Ευγενία Κριτσέφσκαγια:
Σε μια από τις
συνεντεύξεις σας είπατε μια εκπληκτική φράση: «Ο ρωσικός κόσμος υπάρχει και
είναι τεράστιος». Ποια είναι, κατά την άποψή σας, τα σύνορα αυτού του κόσμου; Και,
είναι εφικτό να διασωθεί;
Μιχαήλ Ταρκόφσκι: Ο κόσμος αυτός είναι τεράστιος και στο χώρο και στο
χρόνο. Επειδή είναι αδιάσπαστος. Είναι τεράστιος στις ψυχές των ανθρώπων, που
ζουν γι’ αυτόν και τον υπηρετούν. Και αυτή η τελευταία «απεραντοσύνη» είναι και
η σημαντικότερη, είναι η εγγύηση ότι μπορούμε να υπερασπιστούμε αυτή την απεραντοσύνη, να την διαφυλάξουμε. Όπως
γίνεται στον πόλεμο: υπάρχει εντολή να κρατηθεί το ύψωμα, και κανείς δεν
συζητά, αν είναι δυνατόν ή αδύνατον να κρατηθεί. Απλά πέφτουν κορμιά.
Ο ρωσικός κόσμος είναι
πολυστρωματικός. Από άποψη χώρου τα σύνορά του εκτείνονται από Ωκεανό σε
Ωκεανό. Είναι υλικός, πραγματικός χώρος. Ασύλληπτος, που ζητά από εμάς να τον
διερευνήσουμε. Μπορεί να του αφιερώσεις μια ολόκληρη ζωή και να μην καταλάβεις
τίποτα. Πιστεύω ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας δεν φαντάζονται την απεραντοσύνη
των εκτάσεων της Εβενκίας, της νήσου Ταϊμίρ, της Γιακουτίας, δεν μπορούν να
αντιληφθούν τι θα πει ταξίδι από το Κρασνογιάρσκ έως το Βλαντιβοστόκ και πάλι πίσω,
και πώς είναι οι κόσμοι της Βαϊκάλης, της Μπουριάτια, των περιφερειών Τσιτά και Αμούρ. Πώς είναι γενικώς
το κομμάτι της ομοσπονδιακής αρτηρίας Τσιτά-Χαμπάροβσκ Μ-58, μήκους 2.200 χιλιομέτρων.
Πώς είναι η Σαχαλήνι ή το ορεινό Αλτάι. Ή η τάιγκα του Οχότσκ, με τα βουνά και τα
ποτάμια, τον ωκεανό της. Είναι οι αλλόκοτοι όγκοι της γήινης σάρκας, και είναι σχεδόν
ανθρωπίνως αδύνατο να τους χωρέσεις στην ψυχή σου, να αισθανθείς τη «συγγένεια»
μαζί τους.
Όμως δεν είπαμε ακόμα λέξη για τους
ανθρώπους που ζουν εδώ. Γιατί οι βασικοί ήρωες είναι αυτοί. Πώς είναι; Τί
σκέφτονται; Σε τι ελπίζουν; Γιατί θεωρούνται Ρώσοι; Πριμόριε, περιφέρεια
Χασάνι. Λόφοι της Μαντζουρίας.
Ιδιόμορφη εικόνα.
Και λίγο πιο κάτω τα
σύνορα της Κορέας. Παρά την ομοιομορφία της φύσης, μιλάμε για το σύνορο των πολιτισμών.
Και η ιστορία της αξιοποίησης αυτών
των εκτάσεων... Οι άνθρωποι που τις ανακάλυψαν. Όχι με τον τρόπο που
«ανακάλυπταν» τους άγνωστους κόσμους οι Αγγλοσάξονες, πνίγοντας τους γηγενείς
πληθυσμούς στο αίμα. Όχι σαν κατακτητές αλλά ως σκαπανείς, πρωτοπόροι. Δεν
είπαμε ακόμα για τις σχέσεις των Ρώσων με τον γηγενή πληθυσμό, πώς θαύμαζαν οι
πρόγονοί μας αυτούς τους λαούς, την πείρα, τις δεξιότητές τους, πόσο ειλικρινά
συμμετείχαν στη ζωή της τάιγκας, ανταλλάσσοντας εμπειρίες. Θα με ρωτήσουν: γιατί
δεν μιλάς για το πώς πότιζαν τους γηγενείς λαούς; Θα απαντήσω: τους γηγενείς
λαούς δεν τους κατάστρεψε ο κακός δαίμονας των Ρώσων, αλλά η επαφή με τον
πολιτισμό, για τον οποίον δεν ήταν έτοιμοι. Απλά, στην προκειμένη περίπτωση οι
Σλάβοι ήταν οι εκπρόσωποί του. Εν τω μεταξύ, για τους ίδιους λόγους μπορούμε να
ισχυριστούμε ότι κάποιοι άλλοι έχουν ποτίσει τους Ρώσους...
Πιστεύω ότι ο ρωσικός κόσμος είναι οι άνθρωποι, που δίνουν τη ζωή τους για
να κάνουν αυτή τη γη καλύτερη, που δρουν υπακούοντας την καρδιά τους. Ο κόσμος
του Γιενισέι, της Βαϊκάλης, του ορεινού Αλτάι είναι εξίσου θαυμαστός με τους
ανθρώπους, εκφραστές και θεματοφύλακες αυτών των τόπων. Συνθέτουν έναν μουσαμά,
ακόμα λεπτό, αλλά ήδη γερό. Ανάμεσά τους είναι εκείνοι που δουλεύουν στη γη, αλλά
και οι μουσικοί, δάσκαλοι, συγγραφείς, ζωγράφοι, εκδότες, μουσειολόγοι.
-Η ταινία σας «Παγωμένος
χρόνος», όπου έχετε γράψει και το σενάριο, θυμίζει τον «Καθρέφτη» του Αντρέι
Ταρκόφσκι. Και οι δύο ταινίες είναι αφιερωμένες στο ίδιο πρόσωπο – στη γιαγιά
σας και την μητέρα τού Αντρέι Ταρκόφσκι, Μαρία Βισνιακόβα. Ο «Καθρέφτης» μιλάει
για την τραγική έλλειψη χρόνου, ότι όλα τα δεινά προέρχονται από τη
«μαλθακότητα των λέξεων», από το γεγονός ότι ο κόσμος βιάζεται, ότι «δεν πιστεύουμε
στην φύση μας». Ποιες είναι οι δικές σας σχέσεις με τον Χρόνο; Στην τάιγκα ο χρόνος
κυλάει διαφορετικά και οι σχέσεις των ανθρώπων καθορίζονται από διαφορετικούς
παράγοντες;
Δεν θα μπορούσα να μη μιλήσω για την
γιαγιά μου, γιατί τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα μαζί της και εκείνη μου έδωσε
ό,τι έχω. Και τον ποταμό Γιενισέι επίσης.
Εκείνη με «έστειλε»
εδώ, γιατί εκείνη μου ενστάλαξε αυτό το όνειρο. Κάποτε έστειλε εδώ και τον θείο
μου, Αντρέι Ταρκόφσκι, μακριά από τις κακές παρέες της πρωτεύουσας. Εκείνη μου
άνοιξε τρεις πύλες: στη ρωσική φύση, τη ρωσική λογοτεχνία και τον ορθόδοξο ναό.
Γι’ αυτό και ο Αντρέι Ταρκόφσκι κάποτε είπε σε μια συνέντευξη: «Ό,τι έχω, το
χρωστάω στην μητέρα μου»!
Ο Χρόνος, δυστυχώς, παντού κυλάει
πολύ γρήγορα. Η αίσθηση του παγωμένου χρόνου και χώρου στην προσπάθεια να
επιμηκύνουμε τη ζωή είναι πολύ δυνατή, αλλά μάταιη. Αν και στη Ρωσία το χειμώνα
πραγματικά πιστεύεις ότι ο Χρόνος «κόβει την ταχύτητά του» και κάνει τον
συγγραφέα να πιστεύει ότι έχει απόθεμα χρόνου για να δουλέψει. Γιατί ο πανικός,
η βιασύνη, είναι θάνατος για την ψυχή, για το έργο.
Στη τάιγκα υπάρχουν πολύ λιγότερα περιττά
πράγματα, αλλά πολύ περισσότερες καθημερινές έγνοιες. Για το κάθε τι, που
καταφέρνεις και κάνεις, πληρώνεις με χρόνο. Θέλεις να φτιάξεις σπίτι; Για να
«καθαρίσεις» θέλεις το λιγότερο δυο-τρεις μήνες... Θέλεις να πας κάπου, να
γράψεις βιβλίο - καθάρισε! Δεν χρησιμοποίησα τυχαία το ρήμα «καθαρίζω». Το
χιόνι εδώ είναι κάτι το ασύλληπτο: τις στέγες των ξύλινων κυνηγετικών καταλυμάτων
καλύπτει ένα παχύ στρώμα χιονιού. Για ν’ αντέξει η στέγη, πρέπει να την
καθαρίσεις, γιατί με τις πρώτες ζέστες την άνοιξη το χιόνι θα μουσκέψει και θα βαρύνει
ακόμα περισσότερο. Στέκεσαι λοιπόν πάνω σ’ αυτόν τον «σκούφο» χιονιού και
καθαρίζεις με το φτυάρι..
Όταν η ζωή είναι ποικίλη και γεμάτη,
ο Χρόνος σαν να επιμηκύνεται. Όσο για την έλλειψη Χρόνου... Οι εικόνες της ζωής
είναι τόσες πολλές σε τούτη τη γη, ώστε μπορείς να επιλέξεις εκείνες που
θεωρείς σημαντικότερες για σένα. Ταυτόχρονα, πρέπει να θυσιάσεις κάτι.
Και από αυτή την
άποψη, στο χωριό πράγματι αισθάνεσαι πολύ καλύτερα.
Στη Ρωσία οι γιαγιάδες πάντα έπαιζαν ξεχωριστό ρόλο στη ζωή των αγοριών. Ίσως
επειδή οι περισσότεροι παππούδες δεν έχουν επιστρέψει από τον πόλεμο. Μετά από
την ταινία αφιερωμένη στη γιαγιά μου, ένιωθα τύψεις για την άλλη μου την
γιαγιά. Λεγόταν επίσης Μαρία, και ήταν αγρότισσα από την περιοχή Ταμπόφ. Δεν
την ήξερα καλά, δεν έχουμε ζήσει ποτέ μαζί, αλλά μ’ αγαπούσε πολύ, και οι
τύψεις, ότι δεν την αγάπησα αρκετά, δεν την εκτίμησα, οξύνθηκαν στη διάρκεια
των γυρισμάτων της ταινίας. Η γιαγιά μου Μαρία Βισνιακόβα ήταν ευγενούς
καταγωγής, δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους, και πίστευα πάντα ότι οι διαφορές
ήταν «ταξικές». Η θύμηση αυτής της διχόνοιας με ταλαιπωρεί, γιατί κάθε ρωγμή
στον ρωσικό κόσμο είναι «σαν μαχαίρι στην πλάτη». Ιδιαίτερα σήμερα.
-Η μισή ζωή μας έμεινε
στην «παλιά» ζωή. Πώς ξεπεράσετε τη διάσπαση της χώρας, ποιά πράγματα αφήσατε
πίσω; Ποιά πήρατε στην καινούργια πραγματικότητα;
Δεν έχω ξεπεράσει τη διάσπαση. Την σκέφτομαι όλο και πιο
έντονα, προσπαθώ να συνειδητοποιήσω, λες και μπορούμε να διορθώσουμε κάτι, να
περιφρουρήσουμε τη Ρωσία από την προδοσία, να την γλιτώσουμε από τη δική μας
τυφλότητα και από τους ψυχρούς υπολογισμούς της Αμερικής, που δρούσε οργανωμένα
και κυνικά, αναζητώντας προδότες και σκορπώντας χρήμα για τη καταστροφή της
χώρας μας. Σήμερα, όταν η αλήθεια επιτέλους ειπώθηκε, κάποιοι στη Ρωσία συνεχίζουν
να μην καταλαβαίνουν τι έχει γίνει και να πουλάνε την πατρίδα. Να την συκοφαντούν
και να την ντροπιάζουν σε όλο τον «πολιτισμένο» κόσμο. Ευτυχώς, δεν είναι πολλοί.
Έμεινε ο πόνος ότι τα γεγονότα θα μπορούσαν να εξελιχθούν
διαφορετικά. Όσο για μένα, τα συναισθήματα του παρελθόντος είναι τόσο συμπαγή,
τόσο δυνατά, ώστε δεν μπορούν ν’ αλλάξουν με την αλλαγή του πολιτικού
συστήματος. Καμιά φορά, βλέποντας τους «πρόσφατους» προγόνους, σκέφτομαι:
εκείνοι πώς άντεξαν; Άντεξαν χάρη στην ζωοποιό δύναμη της ύπαρξης, στο θαύμα
της ζωής μέσα σε κάθε άνθρωπο.
-Ποιός είναι ο ρόλος
του ρώσου συγγραφέα σήμερα;
Πιστεύω, ότι ο ρώσος συγγραφέας σε όλες τις εποχές είχε έναν και μοναδικό ρόλο:
να είναι χρονογράφος, υπερασπιστής, μοιρολόγος, στρατιώτης, θεματοφύλακας.
Σήμερα; Μάλλον στρατιώτης και θεματοφύλακας. Υπερασπιστής του ρωσικού
κόσμου, που με όλες της δυνάμεις του Λόγου πρέπει να αγωνίζεται για κάθε
ανθρώπινη ψυχή, γιατί εδώ και καιρό γίνεται πόλεμος για τις ψυχές. Σε κάποιο
στάδιο, αφού κατάλαβαν ότι μάλλον δεν μπορούν να μας νικήσουν με όπλα, οι
εχθροί μας μάς κήρυξαν τον αθόρυβο ιδεολογικό πόλεμο, και αυτός ο πόλεμος
αποδείχθηκε αποτελεσματικός. Μέσα στα χρόνια της περεστρόικα, όταν στη χώρα
καταργήθηκε η ιδεολογία, διεξήχθη τεράστια δουλειά με στόχο την καταστροφή των
θεμελιωδών μας αρχών. Και η καταστροφή αυτή συνεχίζεται – καταστροφή του
συστήματος εκπαίδευσης, της οικογένειας, η επιβολή λατρείας των κτηνωδών
απολαύσεων, υλισμού, κυνηγιού των κερδών, εικονικής πραγματικότητας κ.ά.
-Τι σόι άνθρωποι
κατοικούν τη Σιβηρία; Αποτελούν υπόδειγμα ανδρισμού; Είναι άξιοι μίμησης; Έχετε
πει, ότι σταδιακά χάνονται οι βουλητικοί άνθρωποι, οι βουλητικοί άνδρες... Πιστεύετε,
ότι αυτό το φαινόμενο είναι αναστρέψιμο; Είναι χαρακτηριστικό για τον κόσμο
γενικώς;
Η Σιβηρία είναι τεράστια. Την κατοικούν πολλές και
διαφορετικές φυλές. Πώς θα μπορούσα να μιλήσω εκ μέρους όλων τους; Η σταδιακή
εξαφάνιση της βουλητικής αρχής είναι η τάση που μας ήρθε από τη Δύση. Είναι
χαρακτηριστική για τη νεολαία των μεγαλουπόλεων. Πράγματι, και στις πόλεις της
Σιβηρίας παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, αλλά πιστεύω σε πολύ μικρότερο βαθμό
απ’ ό,τι, ας πούμε, στη Μόσχα. Εδώ οι άνθρωποι είναι δραστήριοι, ίσως λίγο
ωμοί, λίγο απλοϊκοί, πολύ καπάτσοι. Αλλά είναι άνδρες. Και αυτό το εκτιμάς
πια διαφορετικά. Βλέπω ότι είναι αρκετοί και σκέφτομαι: μήπως πρέπει να ανησυχώ
λιγότερο; Αλωνίζουν την τάιγκα με τζιπ, με βάρκες, με χιονοοχήματα, χώνονται
παντού, και όσο πιο βαθιά, όσο πιο δύσκολα, τόσο μεγαλώνει η όρεξη, η αχορταγία
τους. Κι έρχεται μια άλλη σκέψη, ότι σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε μια παρθένα
γωνιά. Με ζώα, με ψάρια... Θέλω να πω, ότι η βουλητική αρχή υπάρχει εδώ μια
χαρά.
-Όσον αφορά τις «παρθένες
γωνιές»... Μπορούμε να αποφύγουμε τη «σύγκρουση» της προόδου με την παράδοση ή
είναι αναπόφευκτη; Μπορεί στη Σιβηρία να συνυπάρχουν τα αγαθά του πολιτισμού,
των ανέσεων, και οι σιβηρικές παραδόσεις, ο τρόπος ζωής της τάιγκα; Ή το ένα
αποκλείει το άλλο και η πρόοδος αποτελεί την ταφόπλακα της παράδοσης; Πιστεύετε
ότι οι ανέσεις διέφθειραν τον άνδρα και όπου να ’ναι θα τον κάνουν εντελώς
«λαπά»; Αυτό το δίλημμα πάντως λύνεται πολύ επιτυχημένα στα παλιά σοβιετικά
μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας...
Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη.
Η ιστορία της σύγκρουσης
ξεκινάει από παλιά. Πόλη και χωριό. Πατροπαράδοτος και βιομηχανικός. Η ανάγκη του κράτους να αποκτήσει ισχυρή βιομηχανία,
στρατιωτική και ενεργειακή δύναμη. Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί και ο κατακλυσμός
των χωριών. Η νοσταλγία για την εποχή που φεύγει. Η αναζήτηση του συμβιβασμού.
Πιστεύω, το κυριότερο είναι με ποιον τρόπο, με πόση αγάπη για το λαό
και τη γη αντιμετωπίζονται αυτές οι συγκρούσεις. Το ζήτημα «πρόοδος-παράδοση»
έχει συζητηθεί χιλιάδες φορές. Το ζήτημα είναι φιλοσοφικό και ομολογώ ότι
απάντηση σ’ αυτό δεν υπάρχει.
Όσον αφορά την τάιγκα. Αυτά που «φεύγουν». Υπάρχουν καταπληκτικά
αντικείμενα του πολιτισμού της τάιγκα, φτιαγμένα από δέρμα, γούνα, φτελιά,
ξύλο. Είναι απίστευτα όμορφα και κουβαλάνε την ιστορία των δεκάδων γενεών, τις
απίστευτες γνώσεις της φύσης. Αλλά σε σχέση με τις δερμάτινες κυνηγετικές
μπότες που φορούσαν κάποτε, τα σύγχρονα λαστιχένια υποδήματα είναι: 1. Μακροβιότερα,
2. Δεν γλιστράνε, 3. Δεν βρέχονται, 4. Δεν θέλουν φροντίδα, 5. Η κατασκευή τους
δεν απαιτεί χρόνο και κόπο.
Η ζωή όμως του κυνηγού παραμένει ίδια, και με τον τρόπο που ζει, το πνεύμα
του παραμένει εξίσου δυνατό, ό,τι κι αν φοράει. Οι μπότες δεν παίζουν ρόλο. Μπορεί
μετακινείται με χιονοόχημα, να γδέρνει τα σαμούρια με το φως της γεννήτριας
φορώντας στο μέτωπο led φακό, και όχι με το φως της λάμπας πετρελαίου, αλλά παραμένει
ο ίδιος νορμάλ Ρώσος. Απλά ο κόσμος του εμπλουτίστηκε με ένα σωρό καινούργια
αντικείμενα και σιδερικά. Ναι, έχει αγοράσει τα πέδιλα του σκι του από ένα
κατάστημα. Δεν τα έφτιαξε μόνος του.
Αλλού είναι το θέμα: τί έκανε τις ώρες, που εξοικονόμησε; Ρήμαζε μπροστά
στην τηλεόραση, κατέβαζε βότκα ή επικοινωνούσε με τους ανθρώπους του, διάβαζε κάποιο
βιβλίο; Ή έφτιαχνε ένα καινούργιο χαμάμ;
-Ο κόσμος της τάιγκας,
της Σιβηρίας, είναι παντελώς ξένος για τον έλληνα αναγνώστη. Θα θέλατε να
διαβάζονται στην Ελλάδα τα βιβλία σας; Τι περιμένετε να εισπράξει από τα βιβλία
σας ένας ξένος αναγνώστης;
Πάντα πίστευα, και ακόμα πιστεύω, ότι αρκεί να με μάθουν στη Ρωσία. Και όσο
περισσότερο οικείος είσαι για τους συμπατριώτες σου, τόσο περισσότερο ξένος
παραμένεις για τους ξένους. Τα βιβλία μου δεν είναι εύκολα, γιατί είναι
χτισμένα πάνω σε αποχρώσεις. Υπάρχουν
φράσεις, που ούτε οι μοσχοβίτες
δεν θα καταλάβουν. Δεν υπάρχουν τέτοια λεξικά.
Τα σύγχρονα ρωσικά βιβλία, βιαστικά γραμμένα και χωρίς «γλώσσα», πάντα μου
προκαλούν υποψίες. Δείχνουν σαν έτοιμη προσεγγιτική μετάφραση. Οι συγγραφείς
τους σαν να «λοξοκοιτούν» ήδη πέρα από τα σύνορα. «Κρεμάστηκαν» προς τα κει σαν
το χέλι από τον κουβά, σαν να εκλιπαρούν: «Μεταφράστε μας!»
Κάποτε, στο Φεστιβάλ του Νοβοσιμπίρσκ, ο συγγραφέας Ζαχάρ Πριλέπιν είπε
κάτι, με το οποίο δεν μπορούμε να μη συμφωνήσουμε: «Όταν μεταφράζονται τα
βιβλία σου, αυτό δουλεύει υπέρ της Ρωσίας, υπέρ της εικόνας της». Και έτσι
είναι, διότι συχνά την χώρα μας εκπροσωπούν στο εξωτερικό συγγραφείς που δεν
έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Δεν τους διαβάζει κανείς. Εννοώ, από νορμάλ
ανθρώπους. Και κανείς δεν τους ξέρει. Κι εκείνοι πάνε στο εξωτερικό και
έρχονται. Υπάρχει μια ολόκληρη λίστα συγγραφέων προς «εξαγωγή». Όπως ο Πελέβιν,
ή, ακόμα καλύτερα, ο Σορόκιν.
Και πώς να κρίνουμε, παρακαλώ, τη Ρωσία από τις ταινίες του Κοντσαλόφσκι,
του Ζβιάγκιντσεφ, οι οποίοι ψεύδονται και ιδέα δεν έχουν από Ρωσία; Ο σκοπός
του συγγραφέα είναι να φτάσει στον ξένο αναγνώστη η εικόνα της Ρωσίας.
Ιδιαίτερα στον έλληνα αναγνώστη. Πιστεύω ότι πάρα πολλά πράγματα συνδέουν τις
χώρες μας. Το αισθάνεσαι βαθιά, όταν μελετάς τις εκκλησιαστικές λειτουργίες.
Πιστεύω ότι κάτι «θα βρει για να ανακαλύψει» ένας ξένος αναγνώστης στα διηγήματά
μου. Και γιατί να μην ανακαλύψει; Δεν είναι αναίσθητος! Θα εισπράξει την
ομορφιά, την απεραντοσύνη τού χειμώνα μας και την άπλα και την απεραντοσύνη της
ανθρώπινης ψυχής, που ταιριάζει σ’ αυτόν τον χειμώνα. Η μήπως δεν θα θέλει να βουτήξει
στη ζωή των κυνηγών, γεμάτη ηρωική εργασία, ιδρώτα, απίστευτα όμορφη φύση και
ασύλληπτη εσωτερική αρμονία; Ή, για παράδειγμα, να γνωρίσει την καθημερινότητα
του νταλικέρη, που μεταφέρει γιαπωνέζικα αυτοκίνητα και καθημερινά κάνει χίλια
πεντακόσια βέρστια (δηλαδή, κοντά 1600 χιλιόμετρα) μέσα από τα έρημα βουνά. Ή
το παράδοξο φαινόμενο του ρωσικού δεξιού τιμονιού, που ταιριάζει στη «δικέφαλη»
ρωσική ζωή, στη χώρα που εκτείνεται από την Ανατολή ως τη Δύση; Δεν θα τον
ενδιαφέρει ο «καυγάς» της Μόσχας με τη ρωσική επαρχία.
-Ιδιαίτερο ρόλο στα
βιβλία σας έχει η Θεία Πρόνοια. Οι ρώσοι συγγραφείς είχαν πολύπλοκες σχέσεις με
τον Θεό, ακόμα περιπλοκότερες με την Εκκλησία. Πείτε μας για τις δικές σας
σχέσεις...
Πιστεύω ότι οι ρώσοι
συγγραφείς τα είχαν βρει με τον Θεό. Δύσκολες σχέσεις με τον Θεό είχε ο Τολστόι.
Στον Ντοστογιέφσκι όλα ήταν ξεκάθαρα. Τόσο ξεκάθαρα, ώστε οι ίδιοι οι ιερείς θεωρούν
τον Ντοστογιέφσκι μεγάλο ορθόδοξο συγγραφέα, τα έργα του οποίου διευρύνουν τα
σύνορα της λογοτεχνίας και την ανεβάζουν σε επίπεδο θεολογίας, θρησκευτικής
φιλοσοφίας... Όσο για μένα... Είμαι αμαρτωλός, αδύναμος... Αλλά προσπαθώ,
όσο μπορώ και πιστεύω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου