19/4/15

Η αναβίωση της ιστορικής μνήμης

ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΣΧΑΛΟΥΔΗ

Per Kristian Nygård, Repetition as a Form of Change, 2013, ξυλογραφία, 54 x 72 εκ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ, Το Ολοκαύτωμα - Η διαχείριση της τραυματικής μνήμης - Θύτες και θύματα, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2015

Στο βιβλίο, τρεις όροι επανέρχονται σταθερά και αποτελούν τους άξονες της ανάλυσης του: μνήμη  - τραύμα – και δημόσια ιστορία. Ο συγγραφέας επιχειρεί μια πολύ προσεκτική ανάλυση της μνήμης του Ολοκαυτώματος, έτσι όπως έχει αποτυπωθεί στη δημόσια σφαίρα από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις μέρες μας. Το στοιχείο που κάνει την ανάλυση του ιδιαίτερη είναι ότι δεν αναδεικνύει μόνο τις πολιτικές και τους πολέμους της μνήμης, αλλά προσθέτει στη διαπραγμάτευση του θέματος την έννοια του τραύματος, καθώς το Ολοκαύτωμα αποτέλεσε την κατεξοχήν τραυματική μνήμη στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Ο συγγραφέας αναζητά την σύνθετη και περίπλοκη σχέση μεταξύ τραύματος και μνήμης στο προνομιακό πεδίο της αναπαράστασής τους στη Δημόσια Ιστορία. Σε αυτό το πεδίο μακριά από τις πειθαρχίες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις διαδρομές της τραυματικής μνήμης, αλλά και  τη διαδικασία συγκρότησης της ιστορικής κουλτούρας.

Η δημόσια ιστορία, εφόσον  δεν απαιτεί ακαδημαϊκή εξειδίκευση μπορεί να είναι  σχεδόν ότι υπάρχει γύρω μας και μιλά για το παρελθόν, χωρίς απαραίτητα να πληροί τις προϋποθέσεις της ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας. Κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικά έργα, λογοτεχνία, κόμικς, μαρτυρίες, μνημεία, έργα τέχνης, μουσεία, εθνικά πάρκα, επετειακές εκδηλώσεις, ιστορικά ντοκυμαντέρ και φυσικά σχολικά εγχειρίδια. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι Δημόσια Ιστορία είναι ό,τι έχει σχέση με το παρελθόν αλλά δεν δημιουργείται με στόχο την ιστορική έρευνα και την υπηρέτηση της ιστορικής αλήθειας.  Συνήθως συνδέεται με τις πολιτικές της μνήμης και εξυπηρετεί μια σειρά επιταγών που σχετίζονται με την πολιτική συγκυρία. 
Η Δημόσια ιστορία είναι ικανή να θεμελιώνει και να κλονίζει συλλογικές ταυτότητες, να προάγει την εθνική συνοχή και να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση των πολιτών. Με τον εορτασμό των εθνικών επετείων, την ανέγερση μνημείων αλλά και τη διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία καλλιεργείται η αίσθηση της συνέχειας στο χρόνο, ενδυναμώνεται η αγάπη για την πατρίδα και το χρέος απέναντι στους προγόνους που θυσιάστηκαν για τη δημιουργία του εθνικού κράτους και την ανεξαρτησία του. Με τον ίδιο τρόπο η Δημόσια Ιστορία υπηρετεί και τις επιδιώξεις μικρότερων κοινωνικών ομάδων, όπως τα κόμματα και οι παρατάξεις που επιχειρούν να ενδυναμώσουν την πολιτική τους ταυτότητα και να κάνουν γνωστή στην κοινή γνώμη τη δική τους, συνήθως ανταγωνιστική, ιστορική αφήγηση. Ο εορτασμός της Εθνικής Αντίστασης στο Γοργοπόταμο και οι εορτασμοί του Εμφυλίου πολέμου ή αλλιώς γιορτές μίσους (όπως ονομάστηκαν το 1981) στο Γράμμο είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
Για όλους αυτούς τους λόγους η δημόσια ιστορία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ακαδημαϊκούς ιστορικούς. Η μελέτη της  μας αποκαλύπτει καταρχήν τη σχέση που διατηρεί μια κοινωνία με το παρελθόν της και κυρίως τους περίπλοκους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε συλλογική μνήμη. Στην ουσία η δημόσια ιστορία αποτελεί την επιβεβαίωση ότι το παρελθόν ανακατασκευάζεται με βάση το παρόν, αλλά και ότι το παρόν ερμηνεύεται με βάση το παρελθόν.
Το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί μια πολύ προσεκτική ανάλυση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το Ολοκαύτωμα ως παρελθόν στις ευρωπαϊκές κυρίως χώρες. Παρακολουθεί με  πολύ ενδελεχή τρόπο την προσπάθεια των ευρωπαϊκών χωρών αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να ξαναγράψουν την ιστορία τους, έτσι ώστε να συγκροτήσουν μια όσο το δυνατό λιγότερο προβληματικό εθνικό παρελθόν. Καθώς το μεταπολεμικό καθεστώς παγιωνόταν, οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου αντλούσαν τη νομιμοποίηση τους από τον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Συνακόλουθα, οι ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη νέα μεταπολεμική πραγματικότητα έπρεπε είτε να επικαλεστούν ένα μεγαλειώδες αντιστασιακό παρελθόν ή να  κατασκευάσουν την ταυτότητα του θύματος του ναζισμού, όπως συνέβη στην περίπτωση της Αυστρίας. Αν αυτό το παρελθόν ήταν  πραγματικό ή επινοημένο αυτό είχε ελάχιστη σημασία. Εκείνο που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή ήταν να διατηρηθεί η εθνική συνοχή και να μπορέσουν οι χώρες αυτές να συμπορευθούν δίπλα στους νικητές του άξονα. Σε αυτή τη συγκυρία, το Ολοκαύτωμα υπήρξε πάντοτε ένα βαθειά τραυματικό παρελθόν. Όλοι προτιμούσαν να αποφύγουν τη μνημόνευσή του και να το αποσιωπήσουν. Δημιουργούσε ρωγμές στο εθνικό αφήγημα, καθώς έφερνε στο φως διαστάσεις της εθνικής ιστορίας για τις οποίες καμία χώρα δεν ήταν διατεθειμένη να μιλήσει. Τέτοια ζητήματα ήταν και είναι ακόμη ο αντισημιτισμός, ο δωσιλογισμός και η κάθε μορφής συνεργασία με τις δυνάμεις του Άξονα.
Μετά το 1989, μετά  την κατάρρευση του κομμουνισμού και την επανένωση της Γερμανίας και μέχρι σήμερα, για να επιτευχθεί μια εύχρηστη και αποδεκτή ευρωπαϊκή ταυτότητα βρίσκεται σε εξέλιξη μια επανεκτίμηση των επιτευγμάτων και των αποτυχιών της μεταπολεμικής Ευρώπης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της διαδικασίας υπήρξε η αναβίωση της ιστορικής μνήμης, η επαναδιαπραγμάτευση των βεβαιοτήτων της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί  μέχρι το 1989. Έτσι το Ολοκαύτωμα έγινε προνομιακός τόπος της ευρωπαϊκής μνήμης. Στη Γερμανία με την ανέγερση του Μνημείου των Εβραίων Θυμάτων του Ολοκαυτώματος έγινε συμβολικά το όχημα για να αντιμετωπίσει η χώρα την πιο σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της. Ενώ στις πρώην ανατολικές χώρες η ανάδειξη της μνήμης του Ολοκαυτώματος έγινε το όχημα της ένωσης τους με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Κλείνοντας, μια πολύ σημαντική συνεισφορά του βιβλίου είναι ότι αναδεικνύει μέσα από θεωρητικές αλλά και πραγματολογικά τεκμηριωμένες αναφορές ότι η διαφοροποίηση των αναπαραστάσεων του παρελθόντος δεν είναι μια διαδικασία τόσο απλή και προφανής συνήθως νομίζουμε. Παρά τις παραμορφώσεις και την εναλλαγή των αναπαραστάσεων υπάρχουν όρια στη χειραγώγηση και την ανακατασκευή του παρελθόντος. Οι περιορισμοί αυτοί απορρέουν τόσο από τις ιδιαιτερότητες του παρελθόντος που μνημονεύεται, όσο και από την κοινωνία η οποία το επικαλείται. Στη συγκριμένη περίπτωση η τερατώδης ιδιαιτερότητα του Ολοκαυτώματος θέτει πολλούς από τους όρους της μνημόνευσής του. Με άλλα λόγια η ιστορία του Ολοκαυτώματος όπως και όλων των σημαντικών ιστορικών γεγονότων γράφεται και ξαναγράφεται υπηρετώντας τις ανάγκες του παρόντος και της πολιτικής συγκυρίας ή τις ανάγκες των κοινωνιών να ερμηνεύσουν το παρελθόν και την ταυτότητα τους με καινούργιους τρόπους ή από μια άλλη οπτική γωνία. Κάθε φορά που ξαναγράφεται όμως αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια της στους μηχανισμούς που επιχειρούν την αναπαράσταση του και με τη σειρά του τους αναδιαμορφώνει. Και εδώ έγκειται και η ιδιαιτερότητα της μνημόνευσης των τραυματικών γεγονότων: Όσο πιο τραυματικό είναι ένα γεγονός τόσο πιο δύσκολη και επίπονη είναι και η διερεύνηση αλλά και η αναπαράσταση του.  Όχι μόνο γιατί είναι ένα ευαίσθητο θέμα που αφορά το βίαιο θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά γιατί κάθε  αναπαράστασή του φέρνει την κοινωνία στην οποία απευθύνεται αντιμέτωπη με τις πληγές της και αυτό είναι πάντοτε επώδυνο.


Η Ελένη Πασχαλούδη είναι δρ Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών

Δεν υπάρχουν σχόλια: