ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
Στη μνήμη του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, αρχιτέκτονα του ΕΜΠ, και των Barnes και RTL που σκοτώθηκαν στις ράγες
του Ηλεκτρικού ενώ ζωγράφιζαν
Τα γκράφιτι στην Αθήνα, τα οποία έχουν έγκαιρα
προβάλει διεθνείς εφημερίδες,
είναι ό,τι πιο
παρήγορο συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο της συχνής απελπισίας. Συχνά στα όρια του νόμιμου
και του παράνομου, συχνά
διωκόμενα, τα
γκράφιτι με την έμμονή τους παρουσία,
είναι σαν να λένε πως εξακολουθεί να υπάρχει και να δρα μια νέα γενιά και
ένας άλλος κόσμος, έστω κι αν το επίσημο κράτος το αγνοεί.
Η μεγάλη σύνθεση στην πρόσοψη του
κτιρίου του Πολυτεχνείου έχει μελετήσει την ιδιαιτερότητα της
συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής και έχει ενσωματωθεί εξαιρετικά με αυτή, χωρίς να προσβάλει ή να
απειλεί τις ενθέσεις μαρμάρου,
τις μετόπες,
τα τρίγλυφα,
κλπ. Οι
ζωγράφοι λειτούργησαν με ταχύτητα,
ακρίβεια και ευαισθησία,
κυριολεκτικά κάτω από τον συμβολικό ύπνο των θεσμών. Και αυτό κάτι σημαίνει. Ήταν για μένα μια έκπληξη
αυτό το γκριζάιγ, καθώς αγκαλιάζει το κέλυφος του κτιρίου σαν να το προστατεύει. Ασφαλώς λοιπόν και δεν
πρόκειται για βανδαλισμό, εφ'
όσον υπάρχει πολλή γνώση και πολλή μαστοριά στην παρέμβαση. Ασφαλώς και πρόκειται για
τέχνη, έστω κι αν μετράει τα όρια του μικροαστισμού μας. Για μια τοιχογραφία που αναπνέει σε συνθήκες που
πια δεν υφίστανται (εννοώ
την επική ζωγραφική των μεταβυζαντινών μοναστηριών ή της λαϊκής γραφής του
Θεόφιλου που έχουν σήμερα εκλείψει).
Δημιουργείται βεβαίως ένα θέμα
νομιμότητας. Μπορούμε
να «γράφουμε» σε διατηρητέα μνημεία,
σε ιστορικά κτήρια,
στα ελάχιστα δείγματα του νεοκλασικισμού του 19ου αιώνα;
Αντέχει αυτή η πόλη περισσότερη αυθαιρεσία ή "ετσιθελισμό";
Η απάντησή μου είναι «όχι», αλλά υπό προϋποθέσεις. Στη συγκεκριμένη παρέμβαση οι ζωγράφοι σεβάστηκαν
το μνημείο και το αντιμετώπισαν σαν αυτό που είναι, δηλαδή ένας ζωντανός οργανισμός. Είναι υποκρισία να μην
θυμάται κανείς πως επρόκειτο για έναν βρώμικο τοίχο, γεμάτο επιγραφές και
σκισμένες αφίσες. Είμαι σίγουρος
πως ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης,
με την ομάδα του,
είναι γνώστης της ιστορίας του Πολυτεχνείου, το οποίο δεν είναι απλά ένα
ιστορικό κτήριο αλλά κάτι
περισσότερο. Ένα
σύμβολο ζωντανό που οι θεσμοί βολεύονται να το αντιμετωπίζουν μουμιοποιημένα, μουσειακά, και κάποιοι άλλοι ως ενεργή
μνήμη και αφορμή έμπνευσης.
Το συνειδητοποιείτε; Το Πολυτεχνείο ακόμα εμπνέει,
και μάλιστα εκτός του ετοιματζήδικου σεβασμού που ακολουθούν χρόνια τώρα οι
κομματικές νομενκλατούρες.
Το γεγονός αυτό δίνει στον ζωγράφο το δικαίωμα να ζωγραφίζει, και σε μένα το δικαίωμα να
μιλάω. Έστω και
σε αυτό το ιδιότυπο καθεστώς των ορίων ανάμεσα στον νόμο και την παραβίασή του,
ή τον θεσμό και την αμφισβήτησή του.
Εξάλλου, έτσι λειτουργούσαν ανέκαθεν τα γκράφιτι. Στο όριο.
Στο όριο της ελευθερίας,
της πρόκλησης,
της αμφισβήτησης,
της επιθετικότητας.
Μια επιθετικότητα όμως που αρχίζει και τελειώνει στο χρώμα. Και που συνεχίζει την
αναγέννηση των γκράφιτι, και στην Αθήνα και σε άλλες ελληνικές πόλεις. Άποψή μου είναι πως πρέπει να
γνωρίσουμε τα κτίσματα, για να αγαπήσουμε τους ανθρώπους. Και να μην φοβόμαστε τις ζωγραφικές. Ας είναι αυτές η τελευταία
βία που θα πλήξει αυτόν το τόπο,
που θα απειλήσει το συλλογικό ήθος και τη δημόσια αισθητική.
ΥΓ. Δύο θλιβερά συμπεράσματα:
α) Οι τελευταίοι που μπορούν να μας διδάξουν
αισθητική είναι οι δημοσιογράφοι.
β) Στην πόλη αυτή, μπορεί
ο καθένας να κάνει ανεμπόδιστα και το καλύτερο και το χειρότερο.
Ο Μάνος Στεφανίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής
του ΕΚΠΑ
Berber, 1985, ακρυλικό σε καμβά,160 x 130 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου