15/3/15

Τέσσερις συναντήσεις με τον Βάρναλη

ΤΟΥ ΜΗΤΣΟΥ ΚΑΣΟΛΑ

Dog-NY, 1982, ακρυλικό και παστέλ σε χαρτί, 70 x 100 εκ.
Το κυριακάτικο άρθρο του Κώστα Βούλγαρη στην “Αυγή” της 1ης Μαρτίου για τον Βάρναλη, μου θύμισε τέσσερις συναντήσεις που είχα με τον Βάρναλη, που πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Καισαριανή” τον Φεβρουάριο του 1975, της οποίας ήμουν τότε αρχισυντάκτης την περίοδο του ΚΚΕ Εσωτερικού...
Ευτύχισα στη ζωή μου να γνωρίσω τον Βάρναλη. Την πρώτη φορά μέσα στο λεωφορείο της Καισαριανής, όπου του πρόσφερα τη θέση μου. “Καθήστε, κύριε Βάρναλη” (οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και τον κοιτούσαν και κάποιοι ξεστόμισαν: “Ο Βάρναλης!”. “Αυτός είναι ο Βάρναλης!”.
- Μου λέει, πού σε ξέρω εσένα;
- Δεν με ξέρετε εσείς δάσκαλε, του λέω. Εγώ σας ξέρω.
- Κι από πού παιδί μου;
- Από τα έργα σας κι από φωτογραφίες σας. Χαμογέλασε. Όταν κατεβήκαμε μού 'δωσε το χέρι του κι εγώ τό 'σφιξα δυνατά.
- Πολύ δύναμη έχεις βρε παιδί μου. Είσαι νέος βλέπεις εσύ... Εγώ έχασα τη δύναμή μου πια.
- Δεν την έχασες δάσκαλε, εσύ την έβαλες μες στο έργο σου.
- Λες, μωρέ παιδί μου, λες; Και με κοιτούσε ολόισα. Πήγα κάτι να πω και τελικά κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Δεν βρήκα λόγια, ξαφνιάστηκα, από το “λες μωρέ παιδί, λες;” ενός αναμφισβήτητα μεγάλου.


***

Τη δεύτερη φορά -ύστερα από δυο τρία χρόνια- πήγα στο σπίτι του με μια συλλογή ποιημάτων μου. Μόλις μ' άνοιξε με ρώτησε.
- Από πού έρχεσαι; Μήπως γυρίζεις και συ απ' τους γάμους των παιδιών μας; Κι εγώ μόλις από κει γύρισα... (Ήταν η μέρα που ο Κωνσταντίνος παντρευόταν την Άννα-Μαρία του...). Χαμογέλασα.
- Σας έφερα κάτι ποιήματά μου δάσκαλε. Θέλω να τους ρίξετε μια ματιά.
- Θα τα διαβάσω. Μα συ ελόγου σου τι είσαι; (Πού να με θυμάται φυσικά!). Πού ανήκεις εσύ;
- Γιατί με ρωτάτε δάσκαλε;
- Έχει σημασία παιδί μου τι καπνό φουμάρει ο κάθε πολίτης και για τον ίδιο και για τη δουλειά του. Όσοι γράφουν πρέπει ν' ανήκουν στην προοδευτική παράταξη.

***

Την τρίτη φορά ήταν το '72 στο νοσοκομείο όπου είχε νοσηλευθή και παραπονιόταν πως δεν πήγαινε κανένας να τον δει. Βγαίνοντας απ' το ασανσέρ και προχωρώντας στον διάδρομο τον άκουσα να φωνάζει δυνατά, να παραπονιέται. Κάτι έλεγε για τη γυναίκα του “Πού είναι; Δεν έπρεπε να 'ναι εδώ δίπλα μου;”. Και κάτι πως τον ξεχάσανε όλοι... Ήταν μια γυναίκα εκεί και ο Ασημάκης ο Πανσέληνος και τον καθησυχάζανε.
Μόλις μπήκα στο δωμάτιο και του λέω “γεια σας δάσκαλε” ανασηκώθηκε ζωηρά στο κρεβάτι του κι άνοιξε την αγκαλιά του. “Καλώστον, καλώστον” μ' έσφιξε και με φίλησε με συγκίνηση.
- Σε ξέρω, μου λέει, αλλά δεν θυμάμαι τώρα πού... Βλέπεις...
- Θα γίνετε καλά δάσκαλε, μη στενοχωριέστε...
- Με ξέχασαν όλοι...
Ο ποιητής είχε ανάγκη τον κόσμο για τον οποίο έγραψε τα έργα του. Μα γιατί ήταν δικτατορία... Τότες... Μα γιατί οι εφημερίδες γέμιζαν τότε με ποδοσφαιριστές τότε... Χρειάστηκε ο ποιητής να βάλει τις φωνές...
Για άλλη μια φορά αφύπνιζε τις συνειδήσεις.

****

Η τελευταία φορά που του έσφιξα το χέρι και τον χαιρόμουν ήταν στον “Κέδρο” το '73. Σ' αυτήν την ηλικία με είχε τιμήσει διαβάζοντας την “Άλλη Αμερική” που είχα κυκλοφορήσει εκείνο τον καιρό. Με παίνεψε και συγκινήθηκα. Τον ρώτησα για την υγεία του.
- Με φοβερίζουν, μου λέει, να μην ξαναπάω για κολύμπι στη θάλασσα.
- Να κάτσης στ' αυγά σου, του φώναζε η Νανά, τρελάθηκες; Μου φαίνεται πως δεν ξαναπήγε. Την αποχαιρέτησε κι αυτήν για πάντα, αυτήν που ήτανε παντοτινός έρωτάς του.
Έσκυψε ευχαρίστως να υπογράψει μια ζεστή αφιέρωση για μια φίλη αφού, πρώτα, δεν παρέλειψε να τη... φιλήσει και να της προσφέρει την καρέκλα του. Έγραφε με δυσκολία κι ένας πλασιέ τον εμπόδιζε με το πήγαινε-έλα του κι ο δάσκαλος, θυμωμένος, φώναξε: “Αμάν, αμάν... Εγώ το είπα, δεν θα πεθάνω στον δρόμο από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά στο πεζοδρόμιο από ελληνικό γαϊδούρι...”. Έδωσε το βιβλίο στη φίλη μου ξαναφιλώντας την και πάλι. Τον φίλησε κι η κοπέλα κι ο δάσκαλος φχαριστήθηκε...
- Θάρθω καμιά μέρα δάσκαλε στο σπίτι σας να σας δω του λέω.
- Νάρθεις, μου λέει, αλλά μπορεί να χτυπάς το κουδούνι και να μη σ' ακούω, εκτός κι είναι καμιά γυναίκα μέσα και σ' ακούσει.
- Άμα θάρθει ο Κασόλας, του λέει πειράζοντάς τον ένας υπάλληλος του “Κέδρου”, θάρθει και μ' ωραία κορίτσια μαζί.
Κι ο Βάρναλης:
- Θάρθει αλλά άμα θα φύγει θα πάρει πάλι μαζί του τα κορίτσια...
Γελάσαμε όλοι. Από τότε δεν τον ξανάδα παρά μόνο στο φέρετρο...
***
Η ολοκλήρωση της μνήμης μου για τον γάμο του Κωνσταντίνου και τον Βάρναλη, περιέχεται στο βιβλίο μου “Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα - Θάλασσα - Ζωή”, εκδόσεις Καστανιώτης, 2004.
Διηγιόμουν, λοιπόν, στον Νίκο Καββαδία: “Όταν πήγα στο σπίτι του Βάρναλη ήταν το απόγευμα της ημέρας που είχε παντρευτεί ο Κωνσταντίνος την Άννα-Μαρία: “Μπα”, μου είπε ο Βάρναλης, “σε κάλεσαν και σένα; Και μένα με κάλεσαν, αλλά προτίμησα να πάω να δω τη Νανά (τη Νανά Καλιανέση που είχε τον “Κέδρο”). Γελάσαμε. “Όμως εγώ πήγα, δάσκαλε”. “Ώστε πήγες λοιπόν στους γάμους των παιδιών μας, μπράβο, τους πήγες την προίκα του Παπαντρέου; Μα καλά, ποιητής δεν είσαι, αριστερός δεν είσαι;”. (Είχε προλάβει να ρίξει μια ματιά στο βιβλίο)
- Είμαι αριστερός, του λέω, αλλά είμαι και κινηματογραφιστής και πήγα και τράβηξα τον γάμο “των παιδιών”, την παρέλαση.
- Και τι είδες λοιπόν εκεί που πήγες;
- Το βρακί της Άννας-Μαρίας, δάσκαλε, του λέω.
- Μόνο;
- Όχι, είδα και τον πισινό της. Είχα γονατίσει να τραβήξω ένα πλάνο από χαμηλά προς τα πάνω στο τζιπ, που ήταν όρθιο το ζευγάρι για να χαιρετάει, και φύσηξε αέρας, σήκωσε το φουστάνι της και τον είδα.
- Ε, τότε, αφού είδες το βρακί της βασίλισσάς μας, είδες και τον κώλο της και τα ποιήματά σου θά 'ναι καλά. Άσ' τα, θα τα διαβάσω.
- Συγχαρητήρια, του λέω, δάσκαλε, και για το βραβείο Λένιν που πήρατε.
- Τον έφαγα αυτόν, πάει αυτός, να ήταν κι άλλος.
- Πώς, δηλαδή, τον φάγατε, δάσκαλε, τον Λένιν;
- Τον έφαγα. Τον είχα μέσα σε μια βαλίτσα. Είχα, δηλαδή, τα λεφτά του βραβείου μέσα στη βαλίτσα, κάτω απ' το κρεβάτι, και σιγά σιγά όλο και την τραβούσα έξω, έπαιρνα και τέλος τον έφαγα όλον...

ΥΓ.: 1) Η φίλη που γράφω ήταν η νεαρή τότε Κούλα Κυριακίδου, μεταφράστρια σήμερα, με βιβλιοπωλείο στην Αλεξανδρούπολη

ΥΓ.: 2) Ο υπάλληλος του “Κέδρου” που αναφέρω ήταν ο Αιμίλιος Καλιακάτσος, Εκδόσεις “Στιγμή”

Δεν υπάρχουν σχόλια: