ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ, Οι φτωχοί μας
άνθρωποι: ποίημα υπό εξέλιξη, Κοινωνία των (δε)κάτων, Σειρά Τρία Έψιλον –
Εκδόσεις Εκτός Εμπορίου, Αθήνα 2013, σελ. 16
Η συγκεκριμένη
συλλογή του Ντίνου Σιώτη απαρτίζεται από μια αρκετά εκτενή ενιαία σύνθεση και
ένα επιπλέον καταληκτικό ποίημα. Η σύνθεση είναι λυρική με συναισθηματικό
κέντρο της την προσοχή στους πιο χαμένους από την ελληνική κρίση.
Χαρακτηρίζεται στον υπότιτλο του βιβλίου ως ποίημα υπό εξέλιξη, αλλά δεν χρειάζεται
να συνεχισθεί και πολύ περισσότερο να ολοκληρωθεί, αφού ήδη συμφωνεί με τους
όρους της κειμενικά εκτυλισσομένης πραγματικότητας, αποτελώντας ένα γλωσσικό
παραπλήρωμά της, συνιστώντας άρα μια ποιητικά διαβρωμένη αντανάκλαση του
κειμενοποιημένου discourse,
το οποίο παράγουν τα media
και το οποίο είναι απεριόριστο, επειδή έχει επιβληθεί να είναι. Από τα
προηγούμενα συνάγεται ότι ο υπότιτλος ελέγχεται ως εξαπατητικός: Οι φτωχοί
μας άνθρωποι ανήκουν σε μια δυνάμει ευρύτερη σύνθεση, η οποία θα παραμείνει
ενδεχόμενη.
Το
πραγματολογικό πλαίσιο, όπου θα τοποθετούνταν το εκτενέστερο ποίημα από τα δυο
της συλλογής, αποσύρεται και λανθάνει, χάρη στην τεχνική, την οποία
χρησιμοποιεί ο Σιώτης, να κατευθύνει την αναφορικότητα, όχι προς την
πραγματικότητα, παρά προς μια ρετρό – μυθική διάσταση. Η άμεση αναφορά δηλαδή
δεν είναι για τους εξαθλιωμένους ανθρώπους του παρόντος, αλλά για ένα σύνολο
αρχετυπικών φτωχών εντοπιζόμενο σε ένα φαντασιακό παρελθόν. «… οι φτωχοί
συνήθως είναι / εργάτες ακόμα κι όταν είναι άνεργοι σκαφτιάδες / μεροκαματιάρηδες
ναύτες (σπάνια λοστρόμοι) // πεταλωτήδες παγοπώληδες νερουλάδες… ζουν
σε / αγροτικές περιοχές σε λαϊκές γειτονιές σε παραγ- // κουπόλεις
σε μαχαλάδες… κι η / ζωή τους όλη ένα τσιγάρο που όλο την αγγίζει
μια // κρίση. …» (σελίδες 6 και 7).
Η τεχνική της
απόσυρσης του σύγχρονου πραγματολογικού πλαισίου, με συνέπεια τη λανθάνουσα
μόνο παρουσία του, και της ταυτόχρονης ανάδυσης ενός μυθικού κόσμου,
υιοθετείται αυθόρμητα και αυτόματα υπό την επίδραση του ποιήματος του Lêdo Ivo «Οι φτωχοί στο σταθμό
λεωφορείων», το οποίο, όπως σημειώνει ο Σιώτης στην εσωτερική όψη του
εξώφυλλου, υπήρξε η αφορμή για τη δική του σύνθεση. Επομένως, ο φαντασιακός
κόσμος των αρχετυπικών αθλίων δημιουργείται με τη μεσολάβηση του ποιητικού
σύμπαντος των φτωχών του Ivo.
Επιπλέον, μέσω της διάλυσης της θεματολογίας της ανέχειας σε μοτίβα, που
μετατρέπονται στους διαύλους από τους οποίους διέρχεται η σύνθεση, αποφεύγεται
το να καταστεί αυτή θεματική. Το καταληκτικό και ξεχωρισμένο ποίημα, με τις
καταβολές από την οπτική ποίηση, δρομολογεί την αναγωγή από τη μυθική διάσταση
την κατοικημένη από τους αρχετυπικούς φτωχούς πίσω στο παροντικό αίτημα της
εξέγερσης, παίρνοντας το επιθετικό σχήμα του βέλους.
Όμως η προσοχή,
εν προκειμένω, στους πιο χαμένους από την κρίση σημαίνει την απόσταση του
ποιητικού υποκειμένου από το αντικείμενο του λυρισμού του και κατά συνέπεια την
ταξική αντιμετώπιση του δεύτερου από το πρώτο: Aπό τη μια, ο ποιητής, υψωμένος σε μια
προνομιούχο θέση παρατήρησης· από την άλλη, το αντικείμενο της προσοχής του, οι
απογυμνωμένοι από την κρίση άνθρωποι, τοποθετημένοι σε ένα διαφορετικό, ως
παρατηρούμενοι, και αμέσως καταβιβασμένο επίπεδο. Αυτή η ταξική διάσταση
αποδίδεται εμφατικά και σχηματικά με την εξπρεσιονιστική προβολή της ευμάρειας
του ποιητή: «… (Περιστοιχισμένος από πλούσια γεύματα κι / εύπορους
φίλους γράφω για τους φτωχούς / …) …» (σελίδες 7 και 8).
Έτσι από τη
συγκεκριμένη σύνθεση προκύπτει μια διπλή επιτυχία. Πρώτον, παρακάμπτονται η
επικαιρική προσέγγιση και η θεματική πραγμάτευση, που αποδεικνύονται εσφαλμένες
ποιητικές επιλογές, επειδή διεξέρχονται την κρίσιμη σύγχρονη κατάσταση
υιοθετώντας τους τρόπους του επικρατούντος λόγου των media, ο οποίος διασφαλίζει τη διάρκειά
της και εκτονώνει το οποιοδήποτε κύμα εξέγερσης. Δεύτερον, ασκείται μια
υπόγεια, άρα ειρωνική κριτική απέναντι στο υποκριτικό ενδιαφέρον των ποιητών,
οι οποίοι περιγράφουν το φαινόμενο της φτώχιας και της εξακολουθητικής
φτωχοποίησης από μια απομακρυσμένη, συνεπώς ταξικά διαχωρισμένη θέση. Αυτό το
δεύτερο σημείο αποβαίνει πολύ βασικό, καθώς παρέχεται υπαινικτικά μια εξήγηση
για την παράδοξη αδυναμία των περισσότερων ελλήνων ποιητών να ανταποκριθούν με
επάρκεια στα ζητήματα, που εγείρονται στην τέχνη τους εξαιτίας της κρίσης· για
την ασυγχώρητη εσωστρέφειά τους και την επιφανειακή διαχείριση – όταν τα
διαχειρίζονται – όσων συντελούνται γύρω τους. Οι φτωχοί μας άνθρωποι λοιπόν
προσάπτουν εμμέσως μομφή στους ποιητές, οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις
από εγωιστική απομόνωση ή δειλία καταλέγουν τους εαυτούς τους σε μια ξεχωριστή,
εν τέλει αμέτοχη και αδιάφορη κοινωνική κατηγορία.
Ο
Παναγιώτης Βούζης είναι διδάκτωρ φιλολογίας, ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου