ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
My Landscape #2, 2014, Μελάνι σε χαρτί, 32 x 40,5 εκ. |
ΤΖΑΡΕΛΛΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ,
Εγκώμιο της βίας. Δοκίμιο πολεμικής, Εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 98
LABICA GEORGES, Η βία; Ποια βία; (μετάφραση: Χρήστος Βαλλιάνος – Τάσος
Μπέτζελος, πρόλογος - επίμετρο: Στάθης Κουβελάκης), Εκτός Γραμμής, σελ. 208
Το βιβλίο του
Διονύση Τζαρέλλα μαζί με αυτό του Georges Labica προσφέρουν μια σημαντική αναγνωστική εμπειρία. Είναι η
θεματική αλλά και ο τύπος της ανάλυσης που οφείλει να ακολουθείται από την
διανόηση της Αριστεράς του μέλλοντος. Θα προχωρήσω σε μια αντιστικτική
πραγμάτευση των λόγων που θεωρώ ότι στηρίζουν το συμπέρασμα αυτό,
παρακολουθώντας τις κειμενικές αντιστοιχήσεις στα δύο βιβλία.
Το βιβλίο του
Τζαρέλλα είναι πράγματι ένα δοκίμιο πολεμικής. Έχει το χαρακτήρα εγχειριδίου.
Τέμνει. Κείμενο βατό, αλλά και με υφολογική πυκνότητα, δείχνει τη δομή ενός
καταλυτικά επιτελεστικού (και απειλητικού για την κατεστημένη πολιτική λογική)
επιχειρήματος: η βία πρέπει να πάψει να αποτελεί ταμπού για την επαναστατική
Αριστερά. Μεθοδολογική σκοπιά; Μια γενναία αποδοχή της βουλησιοκρατίας,
περιφρόνηση των «αξιολογικών ουδετεροτήτων», αυτονόμηση της ταξικής ανάλυσης
από τον σοσιαλδημοκρατικό, δευτεροδιεθνιστικό οικονομισμό (Εγκώμιο, σελ. 12-5).
Ανάλογα και για τον Labica, όπως σημειώνει προλογικά ο Στάθης Κουβελάκης, η
μετωπική αντιπαράθεση καπιταλιστικής και επαναστατικής ιδεολογίας είναι
διαταξική, δεν ανάγεται σε εμπειριστικές διαμερισματοποιήσεις του κοινωνικού
και οικονομικού όλου (Labica, σελ. 20). Ανάλογα επίσης, ο αισιόδοξος
οικονομικο-κοινωνικός ντετερμινισμός, τμήμα αναντίρρητο του ορθόδοξου
μαρξισμού, υποτάσσεται από τον Labica στην τομή που εγκαινιάζει ο υποκειμενικός-βουλητικός
παράγοντας. Ο Labica ανατρέχει εδώ ορθά στη λενινιστική διδασκαλία (Labica, σελ. 66-8).
Η εστίαση του
Τζαρέλλα στην «ανείπωτη βία» δεν είναι νέα, θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς
στις παλαιότερες αναλύσεις περί «δομικής βίας» του Johan Galtung. Όμοια
ανιχνεύει ανάγλυφα τη βία παντού και ο Labica, από τον πόλεμο ως την παρενόχληση στην εργασία, από την
ταξική δικαιοσύνη ως την τηλεόραση (Labica, σελ. 170/1). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν όμως στον Τζαρέλλα
η ψηλάφηση των πληγών και η όσφρηση της οσμής του αίματος κάτω από τις
οικονομικές κατηγορίες: ο νόμος της αξίας είναι μια «φυλακή», η πρωταρχική
συσσώρευση επικαιροποιείται ως διαρκής περιοδικότητα του κεφαλαιοκρατικού
συστήματος που παράγει τα θύματά του ως δούλους, αποδέκτες το πολύ μιας
ατιμωτικής και απαξιωτικής φιλανθρωπίας. Τέλος, η πλανητική λειτουργία του
συστήματος αυτού είναι η ανακύκλωση της καταστροφής κατά τη μέγιστη γεωγραφική
έκταση και τη βαθύτερη δυνατή σωματική και ψυχική κακοποίηση (Εγκώμιο, 1ο
Κεφάλαιο). Με μια ανομολόγητη σμιτιανή χειρονομία ο Τζαρέλλας αναδεικνύει τη
θεμελιωτική του φονικού-εκμεταλλευτικού συστήματος βία τη στιγμή της κρίσης,
παράγει δηλαδή την ψεύτικη κανονικότητα της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής από
την αλήθεια της απωθημένης της εξαίρεσης, το φετιχισμό της «κοινωνικής
ολότητας» από την πολιτική βία της σύγκρουσης. Η αντιστροφή του οικονομισμού σε
πρωταρχία της πολιτικής βίας τρέπει τον μαρξισμό από κατοικίδια θεωρία σε
επαναστατικό εμβατήριο: αυτή η κοινωνία οφείλει να παραδοθεί στην καταστροφή (Εγκώμιο,
2ο Κεφάλαιο, ιδίως σελ. 38-9).
Ο Τζαρέλλας
είναι αυστηρά συνεπής στην πραγμάτευση του νομικού λόγου στο 3ο
Κεφάλαιο του βιβλίου. Μοχλός της ολοποιητικής κανονικοποίησης είναι το δίκαιο.
Αφού το καπιταλιστικό συνονθύλευμα είναι η επιβολή του ιδιώτη-άρπαγα δια του
κράτους, το δίκαιο είναι η γλωσσολαλιά της δικτατορικής βίας για την υλοποίηση
αυτής της επιβολής, ώστε νόμιμη γίνεται η βία ανάλογα με τη θεμελίωσή της «στην
υπαρξιακή-αξιακή θεώρηση του υποκειμένου που [την] ασκεί» (σελ. 46). Ergo: ο νόμος είναι ναρκισσιστική φενάκη, «[ε]ίναι η
εξιδανικευμένη αναγέννηση των σπαραγμών της [αστικής κοινωνίας] ως
καθολικότητα» (σελ. 49). Στο σημείο αυτό κάνει την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ο
«χερ» Σμιτ, η αλλοίωση του λόγου της νομιμότητας δια μέσου του καθαρού
(παρα)κράτους, ο φρικώδης ήχος της βίας μέσα από την παραπληγία του
θετικιστικού δικαιικού λόγου (ταυτόχρονα η ομολογία της πτώχευσης νοήματος του
τελευταίου). Στο 4ο Κεφάλαιο παρουσιάζεται αποκαλυμμένο στην ουσία
του το προς καταστροφή αντικείμενο: ο μαύρος χορός κεφαλαίου, βίας και νόμου, παρά
τις λεπτεπίλεπτες διακρίσεις που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς, όπως αυτές των
κλασικών απολογητών της «δημοκρατίας» (διακρίσεις εξουσιών, χωρισμός
οικονομίας, νόμου και πολιτικής) ή εκείνες των πιο τεχνοκρατικών συστημικών
ταχυδακτυλουργιών της «αυτοαναφορικότητας» και της «διαφοράς». Ως αναλυτική
σπουδή των θέσεων αυτών μπορούν να αναγνωσθούν όλες οι αναφορές του Labica στο δικό του έργο,
στην ανενδοίαστη και απροσχημάτιστη διαστροφή του δικαιοπολιτικού λόγου από την
αμερικανοκίνητη (και αμάσητα καταβροχθιζόμενη από τους θλιβερούς δορυφόρους των
ΗΠΑ) πλανητική τρομολαγνεία (Labica, passim). Ο Labica αναδεικνύει ως σημαντική πλευρά της καπιταλιστικής
ολοποίησης τη συνενοχή των ίδιων των μαζανθρώπων στον πολιτικό ολοκληρωτισμό
του παγκοσμιοποιημένου συστήματος, που τώρα πλέον εκδηλώνεται με την αδηφάγο
βία μιας σαρκοβόρας πολεμοκρατίας (Labica, σελ. 40-2, 109-118, 165 και σημ. 128). Η πολιτιστική
βιομηχανία της ιδιωτείας και της ασημαντότητας, ο ρόλος των εξωνημένων «μέσων» και
ο λιπαντικός του συστήματος ρόλος των «έγκριτων διανοουμένων» συμπληρώνουν την αηδή
εικόνα (Labica, σελ. 72-8, 84).
Το 5ο
Κεφάλαιο του βιβλίου του Τζαρέλλα είναι εξαιρετικής αξίας. Δείχνει το κλείσιμο
του κύκλου ανάμεσα στις κοινωνικές δομές και τα ιδεολογικά τους παρελκόμενα
στον σηπόμενο καζινο-καπιταλισμό, αυτόν της «καταστροφικής δεσπόζουσας» (Labica, σελ. 94/5). Το κλείσιμο αυτό εξαφανίζει τα δεύτερα στον
απόλυτα αποϊεροποιημένο βόθρο των πρώτων. Υπόκοσμος και άγρια βία κυριαρχούν
πάνω στη νόμιμη οικονομία του «θεμιτού ανταγωνισμού» αφ’ ενός και στους
«θεσμούς εφαρμογής του νόμου» αφ’ ετέρου. Το εμπόριο ανθρώπων κινεί την
παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπως το Άουσβιτς το ναζιστικό κανιβαλισμό, ενώ η
ευταξία σημαίνει οιονεί παρακρατική βία τύπου Ferguson, όπου το κοινωνικό σώμα
λίγο διαφέρει από τη «γυμνή ζωή» που αναλύει ο Agamben. Πρόκειται για μια
σημαντική στιγμή του βιβλίου γιατί δείχνει με ανατριχιαστική ακρίβεια τη φασιστική-ρατσιστική μήτρα του φιλελεύθερου
ιδεολογήματος και συστήματος (παραπέμπω, με την ευκαιρία, τους αναγνώστες
στην μελέτη, στην ίδια συνάφεια, της Αντι-ιστορίας
του Φιλελευθερισμού [Liberalism. A Counter-History] του Domenico Losurdo που κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Verso). Διαβλέπουμε εδώ άλλη μια υπόρρητη σμιτιανή στιγμή του
κειμένου του Τζαρέλλα: είναι η εξαίρεση (το φασιστικό έκτρωμα) που είναι η
βαθύτερη ουσία του «πολιτισμένου» καπιταλιστικού κανόνα. Ανάλογης δομής είναι
το επιχείρημα του Labica: το παγκοσμιοποιημένο σύστημα είναι μια «ένωση
κακοποιών», μια μαφιόζικη συνέργεια, τελικά μια πλανητική αλητεία (Labica, σελ. 70, 118). Μπορούμε να μνημονεύσουμε εδώ και όσα
αναφέρει ο Ντεριντά για τον υπερατλαντικό εσμό ως διεθνή Κανάγια (J. Derrida, Rogues, Stanford UP 2005:102).
Η
θεματοποίηση του φασισμού από τον Τζαρέλλα έρχεται πλέον να εναρμονιστεί και να
κορυφώσει την προηγούμενη ανάλυση (6ο Κεφάλαιο). Αυτό που πρέπει να
εξαρθεί είναι η ρηξικέλευθη τοποθέτηση του συγγραφέα έναντι όσων ακολουθούν τη
φασιστική πανώλη. Ονομάζονται «ανθρώπινη σκόνη», αποκτηνωμένα όντα και κουρέλια
(“Lumpen”), από αυτό δε ο
συγγραφέας με απόλυτη επιχειρηματολογική συνέπεια καταλήγει στο μόνο έντιμο
συμπέρασμα, που ένας βλακώδης ή -τις περισσότερες φορές- ύποπτος «ανθρωπισμός»
συσκοτίζει: η σκόνη αυτή δεν ανήκει στο ανθρώπινο είδος, δεν επιτρέπεται
διάλογος μαζί της, στερείται της έννοιας του προσώπου και αντιμετωπίζεται μόνο ως
φυσικό στοιχείο που αποτελεί απλώς εστία κινδύνου. Είχαμε καιρό να ακούσουμε ένα τόσο ρωμαλέο, ηθικά μεστό και πολιτικά
γενναίο λόγο. Ένας αρρωστημένος ηθικισμός, μια χριστιανικών (με την πολύ
κακή έννοια, εδώ) καταβολών «ανεκτικότητα» και ένας φιλελεύθερος
ανθρωπ(ουλ)ισμός έχουν μολύνει σοβαρά τις γραμμές της Αριστεράς. Πρόκειται για στοιχεία που πρέπει να αποβληθούν
ως κατά βάθος απολύτως ξένα σε μια Αριστερά που επιδιώκει (και οφείλει
αποκλειστικά και μόνο να επιδιώκει) την απόλυτη Κυριαρχία (ο συγγραφέας
ορθά ανακινεί [σελ. 87] την ξεχασμένη αλήθεια της δικτατορικής θέσμισης της
εξουσίας της Αριστεράς, με μια έννοια ασφαλώς διάφορη της αμβλύνοος αντίληψης
περί «δικτατορίας» του συρμού). Ορθά σημειώνει και ο Κουβελάκης, προλογίζοντας
τον Labica, ότι ο επαναστατικός μαρξισμός πρέπει να ξεριζώσει από την Αριστερά εκείνη
τη στάση που ανάγεται στην «εσωτερίκευση της ήττας, στη μοιρολατρική αποδοχή
της ή στο ναρκισσιστικό της αναμάσημα» (Labica, σελ. 29).
Την ενδόμυχη
βία άλλωστε του καθολικού ειρηνισμού και της καταδίκης της βίας «πανταχόθεν
προερχομένης» αποκαλύπτει και γελοιοποιεί απολαυστικά ο Τζαρέλλας στο 7ο
Κεφάλαιο. Είναι γνωστά τα συμπτώματά της: επιβεβλημένη «κοσμιότης»,
παντοκρατορία της ασημαντολογίας, καταναγκασμός για δηλώσεις «μεσαίων»
φρονημάτων. Δεν βλέπω μάλιστα το λόγο ορισμένης επιείκειας του συγγραφέα, όταν αναγνωρίζει
ενδεχόμενα καλά κίνητρα στον πασιφιστή. Θα αντέλεγα ότι πρέπει μάλλον να
διαβάζουμε στον πασιφισμό τον χωρίς εξαιρέσεις θρίαμβο της κατηγορικής προσταγής για ηλίθιους, τόσο χρήσιμους στην
κρεατομηχανή του μαφιόζικου πορνο-καπιταλισμού. Το μόνο θετικό στοιχείο της
σημερινής παγκοσμιοποιημένης αθλιότητας είναι, όπως ορθά το θέτει ο Labica, η ανάδυση ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος ανάμεσα
στην ανθρωπότητα και τον Εχθρό, απόρροια τόσο της αυτοδιάλυσης της μετά το ’90
ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της αποκάλυψης του Τέρατος που είχε
αυτάρεσκα παρουσιαστεί ως νίκη του φιλελευθερισμού μετά τις θερμιδωριανές
παλινορθώσεις στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία απεδείχθη δεξαμενή αφελών και
ανυποψίαστων, όσο και χαμερπών ή κακόβουλα αντιδραστικών μαζών (Labica, 118-32).
Τόσο ο
Τζαρέλλας όσο και ο Labica εμμένουν πάντως στον αμυντικό χαρακτήρα της βίας, την
οποία ο τελευταίος, για να τη διαχύσει στο κοινωνικό, αρνείται να ορίσει καν ως
έννοια (βλ. π.χ. Labica, σελ. 49-54). Ιδιαίτερα ο Labica δεν διστάζει να
ταυτίζει την επανάσταση με την δημοκρατική άμυνα, με συνείδηση ασφαλώς ότι δεν
υπάρχουν επαναστατικές συνταγές και ότι το πεδίο του Αγώνα δεν παρέχει τις
ασφάλειες που απαιτεί ο «μικροαστούλης». Πολύ ορθά επίσης ζητά ο Labica την επανάκτηση του εθνικού στίβου ως αγωνιστικού πεδίου
σε μια προοπτική απο-παγκοσμιοποίησης (Labica, σελ. 132-67), μια διόραση που (στρεβλά ασφαλώς) υπάρχει
και στην επίκληση επιστροφής στο «έθνος-κράτος» της ακροδεξιάς πολιτικής
στρατηγικής.
Όλα αυτά όμως
χρειάζονται μια εκ θεμελίων αναστροφή
που θα απαλλάξει την Αριστερά από τα βαρίδια (του κινδύνου) της καθεστωτικής
ενσωμάτωσης. Και οι δύο συγγραφείς δεν προχωρούν συστηματικά σε αυτό. Ο χώρος
δεν επιτρέπει εκτεταμένη ανάλυση, μπορούν όμως ορισμένοι άξονες να αναφερθούν.
Πρώτιστα, η
Αριστερά πρέπει να απαλλαγεί από την
παραδοσιακή ιστορική τελεολογία
που την βαραίνει, μια τελεολογία που ποδηγετεί και αλυσοδένει την ελεύθερη
έκρηξη, αναθέρμανση αλλά και προστασία του εκδηλωνόμενου πολιτικού πάθους. Όργανα
της ποδηγέτησης αποτελούν κατά περίπτωση η σχέση μέσων προς σκοπό, η
απολογητική στάση για τις «ακρότητες», η ψυχαναγκαστική «αυτοκριτική», η
αλλεργία στη βία μικροκλίμακας στο όνομα μιας λογοκρατικά διαμεσολαβημένης
προπαγάνδας της πράξης (όπου το συμβολικό και διαβουλευτικό στοιχείο υπερτερούν).
Η τελεολογική καθήλωση της Αριστεράς εξηγεί την συχνή μέσα στην ιστορία
ψυχρότητα των επίσημων φορέων της για τα πάθη των αγωνιστών που παρακάμπτονται
στο όνομα του «Σκοπού» (του σοσιαλισμού, αλλά και της «δημοκρατίας» ή των
διεθνών ισορροπιών, όπως της –αλήστου μνήμης- «ειρηνικής συνύπαρξης» παλαιότερα
κλπ.). Μαζοχιστική δηλαδή υποταγή στη θεοδικία!
Δεύτερο, η Αριστερά
πρέπει να πάψει να λειτουργεί αμυντικά-αποτρεπτικά. Η Αριστερά της Κυριαρχίας
οφείλει να μορφοποιεί ήδη τις δομές της εξουσίας της. Δεν θα παραλάβει το
αστικό κράτος ως έπαθλο επιτυχούς άμυνας για να το «ιάσει», πρέπει να ετοιμάζει
ήδη τις δικές της πρώτες κρατικόμορφες
δομές κοινωνικής αλληλεγγύης και πολιτικής ασφάλειας.
Τρίτο, η
Αριστερά δεν ανήκει στον κόσμο της «πολιτικής». Είναι ένα πρόταγμα χειραφέτησης
και ριζικής ισότητας που ριζώνει στην απειρότητα της ηθικής επιταγής (για να
θυμηθούμε και τον Λεβινάς) και πηγαίνει πολύ μακριά. Ως εκ τούτου, η Αριστερά
δεν έρχεται για να διαχειριστεί με σωφροσύνη τόσο, όσο για να αποκαταστήσει το
άγος μιας ιστορίας βυθισμένης στην εκμετάλλευση και την ατίμωση. Οφείλει να είναι, συνεπώς, μια Τιμωρός
Αριστερά, ένας Στρατός των Δικαίων που προκαλεί το Δέος και όχι τη
συμπάθεια του (κυνικού) ανθρωπάκου, συμπάθεια που γρήγορα τρέπεται σε οίκτο ή
σε λοιδορία.
Ψήγματα αυτής
της αναστροφής συναντάμε πάντως στο βιβλίο του Labica. Ο συγγραφέας μας καλεί «να αναγνωρίσουμε και να
κατονομάσουμε τους ταξικούς εχθρούς, είτε είναι πολιτικοί […] είτε καλλιτέχνες
του βαριετέ» (Labica, σελ. 163), απενοχοποιεί τα διάφορα είδη βίας στην οποία προσφεύγουν οι
υπόδουλοι (Labica, σελ. 175), διακρίνει όπως ο Ζενέ ανάμεσα στην απελευθερωτική βία και τη
βαναυσότητα (Labica, σελ. 177, σε ανάλογο πνεύμα και το επίμετρο του Κουβελάκη).
Το 8ο
Κεφάλαιο του βιβλίου του Τζαρέλλα κλείνει σαν το λυτρωτικό finale ενός
ορατορίου των παθών. Δείχνει τον δικαιοπαραγωγό χαρακτήρα της επαναστατικής
βίας, που πρωτοθεσμίζει ριζικά και εξ υπαρχής (το κείμενο του συγγραφέα θυμίζει
τις χαϊντεγγερειανές σελίδες για τη «νέα Αρχή», “den neuen Anfang”) διαρρηγνύοντας τη μυθική μαγεία του
καπιταλιστικού φετιχισμού και του ανακυκλούμενου ή γραμμικού του χρόνου. Ρυθμός
του λόγου και περιεχόμενο του κειμένου απηχούν το μεσσιανικό πνεύμα του
Μπένγιαμιν, τη θεϊκή του βία ως άλλη όψη της Αγάπης, ακριβώς δηλαδή ό,τι
προσδίδει διαχρονικά στην επαναστατική Αριστερά την απαράμιλλη ηθική της ανωτερότητα. Η φράση της σελίδας 86 του
βιβλίου του Τζαρέλλα (που πρέπει να διαβάζεται μαζί με το συμπέρασμα της
σελίδας 54 για την πρωταρχία της κριτικής των όπλων) αποτελεί τον cantus firmus
του όλου επιχειρήματός του: «Η επαναστατική βία μάχεται για να δικαιώσει όλες
τις προηγούμενες γενιές, αφουγκράζεται τη σιωπή των νεκρών που πολεμούν στο
πλευρό της».
Ο Χάρης Παπαχαραλάμπους είναι επίκουρος καθηγητής
Πανεπιστήμιο Κύπρου
1 σχόλιο:
Ο Χάιντεγκερ ήταν ο πιο μαύρος Ναζιστής. Οι προκαταλήψεις ενός μεγάλου στοχαστή
- του Αλεξάντερ Γκράου
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2015/03/blog-post_1.html
Δημοσίευση σχολίου