ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Home Sweet Home, 2014, Αλουμίνιο, νήμα, χρώμα και καθρέφτης, 182 x 230 εκ. |
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Εκδόσεις
Μελάνι, σελ. 98
Αναφερόμενος στην αμέσως προηγούμενη
συλλογή της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου (Ο
τρόμος ως απλή μηχανή, 2012), μιλούσα για έναν περίτεχνο διακριτικό
συγκερασμό που επιχειρούσε -και επιτυχώς πραγματοποιούσε- δύο στοιχείων ή,
αλλιώς, δύο στάσεων ζωής εκ πρώτης όψεως αντίθετων μεταξύ τους και ασύμπτωτων,
όπως είναι η υπαρξιακή αγωνία και ο εναγώνιος κοινωνικός προβληματισμός. Κι
επισήμαινα ότι η αναμφισβήτητη ιδιοτυπία και η υψηλής στάθμης δραματικότητα που
χαρακτηρίζει την ποίησή της οφείλεται, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, στο γεγονός ότι
οι συνεχείς καταβυθίσεις που πραγματοποιεί στα έγκατα της ύπαρξης -κάποτε και
της ανυπαρξίας, αν σκεφτεί κανείς τη συλλογή της με τον δηλωτικό τίτλο Προς τα κάτω, 1999- δεν της περιορίζουν
τη «θέα» προς τον κόσμο που την περιβάλλει και μέσα στον οποίο ζει και βιώνει
την ατομικότητα και την κοινωνικότητά της, την υπαρξιακή μοναξιά της και την,
δι’ αυτής, συμμετοχικότητα στα δρώμενα της εποχής της.
Όπως
τότε, έτσι και τώρα, τα δύο αυτά στοιχεία, η αγωνία της ύπαρξης και ο
κοινωνικός προβληματισμός αποτελούν δύο ομόκεντρα, ακατάπαυστα
αλληλοκαλυπτόμενα πεδία, στις μεταβαλλόμενες διαστάσεις των οποίων η ποιήτρια
εναποθέτει το προσωπικό της πάθος, επιδέξια και πειστικά ενσαρκωμένο, παρά το
επίφοβο και επίβουλο υλικό που είναι οι λέξεις. Μόνο που τώρα δεν
πλαγιοσκοπείται απλώς, με λέξεις σύμβολα και λέξεις-οδοδείκτες, η νοσηρή
πραγματικότητα, αλλά διεμβολίζεται κάποτε άμεσα και επιθετικά, με σαφή την
πρόθεση να καταδειχτούν τα αίτια αλλά, κυρίως, οι δυσβάσταχτες, λανθάνουσες ή
προφανείς, συνέπειες μιας κοινωνικής ασχημίας ή ενός σκοτεινού μηχανισμού που
αδιαλείπτως παράγει και στοιβάζει στο κέντρο και στις παρυφές της πόλης τα κοινωνικά του απόβλητα: επαίτες,
λαθρομετανάστες, άστεγους, που «πάνε για
συσσίτιο / Με το μυαλό στα χαρτοκούτια της στρωμνής τους», άνεργους,
υποσιτισμένους ή νηστικούς, εγκαταλελειμμένους συνταξιούχους, ρακένδυτες ψυχές
και άλλους αναξιοπαθούντες, θύματα της εποχής,
που αναγκάζονται να εφευρίσκουν νέους τρόπους για την αντιμετώπιση
παλιών, πάγιων αναγκών τους, με το ενεχυροδανειστήριο να προηγείται του
αρτοποιείου και του θεραπευτήριου.
Σε
ένα της ποίημα μάλιστα δηλώνει ευθέως, απερίσπαστα, την αλλαγή, τη ρήξη μάλλον
που αισθάνεται να έχει συντελεστεί μέσα της, με τη βίαιη εισβολή στη ζωή της
εικόνων και ήχων μιας πραγματικότητας που σίγουρα γνώριζε την ύπαρξή της, της
ήταν δύσκολο, ωστόσο, να τη φανταστεί τόσο κοντά της, τόσο στενά συνυφασμένη με
την καθημερινότητά της και ως αιτία εσωτερικών ρωγμών και ανατροπών, που θα την
οδηγούσαν σε υπαρξιακής βαρύτητας αναθεωρήσεις της σχέσης της με τον εαυτό της
και με τους άλλους. Λέει: «Είχα κάποτε
καταγωγή θηρίου, / Ορμούσα στην αθανασία ασυλλόγιστα, […] / Τώρα σηκώνω τον
ξένο πόνο / Όσο και τον δικό μου. Έκανα / Ξανά θνητό το ηλιοβασίλεμα».
Κατόπιν αυτού στρέφεται προς τις μικρές, ασήμαντες αιωνιότητες της κάθε μέρας·
αφήνεται στους ακατάπαυστους, ρυθμικούς ήχους των πράξεων και των πικρών
σκέψεων των ανώνυμων ηρώων της «μουτζουρωμένης πόλης», «που αργά διαλύει με το κουταλάκι της η φτώχεια», καταγράφοντας
συμβάντα και καταστάσεις της ζωής τους, πλην όμως όχι όπως ακριβώς συμβαίνουν,
αλλά παρατηρώντας τες από την πίσω μεριά της οθόνης της πραγματικότητας,
αναπλασμένες κατά τις επιταγές της συνείδησης και της δεσπόζουσα υπαρξιακής της
αγωνίας.
Κάθε
ποίημα, τουλάχιστον κάθε ποίημα απ’ αυτά που ανταποκρίνονται στο κυρίαρχο
πνεύμα της συλλογής, δημιουργώντας το κιόλας, είναι και μια λυπημένη μπαλάντα
γραμμένη για ανθρώπους ηττημένους, χαμένους στον βυθό της πόλης, που είναι σαν
«κυβάκια της ζάχαρης / Μέσα σε μια
τεράστια κούπα από τσιμέντο». Ακόμα και όταν γίνεται απολύτως προσωπική,
ακόμα και όταν βυθοσκοπεί -όπως πολύ καλά ξέρει και κάνει- ακόμα και τότε
αισθάνεται κανείς να παρεμβάλονται, φανερά ή υποδορίως, σκηνές, ήχοι ή απόηχοι
της καθημερινότητας φοβισμένων απλών ανθρώπων, που εναγωνίως επιζητούν να
αυτοεπιβεβαιωθούν ως υπάρξεις μέσα από τα μάτια των άλλων. Και δεν σταματάει να
επιχειρεί αφηγηματικές προσεγγίσεις πτυχών της αιωνιότητας, όπως και όπου
διαισθητικά την εντοπίζει στην καρδιά και των πιο ασήμαντων εκδοχών της κάθε
μέρας, στον «σπαραγμό των φαινομένων», στα «λόγια
ανθρώπων που κρύβουν το πρόσωπο». Τη στέργει σ’ αυτό η ενδιάθετη μελαγχολία
της, που η ίδια χαρακτηρίζει «αρπακτικό» «Με
το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι / Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών», για να
μπορεί να σκεπάζει και να θάλπει τον πόνο των άλλων.
Τα
ποιήματα της συλλογής, όπως επισήμανα ήδη, δημιουργούν έναν πολύ γοητευτικό,
συχνά και ιδιαιτέρως συγκινητικό, συνδυασμό προσωπικής οδύνης, υπαρξιακής και
κοινωνικής αγωνίας. Και ο αναγνώστης τους δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί με
την καθαρότητα με την οποία αποδίδεται, μάλλον δημιουργείται μία ατμόσφαιρα ζόφου,
καθώς η απελπισία τείνει να γίνει μία αρραγής και συμπαγής ουσία που όμως, παρά
το συμπαγές της ουσίας της, μοιάζει να γίνεται ευπρόσβλητη σε κάποιες αιφνίδιες
ριπές νοσταλγίας για κάποιαν άλλη εποχή, για μιαν εποχή αθωότητας, όπου τα
πρόσωπα, τα πράγματα και οι καταστάσεις περιβάλλονταν προστατευτικά από το
ακόμη ανόθευτο όνομά τους. Επίσης, δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από το πόσο
περίτεχνα και με πόση νηφαλιότητα η ποιήτρια χειρίζεται, αντιμετωπίζει ένα
πραγματικά επικίνδυνο υλικό, στην καρδιά του οποίου συναντώνται και συνυπάρχουν
αρμονικά διαφορετικής προέλευσης αγωνίες, διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικά
πάθη διαφορετικών ανθρώπων. Κυρίως όμως δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από τη
σπάνια καθαρότητα της έκφρασής της, από το πόσο αδιαμαρτύρητα οι λέξεις
προσαρμόζονται στο κειμενικό τους περιβάλλον, σαν οικειοθελώς υποταγμένες στις
προθέσεις της, με απώτερη συνέπεια να μη φαίνεται μόνο το μέσον απόλυτα
κατακτημένο, αλλά και ο εκάστοτε στόχος να είναι ευκρινής στο κέντρο ακριβώς
του πεδίου στόχευσης.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι
ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου