ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΟΥΚΟΥ
ΞΕΝΙΑ
ΜΑΡΙΝΟΥ, Αναζητώντας Οδοφράγματα. Αστικός
Τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή
Κομμούνα, Αθήνα, εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 389
Γνώρισα
την Ξένια Μαρίνου στην τελική φάση συγγραφής της διατριβής της. Μελετούσα τότε
τις αντιδράσεις του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου
στο πραξικόπημα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη της 1 Δεκεμβρίου 1851. Είχα επομένως
κάπως εξοικειωθεί με τις γαλλικές πηγές και τα βοηθήματα και μπόρεσα έτσι να
διαπιστώσω, διαβάζοντας τη διαμορφούμενη τότε τελική μορφή της διατριβής της, πόσο
σε βάθος η Μαρίνου είχε μελετήσει τις πηγές και τη βιβλιογραφία, ελληνικές και
γαλλικές, για να εξακριβώσει την απήχηση του γαλλοπρωσικού πολέμου και της
Παρισινής Κομμούνας στην Ελλάδα. Λίγοι θα μπορούσαν σήμερα στη χώρα μας να
μιλήσουν με τέτοια γνώση για τις δραματικές εξελίξεις στη Γαλλία τις δεκαετίες
του 1860 και 1870.
Αλλά
δεν ήταν μόνον η γνώση των πηγών και της βιβλιογραφίας. Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση
διαπίστωσα στο έργο της μια συνθετική ικανότητα, κριτική στάση απέναντι στις
ιστορικές πληροφορίες, τόλμη στη διατύπωση νέων ερωτημάτων, ετοιμότητα να
υπερασπιστεί τις απόψεις της ακόμη και απέναντι σε θέσεις «καθιερωμένων»
ιστορικών, με δυο λόγια είχε σε μεγάλο βαθμό κατακτήσει τα εφόδια του
ιστορικού. Η διαπίστωσή μου αυτή έτυχε μιας πρώτης επιβεβαίωσης όταν εκλεκτοί
συνάδελφοι (αναφέρω μόνον ενδεικτικά τον Χρήστο Χατζηιωσήφ) απένειμαν στην
Μαρίνου τον τίτλο του διδάκτορα με άριστα.
Μια δεύτερη, πιο αναλυτική γνωριμία, με τη διατριβή αυτή είχα όταν
η συγγραφέας και οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου ΚΨΜ είχαν την καλοσύνη να μου
αναθέσουν την επιμέλειά της, όταν με κάποιες αλλαγές αποφασίστηκε να γίνει το
βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε. Επειδή είμαι ερασιτέχνης διορθωτής και
τυχαίνει να είμαι και ιστορικός, δεν περιορίστηκα σε μια τυπική εργασία αλλά
μπήκα πιο γενναία στην ουσία του όλου ιστορικού εγχειρήματος. Οι αρχικές πρώτες
εκτιμήσεις μου επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν. Τώρα πιο συγκεκριμένα μπόρεσα να
διακρίνω τις υποθέσεις που η συγγραφέας έθετε και πώς τις διερευνούσε. Αναφέρω δύο
παραδείγματα αυτής της διερεύνησης που κατέληξαν σε ερμηνευτικές προτάσεις πολύ
ενδιαφέρουσες και πολλές φορές τολμηρές.
-Τι σήμαινε για την ελληνική κοινωνία του 1870 η συμμετοχή 1500
τουλάχιστον Ελλήνων στον γαλλογερμανικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα; Ήταν
απλώς μια συμμετοχή τυχοδιωκτών πάσης φύσεως και θαυμαστών της γενικότερης
προσφοράς της Γαλλίας ή μπορούμε να ανιχνεύσουμε και κάποιους που συνειδητά
μεταβαίνουν γιατί γνωρίζουν ή πληροφορούνται τις κοινωνικές διεργασίες που εκεί
συντελούνται και θέλουν να τις ζήσουν από κοντά, ακόμα και να συμμετάσχουν σ’ αυτές;
Ή γιατί να αποκλείσουμε και την περίπτωση όσοι έφθασαν ως εθελοντές στη Γαλλία
και βρέθηκαν μέσα στο καμίνι των κοινωνικών εντάσεων γιατί να μην
μεταμορφώθηκαν μερικοί από αυτούς, ακόμα και αν δεν ήταν προετοιμασμένοι, σε
επαναστάτες; Το ερώτημα είναι πράγματι τολμηρό και θα παραξένευε πολλούς που
πιστεύουν ακόμη ότι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα οι ανατρεπτικοί προβληματισμοί
των εδραιωμένων πολιτικών και κοινωνικών δομών καθώς και οι κοινωνικές
αντιθέσεις λείπουν τελείως ή είναι αμελητέες. Η Μαρίνου προσκομίζει πολλές νέες
μαρτυρίες, αξιοποιεί παλαιότερες για να μας οδηγήσει να προβληματιστούμε κι
εμείς ότι μπορεί η τολμηρή αυτή η υπόθεση να έχει μια βάση, ότι δεν θα ήταν
φρόνιμο να την απορρίψουμε από την αρχή.
Η γοητεία της αφήγησης έγκειται στην τεχνική που ακολουθείται: το
επιχείρημα, που στην αρχή δίνεται υπαινιχτικά, ξετυλίγεται σταδιακά, βασανιστικά
θα έλεγα, για να οδηγηθεί στην τελική του αποκάλυψη. Εδώ θα διέκρινα μια
εξοικείωση με τα καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα. Έτσι, ο προσεχτικός
αναγνώστης βγαίνει, αν όχι πάντοτε πεπεισμένος, οπωσδήποτε όμως
προβληματισμένος ότι πρέπει να ξανασκεφθεί πολλές όψεις της ελληνικής ιστορίας
του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και να μην θεωρήσει υπερβολικό ότι μπορεί και
Έλληνες να συμμετείχαν στην Παρισινή Κομμούνα, όπως τα αποδεικτικά στοιχεία που
προσκομίζονται φαίνεται να το αποδεικνύουν. Και όλα αυτά ενταγμένα σε μια
εξαιρετική πράγματι αφήγηση για τα όσα συμβαίνουν στη Γαλλία και κυρίως στο
Παρίσι στις παραμονές και στη διάρκεια της Κομμούνας.
Το δεύτερο μείζον ερώτημα που σταδιακά και βασανιστικά ξετυλίγεται
μέχρι να διατυπωθεί η τελική θέση της συγγραφέως θα μπορούσε να διατυπωθεί ως
εξής: Πώς από τη συγκεχυμένη στην αρχή παρουσίαση και ερμηνεία των γεγονότων
του γαλλογερμανικού πολέμου και της Παρισινής Κομμούνας από τον αθηναϊκό Τύπο μεταβαίνουμε
σταδιακά και παράλληλα με την κορύφωση την γαλλικών εξελίξεων σε μια πιο
συγκροτημένη και κοινή για όλους σχεδόν καταδικαστική για την Κομμούνα στάση,
που υιοθετεί όλα τα στερεότυπα που χρησιμοποιούνται τότε στη Γαλλία εναντίον
της, και πού παραπέμπει αυτή η κοινή στάση των αθηναϊκών εφημερίδων ως προς την
τότε ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Η Μαρίνου δεν διστάζει να καταλήξει ότι
έχουμε την παρουσία μιας αστικής τάξης που γνωρίζει καλά τα συμφέροντά της και
επομένως είναι πλήρως αλληλέγγυα με τους απηνείς διώχτες της Κομμούνας. Έτσι,
παράλληλα με στην αστική τάξη που εδώ κυρίως εκφράζεται με τον αθηναϊκό Τύπο,
το βιβλίο προβάλλει, ακόμα και από τις ρωγμές που παρατηρούνται στον Τύπο
αυτόν, και φυσικά με πολλές άλλες μαρτυρίες, αυτό που φαίνεται και ο κύριος
στόχος του: να δείξει δηλαδή ότι υπάρχουν, παρά τον λόγο περί του αντιθέτου,
στην Ελλάδα της εποχής αυτής άτομα και ομάδες που βλέπουν διαφορετικά το κράτος
και την κοινωνία στην οποία ζουν και επικοινωνούν με αντίστοιχες ανησυχίες
ευρωπαϊκές, ακόμα και συμμετέχουν σ’ αυτές.
Γενικά με τις «επικίνδυνες»
υποθέσεις της δεν διστάζει να δείξει ότι έχει θέση, ότι είναι με αυτούς που
βρίσκονται στο περιθώριο. Η θέση της όμως δεν είναι στον αέρα, αλλά βασίζεται
σε γερή θεωρία και πλούσια αποδεικτικά στοιχεία. Επομένως ας είναι
προετοιμασμένος όποιος θα την αμφισβητήσει, δεν θα μείνει αλώβητος αν δεν έχει
ουσιαστικά επιχειρήματα. Αν έχει, θα τα συζητήσει μαζί του και δεν θα διστάσει,
αν πεισθεί, να τροποποιήσει την υπόθεσή της. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με
πολιτική θέση αλλά με ιστορική ερμηνεία που φυσικά δεν μπορεί, και δεν πρέπει
να είναι αντικειμενική, οφείλει μόνο να σέβεται τους κανόνες της ιστορικής
γραφής. Και αυτό είναι φανερό.
Δύο μόνον σημεία ακόμη:
Ο πλούτος των πληροφοριών που περιέχονται είναι μεγάλος και είναι
βέβαιο ότι πολλοί θα ξυλεύσουν από το κείμενο, τα πολλά παραθέματα, τις 2000
περίπου υποσημειώσεις, που δεν είναι τυπικές, δένονται με το κείμενο και
δείχνουν πολλές φορές πώς από τη διασταύρωση πηγών και βοηθημάτων προήλθε η
πληροφορία ή η θέση που καταγράφεται.
Η γραφή του κειμένου. Υπάρχουν πολλά σημεία που ο αναγνώστης
παρασύρεται σε μια ποιητική αναπαράσταση τής τότε πραγματικότητας, π.χ. ο
τρόπος που η συγγραφέας μας δίνει μια εικόνα του Παρισιού στις παραμονές της
Κομμούνας. Το ξεδίπλωμα, όπως ήδη είπα, σταδιακά του επιχειρήματος: υπαινιγμός
στην αρχή, σταδιακή παρουσίασή του μέχρι την κορύφωση. Η γλαφυρή μετάφραση των
πολλών παραθεμάτων από τα γαλλόφωνα έντυπα
Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό καλύπτει ουσιαστικό κενό στη
ιστοριογραφία μας. Συγχρόνως πιστεύω ότι μπορεί, με τον ουσιαστικό τρόπο που
γίνεται η διαπραγμάτευση του θέματος, να σταθεί χωρίς πρόβλημα δίπλα στα ξένα
δημοσιεύματα για τον γαλλογερμανικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα.
Προστίθεται δηλαδή και μια ακόμη γερή ερμηνευτική ψηφίδα στην ερμηνεία των
συγκλονιστικών αυτών γεγονότων. Κι αυτό σε μια περίοδο που η ενασχόληση μ’ αυτά
θεωρείται από πολλούς, ευτυχώς όχι από όλους, ξεπερασμένη για να μην πω
επικίνδυνη.
Η Ξένια Μαρίνου το τόλμησε και με ισχυρά εφόδια. Αξίζει έπαινο για
την προσπάθειά της και δημιουργεί, σε μας τους μεγαλύτερους, την ελπίδα ότι θα
δώσει σύντομα δείγματα μιας ακόμη μεγαλύτερης ωριμότητας.
Ο Χρήστος
Λούκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης
V, 2013, λάδι σε καμβά, 22 x 22 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου