ΤΗΣ
ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
Αν συγκρίναμε τη συχνότητα με την
οποία εμφανιζόταν στον ημερήσιο τύπο, στα τηλεοπτικά κανάλια και στην
καθημερινή κουβέντα η λέξη «διαφθορά» πριν και μετά την κρίση, θα διαπιστώναμε
τη γεωμετρική πρόοδο αυτής της συχνότητας. Πριν την κρίση, πληροφορούμασταν για
σκάνδαλα διαφθοράς μικρής κλίμακας, όπως το «φακελάκι», ή μεγάλης, όπως το
Βατοπέδι. Μετά την κρίση, η ρητορική της διαφθοράς κατέκλυσε τον πολιτικό,
θεωρητικό και δημοσιογραφικό λόγο. Μεταφορές με αρνητικό πρόσημο ήρθαν να
χαρακτηρίσουν το εκφυλιστικό φαινόμενο: η κοινωνία βούλιαζε στο «μαύρο» χρήμα,
το «βρώμικο» χρήμα, το «ξέπλυμα» του χρήματος, τη «μαύρη» εργασία, την
κινητήρια δύναμη της «μίζας», τους παράκτιους φορολογικούς «παραδείσους». Το «τράφικινγκ»,
οι «νονοί της νύχτας» οι «φουσκωτοί», τα σκοτεινά «κυκλώματα», οι αμαρτωλές «λίστες»,
οι «μαφιόζοι», καθόριζαν πλέον την καθημερινότητά μας.
Έτσι, η διαφθορά πήρε τις διαστάσεις
μιας απειλητικής, μεταδοτικής ασθένειας που
μόλυνε τους πάντες και τα πάντα. Ένας ύπουλος ιός διάβρωνε συστηματικά τους
πολιτικούς, οικονομικούς, δικαστικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς θεσμούς, οδηγώντας
μοιραία στη παράνομη συμπλοκή δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ανάγκη πάσα λοιπόν
να εντοπιστούν οι φορείς και να θεσμοθετηθούν τα αναγκαία, ιαματικά εκείνα μέτρα που θα εξασφάλιζαν την εξυγίανση όχι
μόνο των πολιτών αλλά και του όλου συστήματος που έπασχε. Μέγα έργο, οι στόχοι του
οποίου, φευ, κατέληγαν στη λογοκοπία: με την μετατροπή των σκανδάλων διαφθοράς σε
αφηγήματα θρίλερ σε συνέχειες από τα ΜΜΕ, σε τεχνοκρατικά πορίσματα Επιτροπών,
την οργάνωση περισπούδαστων εγχώριων και διεθνών επιστημονικών συνεδρίων, την
ακάματη κρατική μέριμνα για τη σύσταση υπηρεσιών που θα διασφάλιζαν τη
«διαφάνεια» και θα υλοποιούσαν το δυσχερέστατο, αν όχι ακατόρθωτο έργο
«πάταξης» της διαφθοράς!
Ο μύθος αυτός, της πάλης μιας κοινωνίας
με το παμφάγο «τέρας», δεν είναι πρόσφατος. Οι αρχές του πάνε πίσω στον 16ο
αιώνα, όταν η οικονομία έφερε στο φως το καπιταλιστικό βρέφος. Αντηχήσεις αυτών
των αρχών δεν έπαψαν να ακούγονται, ακόμα και στις μέρες μας. Έτσι, η περίφημη,
κυνική ρήση του Θ. Πάγκαλου «μαζί τα
φάγαμε» αντηχεί τη χομπσιανή θέση ότι η διαφθορά «στερείται ηθικού περιεχομένου»,
αφού «ο καθείς κατηγορεί εκείνον που βλάπτει το συμφέρον του»,[i] ενώ η
πρόσφατη του υπουργού οικονομικών Γ.
Βαρουφάκη: «άλλο η ‘λιτότητα’ και άλλο ο ‘λιτό βίος’» αντηχεί τον ιδρυτικό
λόγο του αστικού ουμανισμού (civic humanism) ο οποίος κατέκρινε τόσο τη στέρηση
που υφίσταντο τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, όσο και τη σπατάλη και πολυτέλεια
της ανερχόμενης τάξης των νεόπλουτων αστών.
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε η διαλεκτική
ανάμεσα στις νέες πολιτικές θεωρίες και την αναδυόμενη καπιταλιστική οικονομία στράφηκε
στην επίμονη αναζήτηση των αιτίων της διαφθοράς και των μέσων για την καταπολέμηση
της έξαρσής της. Το 1531, ο Μακιαβέλι
έγραφε: «Ένας ηγεμόνας δεν θα πρέπει να παραπονιέται για οποιοδήποτε κρίμα
διαπράττουν οι άνθρωποι τους οποίους κυβερνά, γιατί αυτά τους τα κρίματα
προέρχονται είτε από την ολιγωρία του ηγεμόνα, είτε, αναπόφευκτα, από το
γεγονός ότι και ο ίδιος φέρει τα σημάδια της ηθικής διαφθοράς». Κατά τον
Μακιαβέλι, ο χρηματισμός, οι υπεξαιρέσεις, οι δωροδοκίες και οι παραβιάσεις των
νόμων προέρχονταν κυρίως «από τη διεφθαρμένη φύση των ηγεμόνων και όχι, καθώς διατείνονταν
οι ίδιοι, από τη διεφθαρμένη φύση των πολιτών». Όπως επισημαίνει, μία από τις
πλέον «ανέντιμες μεθόδους» που συστηματικά ακολουθούσαν οι ανάξιοι κυβερνήτες ήταν
να θεσπίζουν νόμους που απαγόρευαν ορισμένες πράξεις «ενώ αυτοί οι ίδιοι ήσαν
οι πρώτοι που παρείχαν τα αίτια και τις δικαιολογίες για την καταπάτηση των
νόμων αυτών». Παραβαίνοντας τις ποινικές κυρώσεις που οι ίδιοι είχαν θεσπίσει,
δεν τιμωρούσαν ποτέ τους παραβάτες «εκτός εάν ο αριθμός τους αύξανε σε
υπερβολικό βαθμό, οπότε επέβαλλαν τις ποινές όχι λόγω ζήλου για να πατάξουν τη
διαφθορά, αλλά από την απληστία τους για να συλλέξουν τα πρόστιμα».[ii]
Σύμφωνα με τον Μακιαβέλι λοιπόν
υπάρχει μια πολιτική της διαφθοράς,
κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι να μεταθέτει την ευθύνη της
παραβατικότητας από τους εξουσιαστές στους εξουσιαζόμενους. Η διαχρονικότητα
αυτής της πολιτικής της διαφθοράς είναι αδιαμφισβήτητη. Άπειρα είναι τα
παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε για την εφαρμογή αυτής της
πολιτικής στη χώρα μας. Αναφέρω χαρακτηριστικά την καταπάτηση της απαγόρευσης του
διπλού παρκαρίσματος, η οποία δεν αποδίδεται στην ολιγωρία των αρχών αλλά στον
εγωκεντρισμό και την πονηρία των πολιτών. Έτσι, στη βάση συμπεριφορών που παρεκκλίνουν
από το νόμο εύκολα κατασκευάζεται και το φύσει «εθνικό» στερεότυπο από τις
εγχώριες και ξένες ελίτ.
Ο λόγος περί «διαφθοράς», κυριάρχησε στην
πολιτική σκηνή της Αγγλίας από το 16ο αιώνα και πέρα. Κηρύγματα από άμβωνος,
ανακρίσεις του βασιλικού δικαστηρίου, κοινοβουλευτικές και άλλες καταγγελίες,
μαρτυρούν την ανικανότητα των αξιωματούχων αλλά και των πολιτών να αντισταθούν
στον πειρασμό της διαφθοράς υποτάσσοντας το ιδιωτικό τους συμφέρον για το κοινό
καλό. Ακόμα και ο Νόμος μπορούσε να οδηγήσει σε πράξεις διαφθοράς δεδομένου
ότι, όπως δηλώθηκε και από το στόμα υπουργού μας προ ολίγων ετών, το νόμιμο δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη και το
ηθικό!
Έτσι, η έννοια της διαφθοράς αποτέλεσε
ουσιαστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της πολιτικής ιδεολογίας και της
κοινοβουλευτικής περί του πολιτεύματος διαμάχης, αφού λειτούργησε ως έναυσμα
αμφισβήτησης των θεωριών υπέρ της βασιλικής προνομίας να επιβάλει αυθαίρετους
και άδικους φόρους στους πολίτες, ενώ οι ευνοούμενοι γέμιζαν τα θησαυροφυλάκια
τους. «O καλός Μονάρχης», υποστήριζε o John Ponet, «μεριμνά
για την περιουσία εκείνων τους οποίους κυβερνά», ενώ « ο κακός, λεηλατεί την
περιουσία των πολιτών, αναθέτοντας στους αξιωματούχους του να την αρπάζουν με ονόματα
όπως ‘δάνεια’, ‘ευεργεσίες’, ‘εισφορές’ και τέτοιας μορφής χαριτωμένες,
μακιγιαρισμένες λέξεις».[iii] Με
αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει ο Σαίξπηρ,
να δυσαρεστεί «τον αμφίρροπο κοσμάκη , αφού η αγάπη του/ Κρύβεται στο πορτοφόλι
του, κι όποιος το αδειάζει/ Με το ίδιο ποσό γεμίζει την καρδιά του μίσος».[iv] Να αναφέρουμε
εδώ ότι από τα φορολογικά κρατικά αρχεία προκύπτει πως ο Σαίξπηρ ήταν
συστηματικός φοροφυγάς!
Η πολιτειακή αυτή αντιπαράθεση κράτησε
πάνω από μισό αιώνα αφού στη διάρκεια της βασιλείας του Καρόλου 1ου,
οι ελίτ εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν πεισματικά το διεφθαρμένο
πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας. Το 1626, Ο Επίσκοπος Robert Sibthorpe κήρυττε από άμβωνος: «Ακόμα και οι πλέον μετριοπαθείς
μοντέρνοι κληρικοί συμφωνούν με την άποψη πως αν κάποιος Ηγεμόνας επιβάλλει
έναν υπερβολικό, ναι, έναν άδικο φόρο ακόμα και τότε ο υπήκοος δεν πρέπει να αρνηθεί
την υπακοή και το καθήκον του. Όχι, είναι υποχρεωμένος με πλήρη συνείδηση να
υποταχθεί».[v]
Οι καιροί, ωστόσο, είχαν αρχίσει ν’
αλλάζουν και το ρεπουμπλικανικό κίνημα «δεν πληρώνω!» πρόβαλλε μεγάλη αντίσταση
στα αυθαίρετα και άδικα βασιλικά «χαράτσια». Με αφορμή τη άμεση δημοσίευση του
κηρύγματος που προώθησε ο Κάρολος, το Κοινοβούλιο ξεσηκώθηκε και ψήφισε την
παραπομπή του Επισκόπου σε δίκη για υπονόμευση του πολιτεύματος! Εις μάτην
βέβαια αφού έχαιρε της βασιλικής προστασίας. Έτσι, η κατάσχεση της περιουσίας
του έμελε να πραγματοποιηθεί το 1647 όταν η εξουσία είχε πλέον περιέλθει στα χέρια
των επαναστατικών δυνάμεων, αλλά και να αποκατασταθεί με την παλινόρθωση της
βασιλείας το 1660!
Προσεχώς: περί μονοπωλίων, τραπεζών, και άλλων δικτύων σκανδάλων και
διαφθοράς.
Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη
καθηγήτρια ΑΠΘ
*Εργασία σε πρόοδο.
[i] Marc Philps, “Political Corruption”, Political Studies(1997), XLV, 6.σ.454. Τα παραθέματα από ξένα
κείμενα είναι σε δική μου μετάφραση.
[ii]The Discourses.ThePortableMachiavelli,Harmondsworth:Penguin,1979,ΧΧΧ,xxix 403-4..
[iii] Bruce Buchan, “Changing Contours of Corruption in
Western Political Thought:1200-1700” κεφ. 5, σ.83. ΣτοCorruption: Expanding the Focus, , Australia: Griffith University,
2012.
[iv] Σαίξπηρ, Ριχάρδος ΙΙ, ΙΙ, 3.
[v] Apostolic
Obedience showing
the Duty of Subjects to pay Tribute and Taxes to their Prince, London,
1626.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου