιχνίδι, που έδινε νέα χροιά στην
φιλοξενία! η βότκα ήταν του Πάσα, όμως σεβόταν τόσο πολύ τον φιλοξενούμενό του,
ώστε του παραχωρούσε τον ρόλο του οικοδεσπότη. Εκτός αυτού, η Ράγια έπρεπε να
καταλάβει, ότι ο ίδιος συνέχιζε να πίνει για να μην προσβάλλει τον φίλο, που κέρναγε.
Αυτή η έκφραση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το χωριό.
Η Ράγια χαμογελούσε, αδειάζοντας στο πιάτο τα μανιτάρια,
γέλαγε και ο Πάσα, φωνάζοντας:
- Άντε, κέρνα, βρε Κόλια!
Ο Κόλια ξαφνικά σηκώθηκε, η Ράγια άνοιξε το μαγνητόφωνο και
στο δρόμο προς το ψυγείο, έπιασε τα χέρια του και, κάνοντας μαζί του τον γύρω της
κουζίνας, φώναζε, λοξοκοιτάζοντας τον Πάσα:
- Πρόσεξε, μην παρθώ με τον Τολματσιόφ! Ο Πάσα κάτι μουρμούρισε
με μοχθηρό χαμόγελο και σήκωσε τους ώμους. «Έμπλεξα», σκέφτηκε ο Κόλια.
Ο Πάσα πέρασε ήδη στη φάση της διέγερσης, και έπρεπε να παραμείνει
σ’ αυτήν όσο μπορούσε περισσότερο, να μην παραπιεί, αλλιώς θα πέσει σε αφασία, θα
κάθεται με το κατεβασμένο το κεφάλι, θα νυστάζει, αλλά στην ερώτηση : «Δεν πας για
ύπνο;» θα απαντάει με ένα βροντερό «Όχι!» Θα κάνει φασαρία, θα φωνάζει, και μετά
πάλι - τσούπ, πάρε το κεφάλι κάτω. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να τον κάνεις να
ησυχάσει, αλλιώς θα συνεχίζει να βολοδέρνεται: να τον αποτελειώσεις με διαδοχικά
ποτηράκια. Αν σταθεί τυχερός, θα κοιμάται σαν πεθαμένος ως το πρωί, χαμπάρι δε
θα πάρει.
Ο Πάσα ξαναγέμισε τα ποτήρια:
- Στο βουνό στέκει ένα καλυβάκι! Κέρνα, Κόλια!
- Τρία πουλάκια κάθονται. Η Ράγια έσφιξε τα χείλη και
κούνησε το κεφάλι.
- Άντε βάζε, αδερφάκι! Συνέχιζε τα δικά του ο Παύλος. Η
Ράγια κρατούσε στο χέρι το ποτηράκι και απευθυνόταν μονάχα στον Κόλια:
- Θεέ μου! Τρεις μέρες είναι εδώ, αλλά ούτε με κοιτά, ούτε
μ’ αγκαλιάζει. Στο μυαλό του μόνο η βότκα! Δάγκωσε το χείλος της, η λακουβίτσα
στο πηγούνι έτρεμε.
- Μό-νο η βότ-κα, επανέλαβε με αναφιλητά. Μετά μαζεύτηκε,
κατάπιε το ποτό, το ’σβησε με νερό. Φύσηξε τη μύτη, σφούγγισε τα δάκρυα και είπε
νηφαλιότατα:
- Με συγχωρείς, Κόλια.
Ο Πάσα κρέμασε το κεφάλι, αλλά ξαφνικά ακούστηκαν θορυβώδη
τρίζοντας στο παγωμένο χιόνι βήματα και δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
- Μπρος! γαύγισε ο Πάσα.
Μπουκάραν δυο: ο Γκένα Μαμάι (παρατσούκλι)και ο Πέτια
Καρπούζ (επίθετο). Ο Μαμάι, ένας δυνατός κοκκινομάλλης, ματόκλαδα με φακίδες,
μπλε μάτια, μαλλιά σκληρά και πυκνά, χτενισμένα στο πλαι, στέκονται σαν σφιχτό
κύμα. Ο Καρπούζ – χοντρός κοκκινομούρης Ουκρανός, γείτονας του Πάσα.
Ο Πάσα ούρλιαζε απ’ τη χαρά:
- Α ρε μυταρώνες! Οσμίζονται, πότε γλεντάει ο Πάσα!
- Πες καλύτερα, πότε δεν γλεντάει! αποκρίθηκε ο Μαμάι, παραδίνοντας
στην Ράγια κατεψυγμένο συκώτι άλκης τυλιγμένο σε εφημερίδα.
- Ξύσε μας λίγο «σοκολατίτσα», γειτόνισσα.
Ο Πάσα έδειχνε πανευτυχής, ακόμα και με την επίσκεψη του Γκένα,
αν και μια ζωή ήταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Το χειμώνα που πέρασε ο Πάσα δεν
έδωσε στον Γκένα το πιστόνι για το «Μπουράν», όχι επειδή δεν ήθελε, απλά δεν το
είχε, αλλά εκείνος δεν τον πίστεψε, είπε, ότι ο Πάσα σκάρτεψε και για μισό χρόνο
δεν του μιλούσε. Άγνωστο, πόσο θα κρατούσε αυτή η κατάσταση, αλλά μια νύχτα, ενώ
ο Γκένα έκανε την παράδοση στο βαπόρι, το σκοινί της βάρκας του έπλεξε στον
έλικα, και ο Πάσα τον έσυρε ως τη στεριά. Από τότε ο Μαμάι τον μίσησε ακόμα περισσότερο,
και τώρα οι δυο τους το έβρισκαν πολύ πικάντικο να πίνουν μαζί, παρόλο που ο
πόλεμος των υπονοούμενων συνεχιζόταν. Γενικά, ο Μαμάι υποψιαζόταν τα πάντα και τους
πάντες: μετά το πρώτο ποτηράκι κάρφωνε το βλέμμα του στον απέναντί του, και, κουνώντας
απειλητικά το ασταθές δάχτυλο και μισοκλείνοντας το μάτι, έλεγε: «Αϊ, πα-ρά-τα
μας! Σε πήραμε χαμπάρι!»
Οι άντρες έκατσαν στο τραπέζι. Η Ράγια έβγαλε τα πιάτα.
- Πάρτε πελμένια!
Ο ίδιος ο Πάσα ίσα που έτρωγε, συνέχισε όμως να πίνει, εξοικονομώντας
τις δυνάμεις του, κόβοντας τα πελμένια στη μέση, αλλά κι εκείνα να μισακά τα κατάπινε
με δυσκολία, πνιγόταν. Ο Μαμάι κατέβαζε τη βότκα σαν να μην συνέβαινε τίποτα,
χωρίς ν’ αλλάξει την έκφραση του προσώπου. Ο Καρπούζ καθόταν σαν στούμπος, έβαζε
το ποτηράκι στο στόμα, με απότομη κίνηση έριχνε μέσα το περιεχόμενό του, το
ξανάβαζε στο τραπέζι και έκανε μπροστά στο ορθάνοιχτο στόμα κάτι κινήσεις σαν
να το αέριζε. Ο Μαμάι δεν έλεγε να σωπάσει, έλεγε ιστορίες για κάποιο ταξίδι του:
- ...κόκκαλο, που λες, το νερό κοντά στην ακτή, το
πάτησα, να πούμε, και να’ σου κόκκαλο και το γουναρικό! ‘Άντε, γεια μας!
- Κόκκαλο το γουναρικό! έσκασε στα γέλια ο Καρπουζ. Άφησε
το ποτήρι κάτω, αέρισε το στόμα με την παλάμη και έδειξε τον Πάσα: το επίθετο του
Πάσα ήταν Γουνάς. Ο Πάσα γούρλωσε τα μάτια στη θέα του ποτηριού γεμάτου οινόπνευμα,
που εξαφανίστηκε στη «μπούκα» του Καρπούζ.
- Είδα σήμερα το αφεντικό, άλλαξε θεμα ο Μαμάι. Πετάει
φωτιές, μπορείς ν’ ανάψεις τσιγάρο από τα μούτρα του. Πάλι μες στα νεύρα είναι.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στον πρόσφατα εκλεγμένο Πρόεδρο
του συνεταιρισμού, που στα μουλωχτά πούλησε τα περισσεύματα του ντίζελ για τα «Μπουράν»
και με τα λεφτά αυτά πήγε στην πατρίδα του, στο Ροστόφ.
- Δική σας ήταν η επιλογή, δικό σας και το φταίξιμο,
μουρμούρισε η Ράγια.
- Εννοείται, δικό μας... Αλλά αφού την αποδέχτηκε, αφού τον εμπιστεύτηκαν, άρα έπρεπε να φερθεί σαν άνθρωπος.
Φταίω εγώ, που δεν έχει μπέσα; Ωραία μου τα λες!
- Αν είναι γραφτό σου να καείς, ποτέ δε θα πνιγείς! φώναζε
ο Πάσα. Ο καθένας παίρνει ό, τι του αξίζει! Δεν του άρεσε αυτή η συζήτηση.- Να σας πω καλύτερα μια ιστορία, που
την άκουσα από το ασύρματο. Κάθεται ένας στην τάιγκα, μια μέρα έρχεται να τον
δει ο αδερφός του. Πάει που λες στο δάσος, άσχετος εννοείται από τάιγκα. Τον
βρίσκει που λες, καταδαγκωμένος. Τι έπαθες; τον ρωτάει ο αδερφός. Τι να σου λέω,
να... ένα σκυλάκι... Πιάστηκε στην παγίδα... Ώσπου να το ελευθερώσω, μ’ έχει
καταφάει... Όλοι έσκασαν στα γέλια εκτός από την Ράγια: ο χαζός ελευθέρωσε τον
αδηφάγο!
- Έχω διαβάσει αυτή την ιστορία σε ένα βιβλίο, είπε ο
Κόλια.
- Τι μας λες! αποκρίθηκε ο Πάσα και γύρισε την κουβέντα στο
συκώτι: καλό είναι, μόνο που κι εκείνος είχε ένα τέτοιο στο παρατημένο έλκηθρο.
- Ωραίος οικοδεσπότης... πέταξε με περιφρόνηση η Ράγια.
Μασουλάει το ξένο φαί και το δικό του το φυλάει στο έλκηθρο! Θα το είχαν φάει τα
σκυλιά. Τί φουσκώνεις σαν τη ταραντούλα; Όπως τα λέω είναι!
Ο Πάσα αποφάσισε ξαφνικά να πάει αύριο κιόλας να σύρει πίσω
το έλκηθρο. Βγήκε έξω, έφερε το κάνιστρο με βενζίνα μέσα και το έβαλε δίπλα στη
σόμπα. Αλλά δεν ήταν πια σε θέση να διαλύσει τα λάδια στον κουβά, έπρεπε να βγει
έξω στην αυλή για να τ’ ανακατέψει. Η Ράγια τον έβριζε, απειλούσε να πετάξει το
κάνιστρο, αλλά εκείνος μουλάρωσε, έδειχνε στους άλλους, ποιος είναι τ’ αφεντικό
στο σπίτι.
Οι άντρες ένιωσαν άβολα, κοιτούσαν μες στα πιάτα τους. Ο
Παύλος έφερε λάδι σε ένα τενεκεδάκι, το κάνιστρο όμως ήταν γεμάτο, το λάδι δεν
χωρούσε και η βενζίνη ξεχείλισε. Τότε το έβαλε σε ένα άλλο τενεκεδάκι, και
παρολίγο να το χύσει. Η Ράγια του φώναξε, ότι το τενεκεδάκι είναι για το γάλα.
Οι άντρες βαρέθηκαν να μουτρώνουν και ξέσπασαν στα γέλια:
- Τι βρώμα είναι αυτή, που κουβάλησες! Πας να διώξεις την
Ράγια;
- Εμάς μια φορά δε θα μας διώξεις!
- Κοίτα, τι έκανες! Με τη βότκα είσαι πιο περιποιητικός!
- Η κυρά του ’ρθε με τα αρώματά της, κι εκείνος την
ψέκασε με τις βενζίνες!
Ο Κόλια έμεινε ακόμα λίγο, μετά σηκώθηκε και έφυγε. Έξω
ήταν μείον σαράντα. Πυκνά και άναυδα κοιτούσαν τ’ αστέρια. Από το στόμα
έβγαιναν υδρατμοί, πυκνοί, βουεροί. Λείος δρόμος, με εγκάρσιες εγκοπές από τις
ερπύστριες των χιονοοχημάτων. Καπνοί ίσα που κουνιούνταν, ανέβαιναν κάθετα,
ανοίγοντας προς τα πάνω σαν τα χωνιά –στον καπνοδόχο πιο λεπτοί, φαρδαίνοντας
προς τα πάνω. Όλο το χωριό μες στα χωνιά. Περπατούσε, ο νους του γύριζε στον
Πάσα: τί του λείπει; Η γυναίκα του είναι και δουλευταρού, και καλόκαρδη, και
καλοστεκούμενη. Τι ήθελε παραπάνω, δηλαδή; Όταν επιστρέφει στο χωριό,
μαυροπίνει, την κυρά του δεν την αγγίζει, και όταν κάθεται στο δάσος –
στεναχωριέται και την ζηλεύει. Τον έχει ακούσει μια φορά από τον ασύρματο να
της ζητάει να επικοινωνήσει μαζί του μια συγκεκριμένη ώρα, αλλά εκείνη δεν
μπόρεσε, και όταν επικοινώνησαν τελικά το επόμενο πρωί, ο Πάσα όλο την ρώταγε
με πνιγμένη και απελπισμένη φωνή: «Πού ήσουν;». Δεν κατάφεραν να πιάσουν παιδί.
Έπρεπε να πάνε να εξεταστούν και οι δυο, αλλά δεν έφταναν τα χρήματα, το κυνήγι
δεν πήγαινε καλά.
Το βράδυ ο Κόλια έκατσε να δει λίγη τηλεόραση. Νύσταζε.
«Καλά έκανα και έφυγα, σκέφτηκε, ούτε να συζητήσουμε δεν μπορούσαμε, ούτε τίποτα.
Πρέπει να πέσω και αύριο να ασχοληθώ με τα γουνοτόμαρα». Στις ένδεκα και κάτι ακούστηκαν
ελαφροί χτύποι στην πόρτα. Ο Κόλια ανασηκώθηκε: “Έτσι βαράνε για να ξυπνήσουν
τον πεθαμένο”. Ποιός να’ ναι; Άνοιξε: στα σκαλάκια στεκόταν η Ράγια.
- Να περάσω; Παράξενο χαμόγελο στα χείλη.
- Πέρνα...
Έκατσε στον καναπέ, βαμμένη, ανέδινε μια δυνατή ευωδία.
-Λοιπόν; Με προκλητικό χαμόγελο η Ράγια κάρφωσε με τα μάτια
τον Κόλια.
Εκείνος άρχισε να ιδρώνει. Δεν έπρεπε να την αφήσει, να
μπει, έπρεπε απαρχής να την πετάξει έξω ή να προφασιστεί, ότι πάει στη λέσχη.
Έκανε όμως ακριβώς το αντίθετο: βγήκε προκλητικά νυσταγμένος, με το πουκάμισο
απέξω.
- Έτσι υποδέχεσαι τις προσκεκλημένες;
- Θες τσάι; απάντησε ο Κόλια, βουλιάζοντας περισσότερο,
προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Σκεφτόταν εναγωνίως, πως να την ξεφορτωθεί χωρίς
να φανεί αγενής.
- Λοιπόν;
- Τι λοιπόν;
- Πήγαινε, κλείδωσε την πόρτα.
- Έφυγα!
- Τι βλαμμένοι που είσαστε όλοι σας!
- Δεν είναι αυτό, τάχα νευριασμένα ξέκοψε ο Κόλια, συνειδητοποιώντας,
πόσο ψεύτικος ήταν αυτός ο εκνευρισμός, - ξέρεις πως πάει...
- Πώς πάει;
- με τη γυναίκα του φίλου - ποτέ! Ο Κόλια πράγματι πίστευε,
ότι δεν έπρεπε να μπλέξει.
- Για δες κάτι παλληκάρια!
Ο Κόλια σηκώθηκε για να πάρει το μπουφάν: θα ντυθεί και θα
φύγουν.
- Θα πάς μόνος σου, εγώ δεν την κουνάω από δω... Μια φορά
είπα να σου κάνω επίσκεψη...
- Λωλάθηκες;
- Γιατί; Δεν είμαι ωραία; Τί άνδρες είστε εσείς!
- Εγώ...με όλη μου την καρδιά...Με μια γυναίκα σαν κι εσένα...-
ο Κόλια αποφάσισε ν’ αλλάξει το τροπάρι. - Αλλά ο Πάσα...
- Τί ο Πάσα; Ο Πάσα σου ροχαλίζει του καλού καιρού, με τα
τρία ρουθούνια!
- Μόλις πάψει να ροχαλίζει, πως θα τον κοιτάξω στα μάτια;
- Γελάσαμε τώρα! Έχεις βότκα; Κέρνα, Κόλια!
Και ξαφνικά άρχισε να κλαίει:
- Από που ν’ αρχίσω και που να τελειώσω, Κόλια... Τρεις μέρες
είναι σπίτι και τίποτα δεν κάνει. Έλεγα: θα επιστρέψει ο άνδρας του σπιτιού, θα
με βοηθήσει. Μπα, τίποτα! Μόνο βότκα, βότκα και βότκα! Ζωή είναι αυτή; Είπαμε να
πάμε στο νοσοκομείο, αλλά τώρα θα τα πιεί τα λεφτά, που έχουμε μαζέψει..Και ο αδηφάγος
τον κατέστρεψε...Βάλε να πιούμε, Κόλια...
Ο Κόλια χαλάρωσε: θα πιούμε σαν αδερφάκια και μετά θα την
ξαποστείλω.
- Έχεις κανένα ψαράκι για μεζέ, Κόλια;
Ο Κόλια βγήκε στο χωλ, έπιασε κανα-δυο παγωμένους
ασημένιους σολομούς, έκοψε τον ένα σε τακάκια. Όταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο με
αχνιστό σωρό στο πιάτο, η Ράγια καθόταν μόνο με το μαύρο σουτιέν, ακουμπισμένη
με το κυμωλένειο της κορμό στην πλάτη του καναπέ.
Με κατεβασμένες από
τους ώμους τιράντες. Με το στητό της στήθος να φουσκώνει με ανυπόφορη καμπύλη,
με δυο λευκά κύματα να βουτούν κάτω από την μαύρη δαντέλα. Το ύφασμα ίσα που ακουμπάει,
μόλις κρατιέται πάνω σε δυο μεγάλες φουσκωμένες ρόγες. Τα μαλλιά χυμένα στα μάγουλα,
τα σκούρα μάτια αστράφτουν, το ένα ποδαράκι χτυπάει το δάπεδο. Ο Κόλια κοκάλωσε
για ένα λεπτό, μετά όρμησε στο χωλ και αμπάρωσε την πόρτα.
Αργότερα την ρώτησε:
- Επιτρεπόταν σήμερα; Κι εκείνη με ήρεμη πίκρα απάντησε:
- Εμένα κάθε μέρα επιτρέπεται...κι εκείνος καταντράπηκε: τί
της λέω ο ηλίθιος, αφού υπάρχει πρόβλημα...
Η Ράγια ήπιε μια γουλιά τσάι και τον κοίταξε:
- Πίστευα, ότι είσαι πιο σταθερός. Αλλά έτσι είστε όλοι...
Κυνηγοί...
Ο Κόλια μισούσε ήδη τον εαυτό του για την αδυναμία που έδειξε,
αλλά τώρα έγινε χειρότερα. Την ήθελε να σηκωθεί και να φύγει.
- Μήπως πρέπει να φύγεις; την ρώτησε διστακτικά.
- Μη φοβάσαι, θα κοιμάται ως το πρωί. Ξάπλωσε δίπλα μου.
Την λυπόταν και τίποτε άλλο. Υπερίσχυε η σκέψη, ότι
χώθηκε στην ξένη ζωή, δεν έπρεπε να τα ξέρει όλα αυτά, ούτε αυτό το
δαγκωνιάρικο στόμα, ούτε το σημάδι στο εσωτερικό μέρος του μηρού. Άκουσε την
Ράγια να ρουθουνίζει, νύσταξε κι εκείνος. Έβλεπε, λέει, ένα φωτισμένο με τα
φώτα του «Μπουραν» δρόμο. Μετά είδε, πως κυνηγούν μαζί με τον Πάσα μια άλκη,
και ο Πάσα να πυροβολεί, να ρίχνει, και να ρίχνει επίμονα, αλλά αθόρυβα. Μετά
ακούστηκε κάποιος άλλος ήχος. Ο Κόλια τινάχτηκε πάνω. Κάποιος βάραγε την πόρτα.
- Οι Γούναδες καίγονται!
- Ποιοί Γουνάδες; η Ράγια ανασηκώθηκε. Απ’ έξω – ακούγονταν
συνεχόμενα κροταλίσματα. “Σκάει η στέγη”, μάντεψε ο Κόλια, φορώντας γρήγορα την
φανέλα.
Έξω ήταν μείον σαράντα οχτώ. Η λάμψη στεκόταν πάνω από
χωριό σαν στήλη, και νόμιζες, ότι καίγεται κάτι πολύ πιο κοντά. Το σπίτι του Πάσα
έγινε παρανάλωμα, οι φλόγες δεν άφηναν να πλησιάσεις στα δεκαπέντε μέτρα. Γύρω
του μαζεύτηκε ο κόσμος, κάποιοι τράβαγαν από το χαμάμ το πλυντήριο, ο γείτονας,
χοντρός Πέτια Καρπούζ, στεκόταν στα σύνορα του οικοπέδου του με σώβρακο και
μπότες. Από κάπου ξεφύτρωσε η Ράγια με τα μάτια αλαφιασμένα. Στην αρχή όλοι χάρηκαν:
άρα οι Γουνάδες πήγαν επίσκεψη, άρα και ο Πάσα σέρνεται κάπου ξοπίσω της. «Πού είναι
ο Πάσα;» ούρλιαζε εκείνη με αλλόκοτη φωνή, βραχνιασμένη και σιγανή.
Γκρεμίστηκε η στέγη, οι άντρες άρχισαν να σπάνε τοίχους, να
σβήνουν τη φωτιά με το χιόνι, έτρεξαν προς τον καναπέ και δεν βρήκαν κανένα. Ο Κόλια
έπιασε το φουρνόφτιαρο, άρχισε να σκαλίζει δίπλα, έπιασε κάτι μαλακό. Ο Καρπούζ
έτρεξε έξω με το σώβρακό του, πιάνοντας με τα χέρια το λαιμό.
Κατέφτασε ο αστυνόμος με τον εμπειρογνώμονα. Στα αποκαΐδια
δεν βρήκαν καμιά καραμπίνα: κάποιοι
πίστευαν, ότι ο Πάσα δολοφονήθηκε και μετά ο δράστης έκαψε το σπίτι. Άλλοι υποψιαζόταν
τον Μαμάι, ο οποίος έκανε πρόσφατα αίτηση, διεκδικώντας το δασικό οικόπεδο,
όπου κυνηγούσε ο Πάσα. Ο Κόλια πίστευε, ότι έφταιγε το κάνιστρο με τη βενζίνη, που
θερμάνθηκε και έσκασε. Στη κηδεία ο Μαμάι βρέθηκε δίπλα στον Κόλια και του έκλεισε
το μάτι: «Ξέρω ακριβώς, που ξενύχτησε η Ράγια!» Ο Κόλια έσκυψε και του απάντησε
σιγανά: «Βλέπεις εκείνο το μπουκάλι; Θα το σπάσω στο κεφάλι σου!»
Μετά, στο σπίτι της αδερφής του Πάσα, ο κόσμος ερχόταν κατά
δωδεκάδες, έπιναν, έλεγαν κάτι ασήμαντο κι έφευγαν, για να αδειάσουν χώρο για άλλους.
Καμιά φορά ερχόταν και κανένας χαμένος, κανένας μεθύστακας: μες στην καλή χαρά
εκεί, που όλοι οι άλλοι πενθούσαν.
- Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει...
Ήπιαν. Μιλούσαν σιγανά, απευθυνόμενοι ο
ένας στον άλλον: «Σάσα, πάρε κόλλυβα. Κόλια, πέρασέ μου τον χυμό». Αλλά μετά σαν
να έσπασε κάτι, όλοι ζωήρεψαν. Πρώτος ξεκίνησε
ο Μπάνια:
- Προχωράω που λες μια φορά. Βλέπω: ένα έλκηθρο...
Πάλι θυμήθηκε, πόσο δύσκολος ήταν ο τελευταίος δρόμος της
επιστροφής του Πάσα και τα παρατημένα με τη σειρά το μικρό και το μεγάλο
έλκηθρο και το «Μπουράν».
Και να επαναλαμβάνει συνέχεια: «...σου λέω, σαν να το
κράταγε κάτι στο δάσος!» Η έκφραση άρεσε και την επαναλάμβαναν μετά κάθε τόσο.
Τον Κόλια έκαιγε η σκέψη, ότι αν την είχε διώξει την
Ράγια σαν το σκυλί ή αν την είχε πάει σπίτι, τίποτε δε θα είχε συμβεί: ούτε
αυτή η λάμψη, ούτε και τα υπόλοιπα. Και όσο την έδιωχνε, εκείνο πάλι ξεφύτρωνε,
αυτό το «αν», τυραννώντας με τη αθωότητα της αρχής και αποτελειώνοντας με το αμετάκλητο
του τετελεσμένου, με την φρικτή αντίθεση ανάμεσα στη στιγμιαία και έτσι κι
αλλιώς δηλητηριασμένη ηδονή και το ανυπόφορο αντίτιμο. Και το χειρότερο ήταν,
ότι το οσμιζόταν, αλλά υποχώρησε, δεν αντιστάθηκε, και δεν υπάρχει συγχώρεση.
Στις αρχές του Γενάρη ο Κόλια έφυγε στο δάσος, να βάλει
μπρος το δασικό οικόπεδο του Πάσα, να ξαλαφρώσει έστω και λιγάκι ο ίδιος, αλλα
κυρίως – για να βοηθήσει την Ράγια, που έπρεπε να ζήσει από τα γουνοτομάρια.
Ξεκίνησε μια χαρά, αλλά του την χάλασε η σκύλα του. Έχει δέσει τα σκυλιά του στο σπίτι : με τόσο χιόνι
ήταν εμπόδιο, θα κοκάλωνε από το κρύο, σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι να τα
περιμένει. Έτσι τα άφησε, θα τα ταΐζει ο γείτονας. Το αρσενικό το έδεσε με την αλυσίδα,
και τη Μύγα, μια κοντή κατάμαυρη σκύλα, την έδεσε με το σκοινί, αλλά εκείνη το
’κοψε και πρόφτασε τον Κόλια, όταν έκανε στάση για ν’ αλλάξει μπουζί.
«Καλοταϊσμένη, σκρόφα!», έπρεπε να την είχε στην πείνα, θα είχε βαρεθεί να τον
κυνηγάει. Ο Κόλια έβρισε: «Πρώτα μπουζί, μετά – η σκύλα». Πήγε να την διώξει, αλλά
εκείνη έτρεξε πιο πέρα και μπαστακώθηκε. Πυροβόλησε πάνω από το κεφάλι της, κι
εκείνη άρχισε να στριφογυρίζει και να ψάχνει το θήραμα. Στο τέλος ο Κόλια την παράτησε
και συνέχισε το δρόμο.
Αλλά και στο δάσος η διάθεσή του δεν έστρωσε, απλά όλα τα
υπόλοιπα υποχώρησαν, κρύφτηκαν πίσω από το συνηθισμένο περιβάλλον, πίσω από τις
παγίδες, πίσω από την αναμονή της κρεμασμένης, σκεπασμένης με χιόνι ζιβελίνας.
Κατέβηκε στο ρυάκι και για ώρα έψαχνε τα σημάδια, τα βρήκε, και όταν ξανανέβηκε,
είδε μια μεγάλη παγίδα με πιασμένη μέσα τη ζιβελίνα. Χάρηκε, όρμησε, σχεδόν έφτασε
την παγίδα, και ξαφνικά το πόδι σαν να γκρεμίστηκε στο κενό – έσπασε η μία
δέστρα στο πέδιλο. Η σκύλα να τρέχει πίσω του, να θέλει να τον προσπεράσει, και
μόλις τον προσπερνούσε, να σέρνεται μπροστά του και ο Κόλια όλο να σκοντάφτει
πάνω της με τα πέδιλα. Τέλος, εκμεταλλευόμενη την καθυστέρηση, η σκύλα όρμησε
μπροστά με τη γλώσσα έξω. Ο Κόλια της φώναξε εκνευρισμένος: «Που πας;» Η σκύλα
σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι της. Ο Κόλια πήγε να εκσφενδονίσει το φτυαράκι
ξοπίσω της, αλλά ξαφνικά πάγωσε, όταν είδε πάνω σε μαύρο φόντο της πλάτης της
Μύγας κάτι λεπτό και λευκό, αφύσικα ίσιο για το δάσος. Κοίταξε προσεκτικότερα.
Στ’ αριστερά η κλωστή οδηγούσε στην χωμένη στο χιόνι καραμπίνα, στα δεξιά –
στην παγίδα.
«Έξυπνο κόλπο», παρατήρησε ο Κόλια, ξεσυναρμολογώντας τη βαλλίστρα:
στο κάτω μέρος του υποκόπανου, λοξά, ήταν δεμένη η ανοιχτή φάκα, μια θηλίτσα
συνέδεε το συμπιεσμένο ελατήριο με τη σκανδάλη της καραμπίνας, και η μεσινέζα οδηγούσε
από το πιάτο στο καπάκι της παγίδας: ο αδηφάγος φτάνει το δόλωμα, σπάζοντας το
καπάκι. Η κάννη γεμάτη σκάγια. «Θα με πετύχαινε ευθύς στο επίμαχο σημείο...» σκέφτηκε σκυθρωπά ο Κόλια, ήξερε
που στόχευε...»
- Στο βουνό στέκει ένα καλυβάκι... – Κατάλαβε επιτέλους,
για ποιό «φιλαράκι» έλεγε το τραγούδι... Κοντοστάθηκε αποσβολωμένος: αν δεν
ήταν η σκύλα, δε θα την είχε γλιτώσει, και θα παιδευόταν ένας Θεός ξέρει πόσο.
Και να σκεφτείς, ότι παραλίγο να την σκότωνε, ήθελε να την διώξει, στην
προκειμένη το σκυλί ήταν ένας μπελάς. Όλα
τα έκανε λάθος.
Βαρέθηκε να ψάξει την
αλυσίδα για να δέσει το σκύλο – πρώτο λάθος. Δεν έδιωξε την σκύλα – δεύτερο
λάθος. Ήθελε να δοκιμάσει χτες τις δέστρες, τα παράτησε– τρίτο λάθος. Ποιό ήταν
τελικά το σωστό; Τα είχε εντελώς χαμένα, βγήκε σώος, άλλα και πάλι ένιωθε σαν
πεθαμένος, πλακωμένος από την φονική χιονοστοιβάδα από τυχαία γεγονότα. Πώς θα
ζήσει από δω και πέρα; Σε τι να πιστέψει; Η άτακτη, όλο ματαιότητα ζωή τον καταπλάκωνε
με αναμνήσεις! Και πάλι τυραννιόταν: αφού όλα τα έκανε λάθος, και χάρη σ’ αυτά
τα λάθη σώθηκε.
Στην παγίδα πιάστηκε μια ζιμπελίνα, αλλά πιάστηκε άτσαλα,
με το κεφάλι κάτω από το ελατήριο. Το σωστό ήταν να ανοίξει την παγίδα επί τόπου,
στο καλυβάκι. Ο Κόλια έχωσε το χέρι του στην τσέπη, όπου έπρεπε να είχε την
πένσα. Την έβγαλε: ήταν κι αυτή του Πάσα. Και πριν από όλες τις άλλες πετάχτηκε
η πιο πρακτική, η πιο μίζερη σκέψη: δεν χρειάζεται πια να την επιστρέψει.
Δαγκώθηκε αμέσως. τί λέω! του πήρα τη ζωή, του πήρα – σχεδόν- τη γυναίκα, και
τώρα – την πένσα, σιγά το απόκτημα!
Η σκέψη αυτής της ασυγκριτότητας τον χτύπησε σαν ρεύμα: «Αυτό
σημαίνει, ότι με συγχώρεσε! Άρα, υπάρχει! Είμαι ηλίθιος!
Αλλιώς θα χτυπιόμουν
τώρα χάμω με τρυπημένα τα μπούτια. Άρα υπάρχει Εκείνος, υπάρχει, υπάρχει! Και δεν
μπορούσε να ησυχάσει, τόσο αστραπιαία όλα τα τυχαία γεγονότα παρατάχτηκαν σε
μια λογική σειρά!
Η σκύλα γαύγιζε στον ξυλοπετεινό. Καθόταν σε ένα νεαρό
στραβό κέδρο, στην κορυφή του, όπου τα καμπυλωτά κλαριά σχημάτιζαν ένα
ξεχαρβαλωμένο κύπελλο, και κούναγε πέρα-δώθε το μαύρο ματ λαιμό του πάνω από τα
πυκνά κρόσσια των βελόνων. Το κεφάλι του κατέληγε απευθείας σε ράμφος με το
μουσάκι να κρέμεται από κάτω. Ο Κόλια προσπάθησε να το κατεβάσει με αεροβόλο,
αλλά το κλείστρο πάγωσε και πάθαινε συνέχεια αφλογιστία. Έκανε στην άκρη, έκοψε
από την σημύδα ένα κομμάτι σκασμένης φλούδας: ήταν σκληρή στις άκρες, αλλά προς
τα μέσα χωριζόταν σε τρυφερές λεπτές λωρίδες. Η φλούδα άναψε καπνίζοντας και μαζεύοντας.
Αφού ζέστανε πάνω της το κλείστρο, ο Κόλια σκότωσε το πουλί. Εκείνο έπεσε σαν
πέτρα και έμενε ξαπλωμένο με ανοιχτή βεντάλια του φτερού, όσο τον τραβολογούσε
η σκύλα.
Το καλυβάκι έμοιαζε ποτισμένο με την παρουσία του Πάσα.
Το φλιτζάνι έμεινε άπλυτο, τόσο πολύ βιαζόταν να επιστρέψει σπίτι, η σούπα
έμεινε στην κατσαρόλα. Υπήρχε και στο τετράδιο: «22 Δεκεμβρίου. Φεύγω. Από πάνω πέρασε ο αδηφάγος. Με έχεις κουράσει, φιλαράκι, σε λίγο θα σε καρφώσω
στο καβαλέτο μου». Το καλυβάκι ήταν σκεπασμένο με χιόνι, που σαν να έχει χυθεί
πάνω της. Ο Κόλια άναψε τη σόμπα, βγήκε στο ποτάμι, κρατώντας τον κουβά, και
κοίταξε πέρα: κίτρινος ουρανός, επίπεδα γκρίζα σύννεφα, επίπεδοι λόφοι, ρόζοι
χιονιού πάνω στους λόφους πάγου, λευκό δάσος. Έσκαψε, τρύπησε την τελευταία, λεπτή
στρώση πάγου: το νερό κέρωσε αμέσως και κάλυψε το τσεκούρι. Γέμισε την κούπα νερό.
Ρουθουνίζοντας, ανέβαινε πίσω με τον παγωμένο, καλυμμένο με χιόνι κουβά, τα
φαρδιά πέδιλα λύγιζαν και επανέρχονταν σαν τα ελατήρια, με μαλακό τρίξιμο
πιέζοντας το υποχωρητικό ακόμα χιόνι. Στο καλυβάκι, μασουλώντας τα νωπά ξύλα, έτριζε
η σόμπα, στον πάγκο – ο κουβάς με παγάκια, στη γωνιά – τα κομμένα πασπαλισμένα
με χιόνι ξύλα. Κοντά στη σόμπα – μια λεκάνη για την Μύγα, κι εκεί νερό με
παγάκια, βουναλάκι ξηράς τροφής. Ο Κόλια έβγαλε από το υπόστεγο ψάρι και το ’κοψε,
έριξε στη λεκάνη τα παγωμένα τακάκια, τα ανακάτεψε αργά και δυνατά. Ξεπάγωσε το τσεκούρι: έλαμψε το υγρό γαλάζιο
της λεπίδας. Μετά γέμισε τις λάμπες: το πετρέλαιο στο
παγούρι ήταν παχύρευστο σαν το κισέλ, τα χορτασμένα, γεμάτα δοχεία ζεματούσαν.
Το βράδυ πήγε και έφερε ακόμα δυο-τρία ξύλα. Βγήκε το λεπτό, γερμένο στην πλάτη
φεγγάρι, στο ποτάμι άστραφταν λόφοι πάγου. Σαν σε κουκλόσπιτο έφεγγε το παράθυρο,
έκαιγαν τ’ άστρα και σε αργή κίνηση πετούσαν από την καμινάδα οι σπίθες.
Ξαφνικά θυμήθηκε ο Κόλια την φράση του Μπάνια: «σαν τα τον κρατούσε κάτι στο
δάσος»: εκείνη την ημέρα η κοινοτοπία, το δέλεαρ της ήταν εκνευριστικά, και τώρα
πράγματι έβλεπες, ότι ναι, τον κρατούσε, η αγνή ζωή του δάσους κρατούσε σφιχτά
την καρδιά του Πάσα, κι εκείνος δεν την άκουγε, πάλευε με τον παχύρευστο
παγωμένο αέρα, αφήνοντας στο δρόμο όλα τα περιττά...
Πάντα νιώθεις περίεργα στο κομμάτι δάσους, που
διαχειρίζεται κάποιος άλλος, στα ξένα καλύβια, συλλογιζόταν ο Κόλια. Από τη μία,
θέλεις να δεις, πως έκανε το ένα ή το άλλο αυτός ο άλλος – ο καθένας τακτοποιεί
τα πράγματα με το δικό του τρόπο, και από την άλλη, σαν να εισβάλλεις στα
μυστικά του άλλου, σαν να μπαίνεις στη ζωή του από το παράθυρο, σαν να βλέπεις
τη ζωή με ξένα μάτια, στην προκειμένη -με τα μάτια του Πάσα. Εδώ είναι η κούπα του,
εδώ – ο υπνόσακος, η πετσέτα του, η ψαροκονσέρβα, που δεν πετιέται, αλλά
φυλάγεται, κάποια άλλα κολπάκια, οι δέστρες, το καβαλέτο. Και όλα αυτά θα τα καρπωθεί
ο Μαμάι. Ο Κόλια πονούσε στη σκέψη, ότι σ’ αυτή την καθημερινότητα του Πάσα θα εισβάλει
ωμά ένας άνθρωπος, που δεν τον σεβάστηκε ποτέ, που θα αλλάξει τα πάντα σύμφωνα
με το δικό του γούστο, που σίγουρα κάτι θα πετάξει, κάτι θα καταργήσει, θα
προσπαθήσει να αντικαταστήσει τα πράγματα του Πάσα με τα δικά του πράγματα, για
να μη του θυμίζει τίποτα τον παλιό ιδιοκτήτη. Θα αφήσει προφανώς το διακριτικό
κλίσης του, και αντί για την οικεία ψιλή φωνή του Πάσα, θα ακούγεται από δω και
πέρα μια άλλη, χοντρή, αυτάρεσκη. Το διακριτικό κλίσης του Παύλου ήταν «Εστακάν»[1], και
οι άντρες το παραποιούσαν με διάφορους τρόπους: «Έ, ποτήρι»[2] или «Εστακάν, γέμισε το ποτήρι!»
- Πρέπει να επιστρέψω την άνοιξη, να μαζέψω τα πράγματα
του Πάσα. Ο Κόλια άνοιξε το ασύρματο, κάλεσε έναν φίλο του. Εκείνος δεν μπορούσε
να καταλάβει, ποιός τον καλεί, ξαναρώτησε: «Ποιός είναι;», και ο Κόλια,
κομπιάζοντας για μια στιγμή, φώναξε:
-Εστακάν εδώ! Δηλαδή, Τούντρα! και χαμογέλασε πικρά, αλλά
ευγνώμονα με την απάντηση:
- Γεια, Κόλια, κατάλαβα! Μην εξηγείσαι!
...Τον Απρίλιο ο Κόλια πήγε να μαζέψει τα πράγματα του
Πάσα. Στα δέκα βέρστια, μπροστά στο καλυβάκι του Καρπούζ στεκόταν το «Μπουράν»
του, και ο ίδιος έκανε νοήματα από την πόρτα. Ο Κόλια ανέβηκε, ο Καρπούζ έβγαλε
τη βότκα:
- Άντε, Νικολάκη, για το δρόμο.
Καθίσανε, μιλήσανε.
- Ξέρεις τα νέα, ζωήρεψε ξαφνικά ο Καρπούζ. Μόνο μεταξύ μας.
Η κυρά μου μού το ’πε, είναι φιλενάδα της Ράγιας, του μακαρίτη του Γουνά. Είναι έγκυος! Δεν το πρόφτασε ο Πάσα!
Ο καιρός ήταν αίθριος: ήλιος, βόρειος άνεμος, πρωινή παγωνιά
ιδιαίτερα τσουχτερή. Ο Κόλια πήγαινε προς το οικόπεδο του Παύλου. Το χιόνι, αν
το κοιτάξεις κόντρα στον ήλιο, γυάλιζε σαν το μαρμαρυγία. Έπρεπε να περάσει
μέσα από το δάσος για να γλιτώσει ένα βραχώδη κομμάτι δρόμου, και ο Κόλια
έτρεχε λοξά, στις πευκόφυτες βουνοπλαγιές, κάποια στιγμή κόλλησε, δεν μπορούσε
να ξεκολλήσει το όχημα από την λακκούβα, έσκαβε, ανέβαινε την πλαγιά. Έχανε τα
χαραγμένα σημάδια, που έχουν βουλιάξει στο χιόνι, έκοβε πεσμένα δεντράκια,
κλαριά. Επέστρεφε για να μαζέψει το έλκηθρο. Μετά έφυγε ένα βύσμα από την πλάκα
του σασμάν, κι εκείνος έστυβε το μυαλό του, πως να την σφίξει, και λιμάριζε το
γρανάζι, συνεχίζοντας να σκέφτεται κάτι πολύ έντονα. Όταν την έσφιξε πια με το παξιμάδι, ξαφνικά
ξεφύσησε με ανακούφιση:
- Δεν πειράζει, αν βγει Πωλίνα... Πάλι Πάσα θα είναι,
μόνο στο θηλυκό του..
Και πάλι προχωρούσε πάνω στον πάγο του ποταμιού, και πάλι
παιδευόταν για να ανεβάσει το όχημα στο καλύβι, γιατί σε ένα σημείο με πολύ ορμητικό
ρεύμα, όπου στο κέντρο του ποταμού ο πάγος κατέρρευσε και κρεμόταν ένα και μοναδικό
«γεφυράκι» για να περάσεις απέναντι, κι εκείνο δεν ήταν της προκοπής, ο Κόλια, αναγκάστηκε
να κόψει και να ρίξει τέσσερα πεύκα.
Προχωρούσε: σκουφί από σκύλο, γυαλιά ηλίου, στο λαιμό κρέμεται
η καραμπίνα. Προχωρούσε και προχωρούσε, σφύριζε ο βόρειος άνεμος, και ήθελες να
πιστεύεις, ότι δεν υπάρχει τίποτα σοβαρότερο από αυτό το ξεχαρβαλωμένο δρόμο,.
Δεν μπορούσες ούτε να σκεφτείς, ότι σε μια βδομάδα αυτός ο δρόμος θα
εξαφανιστεί κάτω από το χιόνι, σε δυο βδομάδες – θα το ξεπλύνει το νερό και σε ένα
μήνα θα το παρασύρει το ποτάμι προς τον ανοιξιάτικο μακρινό ορίζοντα, στην
ξέφρενη πορεία του σπασμένου πάγου. Και δεν ήθελες να σκέφτεσαι τίποτε άλλο εκτός
από αυτό το δρόμο, κι ο δρόμος αυτός
πάγωνε, πέτρωνε σαν να ετοιμαζόταν να μείνει έτσι για αιώνες. Μια φορά ετοιμάστηκε
να πάει για κυνήγι, αλλά μέχρι να φτάσει τον ποταμό και μέχρι να μπει στην βάρκα
ήπιε τόσο πολύ για το «καλό ταξίδι», ώστε έφτασε στο καλυβάκι σχεδόν
αναίσθητος, αλλά έπρεπε να προσαράξει, να δέσει το πλεούμενο. Ξύπνησε. Πρωί, ψωφόκρυο, η πόρτα ορθάνοιχτη, τα σκυλιά κάθονται στο
κατώφλι.
- Ωραίοι είστε! Αλλά κι εγώ δεν είμαι καλύτερος.
Δηλαδή, και δεν ήταν η πρώτη φορά, που ο Κόλια έπαιρνε
όλο το φταίξιμο πάνω του. Ο Μαμάι τσαντιζόταν:
- Κι εσύ δεν είσαι «ωραίος»; Θέλεις να φανείς
ανώτερος; Δηλαδή, είσαι σούπερυπεύθυνος,
και οι άλλοι είναι μωρά παιδιά; Εκείνοι δεν έχουν ντροπή, μονο εσύ έχεις, δηλαδή;
Νομίζεις, ότι είσαι καλύτερος απ’ αυτούς; Πέφτεις έξω, φίλε!
Δηλαδή, είναι από κείνους τους ανθρώπους, που πιστεύουν,
ότι μόνο εκείνοι φτάνε για όλα. Μετά κατάλαβε, ότι φέρεται αλαζονικά. Πίστευε, ότι
είναι ολόσωστος. Υπερηφανευόταν γι’ αυτό. Αλλά ο Πάσα του έλεγε: νομίζεις, ότι είσαι άρχοντας, και οι υπόλοιποι είναι
μωρά παιδιά, όχι, έλεγε, κατέβα από το καλάμι! «Μπορεί να είμαι ένα τίποτα, έλεγε.
μπορεί να μην έχω την ευθύνη για τίποτα, αλλά αναγνωρίζω, ότι και οι άλλοι
έχουν το δικαίωμα, δεν βάζω τον εαυτό μου πάνω
από αυτούς, νομίζεις ότι μόνο εσύ έχεις το χάρισμα της ντροπής;»
Σκεφτόταν, πως ο θάνατος έφτιαξε αυτό το άσβεστο
αποτύπωμα της καλοσύνης, της αγαθοσύνης του, και πόσα δικά του πράγματα σκόρπισαν
σε τόσους ανθρώπους.
Γιατί, αν ο Θεός δεν έδινε τον θάνατο, πώς θα τα
αποκτούσες κι εσύ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου