15/3/15

Ίχνη

ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗ

Άνθρωποι-φαντάσματα

Stadtkopf - Gitarre, 1980, ακρυλικό και παστέλ σε χαρτί, 87 x 61 εκ.
ΜΙΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Το δεύτερο μέρος της νύχτας, εκδόσεις Ωκεανίδα, σελ. 280
                                                                                          
H βία έτσι τουλάχιστον όπως μεταδίδεται και εκφέρεται από τα ΜΜΕ, ομογενοποιεί συγκεντρωτικά την πρόσληψη των γεγονότων σε μια μεγάλη κλίμακα. Το έγκλημα, μετά από τις ωμότητες των ISSIS και Μπόκο Χαράμ, έχει πάρει τη μορφή μιας παγκόσμιας ταπετσαρίας που ξεχνά όμως την μοναδικότητα, το ανεμοδαρμένο πάθος, τις θεοσκότεινες μεταστάσεις των ορμέμφυτων ενστίκτων. Το «μεγάλο» με το «μικρό», δεν συνδέονται πλέον. Οι μεταφορά υλικού από το ένα πεδίο στο άλλο, έχει αποκοπεί. Το θέριεμα της προσωπικής Δαντικής κόλασης του καθένα, εξυφαίνεται υποδόροια στους δαιδάλους των εσώτερων διαδρομών και προφανώς αποσιωπάται από την συλλογική σφαίρα. Παραμένει η πληγή στις σιωπές. 
Ο Μίνως Ευσταθιάδης με το τρίτο του βιβλίο, προσπαθεί να εισχωρήσει στις εσοχές του νου, κοινοποιώντας προς τα έξω τη θηριωδία που κάποιοι «κανονικοί» συμπολίτες μας, κουβαλούν. Εκεί που η νορμαλιτέ, χάνει τον μπούσουλα. Ποια μπορεί να είναι η σχέση μεταξύ των πανευρωπαϊκών συλλαλητηρίων κατά της λιτότητας, με έναν ελληνογερμανό ντετέκτιβ ονόματι Χρήστος Παπαδημητρακόπουλος ή αλλιώς Κρις Πάπας (προς το αμερικανίζον κλισέ) που δρα στο Αμβούργο; Ποιός ιστός συνδέει τον φόνο ενός φαινομενικά αργόσχολου αγρότη σε μια επαρχιακή πόλη της Γερμανίας, με τα ζητήματα ταυτότητας ενός ουσιαστικά αέναου μετανάστη;

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ο Κρις Πάπας είναι ο φτηνότερος ντετέκτιβ στη περιοχή του Αμβούργου. Από τη κλειδαρότρυπα παρακολουθεί ερωτικές συνευρέσεις που μυρίζουν διαζύγιο και χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. Είναι απόλύτως μοναχικός και όλα τα υπόλοιπα τα κάνει από λίγο. Λαμβάνει ένα μήνυμα από μια άγνωστη γυναίκα για έναν διαστροφικό φόνο. Ο Κόνραντ Χάουσμαν έχει σφαχτεί με ακρίβεια χειρούργου, στο Φρίντριχσταντ. Μια κωμόπολη, χαμένη από τον χάρτη. Το κλισέ, προσκρούει στην πραγματικότητα και ωριμάζει βιαίως. Τα στοιχεία, ελάχιστα. Αυτόπτες μάρτυρες ούτε για δείγμα, εκτός από ένα γουρούνι. Ο Πάπας πιάνει φιλίες με τον επίσης μοναχικό επιθεωρητή της περιοχής. Η υπόθεση παίρνει μια μίνι δημοσιότητα. Αργότερα δολοφονείται με παρόμοιο τρόπο ένας άλλος Χάουσμαν, Βίκτορ αυτή τη φορά. Τα πρόσωπα όπως και τα γεγονότα, δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους. Ο Πάπας γίνεται διάσημος από τα κανάλια, μέσα σε μια νύχτα.
Είναι από τα λίγα αστυνομικά, που δεν υπάρχει κοινωνικός περίγυρος. Μελαγχολικές, μετέωρες, απομονωμένες υπάρξεις ψάχνουν να βρουν τι άραγε; Μια ελπίδα για να ζήσουν να δουν την επόμενη μέρα προφανώς. Βουτηγμένοι στη δίνη του αίματος. Το γαϊτανάκι της εύρεσης των δολοφόνων, αρχινά. Κατά παράβαση της συνείδησης του, ο Πάπας ενώ έχει αφομοιωθεί με τα στοιχειά της υπόθεσης, λειτουργεί ως παρατηρητής. Γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των απροσχημάτιστων δαιδάλων της βούλησης. Εκεί που σταματά η παρόρμηση και ξεκινά το σχέδιο. Που είναι πάντοτε εξαιρετικά απλοϊκό. Σε τέτοιο βαθμό, που το ραντάρ της φαντασίας δεν το πιάνει. Υπάρχει εγκληματικό υποκείμενο; Κι αν ναι, τότε από που πηγάζουν τα αίτια;  
Δίχως να πέφτει στη παγίδα των εύκολων ψυχολογισμών, ο συγγραφέας δίνει μερικές οπτικές γωνίες: μια ανεπηθύμητη γέννα, ο φόβος της έκτρωσης, γονείς με τραγικές επιδόσεις στον τομέα της τρυφερότητας. Η κοιτίδα της κοινωνίας, σαπίζει σταθερά δεκαετίες τώρα. Ακόμη και στο κέντρο της Ευρώπης. Ο Ευσταθιάδης μιλά για γεγονότα μικρής κλίμακας, με φόντο της μεγάλες αναταράξεις των περασμένων χρόνων. Τα θύματα, οι Χάουσμαν, είναι δυο «χαμένα κορμιά» κατά το κοινώς λεγόμενο. Ο Κόνραντ προέρχεται από μια διαλυμένη οικογένεια, με βεβαρυμένο παρελθόν βίας, που την μεταφέρει σε ότι τον πλησιάζει συναισθηματικά. Είναι δηλαδή ένα οιωνεί τραυματισμένο παιδί και ο άλλος, ο Βίκτορ, είναι ένας υποκοσμιακός τύπος με μαφιόζικα πάρε-δώσε.
Δυο υποθέσεις που μπαίνουν εύκολα στο αρχείο. Μικρές ψηφίδες, σε μια τοιχογραφία θηριωδίας. Αυξητικής κλίμακας. Όμως το αδύνατο σημείο του βιβλίου βρίσκεται στην σύνδεση των δυο θυμάτων. Ο Ευσταθιάδης τα ενώνει μέσω της δημοσιότητας. Ένα υπαρκτο θεωρητικό σχήμα, αλλά ρητορικό όσον αφορά την μυθοπλασία. Η φονική τεχνοτροπία του πρώτου θύματος, υποτίθεται ότι αντιγράφεται (έστω και άτσαλα) από τον δολοφόνο του δεύτερου. Η βία διαχέεται de facto, μεταδιδόμενη αλλοιωμένα από τα ΜΜΕ. Ένα ζήτημα που έχει πυροδοτήσει πάμπολλες ημερίδες και πλήθος άρθρων τον τελευταίο καιρό. Όμως η απαιτούμενη προσπάθεια διαλεύκανσης των φόνων, αποφεύγεται. Τα αμείλικτα ερωτήματα, συσσωρεύονται. Έτσι ο Κρις Πάπας θέτει οριστικά τον εαυτό του στον ρόλο του «φωτογράφου» άγριων θεαμάτων, αφού δεν προτείθεται να ξεδιαλύνει καταστάσεις.
Μια θέση ενεργητική μέσα στην παθητικότητα της, με τον Ευσταθιάδη να αυτοσαρκάζεται περπατώντας στην λεπτή γραμμή ανάμεσα στον φαταλισμό και την διερεύνηση αγρίων ενστίκτων. Το βλέμμα του μετατρέπεται σε τηλεφακό, που παρακολουθεί τα «χαμένα κορμιά», στις ύστατες πράξεις τους. Η συνθήκη του αστυνομικού μυθιστορήματος σπάει στη πορεία και αντικαθίσται από μια κουβεντιαστή μελέτη των προσώπων και του περιβάλλοντος. Ο άμεσος λόγος του βιβλίου με τις αβίαστες υπαρξιακές υπογραμμίσεις περί ταυτότητας, δίνει θάρρος στο μυθοπλαστικό οικοδόμημα. Ένα οικοδόμημα που κειμενικά στηρίζεται ως έναν μεγάλο βαθμό, στην σκιαγράφηση μιας μεταβαλλόμενης ατμόσφαιρας έτσι όπως εκφέρεται από το συναισθηματικό τριγύρι των εμπλεκομένων. Με έναν ντετέκτιβ-συλλέκτη ανόμιων πράξεων, ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο τις σκιές της χρόνιας αποδόμησης των αξιακών φορέων και των προσωπικών ειδώλων.                  

Ο Νίκος Κουρμουλής είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: