ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΓΙΩΤΗ
ΑΝΝΑ ΜΑΧΑΙΡΑ, Η διπλή ζωή του Σταντάλ: Το έργο του, η κριτική και η αναπαραγωγή της
επαναστατικής κουλτούρας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2014
Το βιβλίο της Άννας Μαχαιρά
καταπιάνεται με μια γοητευτική μορφή της γαλλικής λογοτεχνίας: τον Henri Beyle, πιο γνωστό ως
Σταντάλ, το επικρατέστερο από τα 67 ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο
συγγραφέας. Το βιβλίο ακολουθεί τις πνευματικές, πολιτικές κι αισθητικές
αναζητήσεις αυτού του κοσμοπολίτη δανδή, του αριστοκράτη του πνεύματος όσο και ηδονιστή
του σώματος, ενός διαρκώς ερωτευμένου διανοούμενου που αποτέλεσε μια κατά βάση
ρομαντική φυσιογνωμία στον οποίον όμως ο ρεαλισμός οφείλει πολλά. Ενός μείζονος
λογοτέχνη που δεν εκτιμήθηκε από την εποχή του, την οποία όμως με τόση ενάργεια
αποτύπωσε στο έργο του.
Γεννημένος το 1783, η ζωή του
συμβαδίζει με την Ιστορία: 6 χρόνια αργότερα, το 1789, το γεγονός που υπήρξε η Γαλλική Επανάσταση θα αποτελέσει καταστατική
ανάμνηση για το μικρό Henri Beyle. Μεγαλώνοντας, ο Σταντάλ θα βιώσει την ιστορία τη
στιγμή που αυτή λαμβάνει χώρα: την εκτέλεση του Λουδοβίκου 16ου το
1793, την Τρομοκρατία (1793-1794) και την εκτέλεση του Ροβεσπιέρου, το Διευθυντήριο
(1799) και την άνοδο κι επικράτηση του Ναπολέοντα, τους πολέμους της
αυτοκρατορίας με αποκορύφωμα την ήττα στο Βατερλώ, την Παλινόρθωση και τους
Βασιλείς. Άλλοτε μέσα κι άλλοτε έξω από το στρατό, άνθρωπος της δράσης ή
κοσμικός διανοούμενος και λογοτέχνης στους πνευματικούς κύκλους, ο Σταντάλ
παρακολουθεί την ιστορία την ίδια στιγμή που την καταγράφει.
Από αυτήν την αρχή εκκινεί το
βιβλίο της Μαχαιρά: επιχειρεί να ανιχνεύσει τους τρόπους με τους οποίους η
ιστορία συστήνει τη συνθήκη διαμόρφωσης της προσωπικότητας του Σταντάλ και στη
συνέχεια της λογοτεχνίας που με τη σειρά του αυτός δημιουργεί: με άλλα λόγια, η
Μαχαιρά ρίχνει φως στην πολυεπίπεδη σχέση μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας έτσι
όπως αυτή αρχιτεκτονείται διαμέσου της διαδικασίας της κατασκευής του εαυτού
τόσο ως υποκειμένου, αλλά και ειδικότερα ως συγγραφέα. Το βιβλίο διερευνά πτυχές αυτής της σχέσης και
μας δείχνει το πώς η ιστορία γίνεται λογοτεχνία και το πώς η λογοτεχνία
ιστορία.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, και με
το μάτι του ιστορικού, η Μαχαιρά επικεντρώνεται σε δυο μείζονες κατηγορίες του
πεδίου της λογοτεχνίας έτσι όπως αυτό σχηματίζεται το 19ο αιώνα:
αφενός την ειδολογική κατηγορία του μυθιστορήματος, αφετέρου την τεχνοτροπική
κατηγορία του ρεαλισμού. Έτσι, η Μαχαιρά φωτίζει όψεις του λογοτεχνικού πεδίου
κατά την περίοδο που ακολουθεί την επανάσταση η οποία και σηματοδοτεί την
είσοδο στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική νεωτερικότητα.
Πρόκειται για χρόνια που προσδίδουν στη λογοτεχνία ένα κύρος πρωτοφανές, που
εφεξής δεν θα σταματήσει να χάνει. Τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα,
μαθαίνουμε, στη Γαλλία εκδίδονται περί τα 75.000.000 βιβλία ετησίως, ενώ το
1825 εκδόθηκαν 128.000.000
(σ. 130). Φυσικά, δεν είναι όλα τους λογοτεχνικά. Παρόλα αυτά, το γεγονός αυτό είναι
ενδεικτικό του νέου παραδείγματος στην κουλτούρα: στην νέα κοινωνία αλλάζει
τόσο ο συγγραφέας, το μετιέ, ο ρόλος και οι λειτουργίες του, όσο και το κοινό,
τα χαρακτηριστικά του αλλά και οι ορίζοντες προσδοκιών του, το γούστο που αυτό
διαμορφώνει και η κοινωνική σημασία της συμμετοχής στα λογοτεχνικά δρώμενα. Κατά
συνέπεια, το ότι «ποτέ σε καμία εποχή του πολιτισμού, σε καμία πόλη στον κόσμο
δεν έχουν εκδοθεί τόσα πολλά βιβλία όσα στο Παρίσι μετά το 1817» (σ. 130) όπως
θα πει χαρακτηριστικά ο Σταντάλ, δεν αφορά μόνον την κοινωνιολογία της
κουλτούρας, αλλά και τη θεωρία και ιστορία της λογοτεχνίας.
Μελετώντας τον Σταντάλ, η Μαχαιρά διερευνά
το είδος του μυθιστορήματος, έτσι όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται τη νέα,
μετεπαναστατική εποχή, και τον τρόπο με τον οποίον ο Σταντάλ παρενέβη
καθοριστικά στην εξέλιξή του. Από τα άλλα μείζονα είδη της λογοτεχνίας, το
θέατρο αναζητά το δρόμο του, την ταυτότητα και τις δυνατότητές του στα απόνερα
της βαριάς κληρονομιάς του κλασικισμού, μιας κληρονομιάς κεφαλαιώδους μεν αλλά
ξεπερασμένης. Η ποίηση, πέρα από τις μορφικές και θεματικές αναζητήσεις που
επέτρεψε η απαγκίστρωση από το 18ο αιώνα, αναλαμβάνει πλέον και
λειτουργίες που αποκρίνονται στις ανάγκες του αναδυόμενου εθνικισμού. Είναι το
μυθιστόρημα, υποστηρίζει η Μαχαιρά, που θα συνδεθεί στενότερα με την κοινωνική
και πολιτική πραγματικότητα, θα τη διαπραγματευτεί, θα την αναπαραστήσει, και
με αυτόν τον τρόπο θα επαναπροσδιορίσει την διπλή λειτουργία της τέρψης και
γνώσης, delectare et prodesse, που καλούταν να πληροί η μυθοπλασία, είτε ως ποίησις, μέχρι τα προνεωτερικά χρόνια,
είτε ως λογοτεχνία, από το διαφωτισμό και μετά.
Στα πλαίσια των νέων αισθητικών
αναζητήσεων, αλλά και στα ευρύτερα πλαίσια του θετικισμού που θα χαρακτηρίσει
την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο 19ος αιώνας, με τις καθοριστικές
πολιτικές αλλαγές που παγίωσε, θα επαναπροσδιορίσει και το είδος του
μυθιστορήματος. Ως πολιτισμικό προϊόν διαχείρισης ντοκουμέντων κι αναπαράστασης
της πραγματικότητας, το μυθιστόρημα λειτουργεί, αν όχι ανταγωνιστικά, σίγουρα
όμως παραπληρωματικά σε σχέση με την ιστορία. Το ιστορικό γεγονός
ενσωματώνεται, γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συστήνει το μυθιστόρημα, το
οποίο το αφηγείται. Η διαφορά του με την ιστορία είναι ενδεχομένως μια διαφορά
αξίωσης κι όχι περιεχομένου: το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στην αισθητική διάσταση
του διαβήματός του, ενώ η ιστορία στην επιστημονική.
Αν ο νέος προσανατολισμός του
μυθιστορήματος θα γενικευτεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά και
θα δώσει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα μείζονα έργα της λογοτεχνίας του ρεαλισμού, η συγγραφική ιδιοφυία του
Σταντάλ θα διαβλέψει και θα πραγματώσει τη βούληση για ρεαλισμό αρκετά χρόνια
πριν. Ήδη το 1825 στο Ρακίνας και
Σαίκσπηρ, το έργο που στάθηκε σημαντικό για τη θεωρητική θεμελίωση του
ρομαντισμού, ο Σταντάλ απορρίπτει τις αισθητικές ακαμψίες του κλασικισμού και
τίθεται με το μέρος του ρομαντισμού, του «φιλελευθερισμού στη λογοτεχνία», όπως
θα τον ορίσει Ουγκώ στον «Πρόλογο» του Ερνάνη.
Ο τρόπος, όμως, με τον οποίον κατανοεί και προτείνει τον ρομαντισμό ο Σταντάλ
πολύ απέχει από τις σεντιμενταλιστικές υπερβολές, τον αισθητικό εκφυλισμό κι
εντέλει την εξάπλωση της κακογουστιάς που θεωρεί ότι επιβάλλει η γαλλική εκδοχή
του ρομαντισμού.[1] Ο
Σταντάλ ορίζει το ρομαντισμό ως «την τέχνη να παρουσιάζεις στους λαούς τα λογοτεχνικά έργα που, στη
δεδομένη κατάσταση των συνηθειών και των πεποιθήσεών τους, είναι τα πιο ικανά
να τους προσφέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή ευχαρίστηση» (76).
Με αυτόν τον τρόπο ο Σταντάλ
αποσυνδέει το περιεχόμενο του ρομαντισμού από τις παραδοσιακές θεματικές του,
στη γαλλική τους, τουλάχιστον, εκδοχή. Τι μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη
αισθητική ευχαρίστηση από την πολιτική και κοινωνική ευχαρίστηση της επανάστασης, των κοσμοϊστορικών
γεγονότων των οποίων η μοντέρνα εποχή καθίσταται μάρτυρας; Τόσο το μυθιστόρημα
διάπλασης που αποτελεί το Κόκκινο και το
Μαύρο (1830) όσο και το ρομαντικό θρίλερ που συνιστά το Μοναστήρι της Πάρμας (1839) (καθώς και το πρωτόλειο Armance (1827) και το ημιτελές Lucien Leuwen (1834)) θα
ενσωματώσουν την ιστορία στο μυθοπλαστικό σύμπαν. Θα την περιγράψουν και θα την
ερμηνεύσουν, θα συγκροτήσουν ήρωες οι οποίοι αναδύονται από αυτήν την ιστορία
και δρουν μέσα σε αυτήν. Η αληθοφάνεια
που θα επιζητήσει ρητά ο ρεαλισμός μερικά χρόνια αργότερα θα προκύψει διαμέσου
την αλήθειας που με αριστοτεχνικό
τρόπο θα διαχειριστεί και θα αναπαραστήσει το γνήσια ρομαντικό μυθιστόρημα.
Γιατί για το Σταντάλ η αυθεντικά ρομαντική περσόνα, ο εγωτιστής που απευθύνεται κι αφιερώνεται στους happy few, είτε
είναι μυθιστορηματικός ήρωας ή συγγραφέας μυθιστορημάτων, δεν αδιαφορεί για την
ιστορία αλλά ζει μέσα σε αυτήν: είναι ο ίδιος η ιστορία.
Από την αρχαιότητα μέχρι τις
νεώτερες επιστημολογίες της, από το 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας, η
ιστορία συγκροτήθηκε στη βάση της
αντίθεσης μεταξύ μυθοπλασίας κι επιστήμης. Τις τελευταίες δεκαετίες, η τάση των
ιστορικών σπουδών που ονομάζουμε διανοητική
ιστορία, με κορυφαίες μορφές τον Hayden White ή τον Dominick LaCapra, επαναμφισβήτησε τη σιγουριά της διάκρισης
ανάμεσα στον αναξιόπιστο λόγο της ενσχημάτισης και στον έγκυρο λόγο της
επιστήμης, ανάμεσα στην fictio της λογοτεχνίας και το factum της ιστορίας. Ο François Dosse
χαρακτήρισε ως «επιστημολογική αναποφασιστικότητα» τη συνθήκη που χαρακτηρίζει
πλέον το πεδίο της διανοητικής ιστορίας. Δεν θα πρέπει να εκλάβουμε τη συνθήκη
αυτή ως αρνητική. Όπως δείχνει στη μελέτη της η Μαχαιρά, η επιστημολογική
αναποφασιστικότητα αυτού του κλάδου των ιστορικών σπουδών επιτρέπει δυνατότητες
επανανάγνωσης και επανερμηνείας του παρελθόντος που δεν θα μας ήταν διαθέσιμες
χωρίς την κριτική διεπιστημονικότητα. Με μεθοδολογικά εργαλεία από τη φιλολογία
και την κοινωνιολογία αλλά συγχρόνως με ισχυρά θεμέλια στη ιστορία, η μελέτη
της Μαχαιρά προσφέρει στο ελληνικό κοινό μια διανοητική βιογραφία της ισχυρής
και πολύπλοκης προσωπικότητας που υπήρξε ο Σταντάλ. Μιας προσωπικότητας που εισήγαγε
πρώιμα λογοτεχνικές ανησυχίες που η εποχή του δεν μπορούσε να καταλάβει[2]
και γι’ αυτό μια προσωπικότητα που αναγνωρίστηκε όψιμα. Ένας από τους πρώτους προς
αυτήν την κατεύθυνση υπήρξε ο Ιππόλυτος Ταιν, ένας από τους πυλώνες του
διανοητικού θετικισμού, ο οποίος μπόρεσε να καταλάβει ότι το καταγωγικό
παρελθόν, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το χρονικό πλαίσιο μιας εποχής δύσκολα θα
μπορούσαν να αποτυπωθούν αισθητικά, να καταστούν λογοτεχνία σε κάποιον άλλον από
το Σταντάλ. Η μελέτη της Μαχαιρά μας βοηθά να καταλάβουμε το γιατί.
Ο Δημήτρης Καργιώτης διδάσκει
Συγκριτική φιλολογία στο ΑΠΘ
[1] Αυτό ίσως κι εξηγεί την εχθρότητά του με τη Μαντάμ ντε Σταέλ, τον Σατωμπριάν,
τον Ουγκώ.
[2] Χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Ουγκώ: «αυτό το άμορφο πράγμα που ονόμασαν
Το κόκκινο και το μαύρο, αυτά τα
ακαταλαβίστικα, ποτέ δεν μπόρεσα να φτάσω πιο πέρα από την πρώτη σελίδα, δεν
μπορώ να ενθουσιαστώ με τα λάθη των γαλλικών, κάθε φορά που προσπαθώ να
αποκρυπτογραφήσω μια φράση από το αγαπημένο σας βιβλίο είναι σαν να μου βγάζουν
ένα δόντι» (σ. 191).
Under Protection For 24-Hours, 2014, Αλουμίνιο, νήμα, χρώμα και καθρέφτης, 190 x 122 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου