1/2/15

Λαϊκές και άλλες αναγνωστικές ιστορίες

ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΣΜΑ


(Roger Chartier, «’Λαϊκά’ αναγνώσματα και ‘λαϊκοί’ αναγνώστες. Από την Αναγέννηση έως τον 18ο αιώνα»)

Ο Ροζέ Σαρτιέ στην Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο[1] και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο με τίτλο «“Λαϊκά” αναγνώσματα και “λαϊκοί” αναγνώστες. Από την Αναγέννηση έως τον 18ο αιώνα» ανατέμνει τα «λαϊκά» αναγνωστικά ήθη τεσσάρων αιώνων, καθώς, επίσης, και τις προηγούμενες απόπειρες καταγραφής τους. Το προηγούμενο ερευνητικό παράδειγμα, έτσι όπως διαμορφώθηκε από το βιβλίο–σταθμός των Λουσιάν Φεβρ και Ανρύ Ζαν Μαρτάν για τους αναγνώστες της Αναγέννησης, στεκόταν, παρατηρεί ο σημαντικός ιστορικός της ανάγνωσης, κατά κύριο λόγο, σε μιας μορφής «κοινωνιογραφία» της ανάγνωσης που αφορούσε, αφενός, την κατοχή του βιβλίου γενικότερα και, αφετέρου, την συγκεκριμένη κατανομή τίτλων σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες.
Τέτοιου είδους «στατιστικές» έρευνες θα μπορούσαν, σύμφωνα με τον Σαρτιέ, να είναι εξαιρετικά χρήσιμες, αλλά δεν πρέπει ο ιστορικός της ανάγνωσης να αρκεστεί σε αυτές, καθώς αποσιωπούν καθοριστικές παραμέτρους για την ανασύσταση της ανθρωπογεωγραφίας της ανάγνωσης τη συγκεκριμένη περίοδο, στο βαθμό που λαμβάνουν υπόψη μόνον τίτλους άξιους να καταγραφούν (ως περιουσιακά στοιχεία, για παράδειγμα) και αγνοούν την περίπτωση κάποια βιβλία να οικειοποιήθηκαν από τους αναγνώστες με διαφορετικό τρόπο: είτε μέσω δανεισμού, είτε να διαβάστηκαν στο σπίτι κάποιου άλλου, είτε, τέλος, μέσα από το παράδειγμα της μεγαλόφωνης ανάγνωσης. Σε τελική ανάλυση, αυτού του είδους η προσέγγιση περιορίζει, σύμφωνα με τον Σαρτιέ, τις πολιτιστικές διαφοροποιήσεις στην κατανομή των τίτλων. Στόχος του κειμένου του Σαρτιέ είναι να δείξει ότι, στην ουσία, δεν πρόκειται για διαφορετικά αναγνώσματα σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, αλλά για διαφορετική χρήση των ίδιων αναγνωσμάτων από διαφορετικούς αναγνώστες –και στο σημείο αυτό μπαίνει στη συζήτηση το στοιχείο της κοινωνικής διαφοροποίησης.

Με λίγα λόγια, δεν πρόκειται για άλλα κείμενα, αλλά για άλλες αναγνώσεις: διαφορετικό προσανατολισμό, διαφορετικές δεσμεύσεις, διαφορετικά φορτία και διαφορετικές στοχεύσεις. Για παράδειγμα, η άποψη που θέλει το αναγνωστικό κοινό των ιπποτικών μυθιστορημάτων να αποτελείται αποκλειστικά από ευγενείς πρέπει να αναθεωρηθεί, σύμφωνα με τα δεδομένα που προκύπτουν από της ανακρίσεις της Ιεράς Εξέτασης. Κατά συνέπεια, και ακολουθώντας τον Σαρτιέ, δεν είναι τόσο η κοινωνική θέση καθοριστική για την επιλογή συγκεκριμένων αναγνωσμάτων όσο άλλες κατηγορίες, όπως η ηλικία, η αστική κατάσταση ή το μορφωτικό επίπεδο. Το άλλο στοιχείο που έρχεται να χτυπήσει το μύθο περί των κοινωνικοπολιτικών στεγανών είναι οι συγκεκριμένες πρακτικές των βιβλιοπωλείων, τα οποία κατασκεύασαν τελείως συνειδητά την ύπαρξη μιας λαϊκής αγοράς προκειμένου να προωθήσουν τα έντυπά τους. Οι στρατηγικές αυτές συμπεριελάμβαναν τη μείωση του κόστους παραγωγής (και άρα την τιμή της πώλησης) και τη διανομή των εντύπων στην περιφέρεια με πλανόδιους πωλητές. Ανάμεσα σε αυτά τα έντυπα ήσαν και μη «λαϊκά», δηλαδή έντυπα που μέχρι πρότινος προορίζονταν για άλλου είδους παραγωγή και άλλου είδους κατανάλωση. Ασφαλώς, για να πετύχει η συνταγή προώθησης αυτών των εντύπων απαραίτητη ήταν και αλλαγή της παλαιότερης εκδοτικής τους μορφής. Τυπικό παράδειγμα η περίπτωση των pliegos sueltos που αποτέλεσαν «φτηνότερη» και ευκολότερα προσβάσιμη εναλλακτική στις ανθολογίες υπό τη μορφή των οποίων κυκλοφορούσαν μέχρι πριν τα ιπποτικά μυθιστορήματα. Το αποτέλεσμα αυτής της διπλής μορφής ήταν να διαβαστούν τα ιπποτικά μυθιστορήματα από όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Το κρίσιμο, λοιπόν, δεν είναι ποια βιβλία διαβάζονται σε ποια κοινωνικά επίπεδα (τα βιβλία είναι τα ίδια), σύμφωνα με τον Σαρτιέ, αλλά πώς χρησιμοποιείται και οικειοποιείται από τον αναγνώστη το κάθε έντυπο. Ποιες, με άλλα λόγια, είναι οι «λαϊκές» πρακτικές που εφαρμόζονται στο έντυπο και με ποιο τρόπο η υποδοχή του κειμένου το εκτρέπει, το ανατρέπει ή το μεταποιεί. Η ανάγνωση κατασκευάζει και το κείμενο. Κείμενο και ανάγνωση διατηρούν μια «διαλογική» σχέση στο βαθμό που τα «κειμενικά σήματα» που εκπέμπει το κάθε έργο αποκωδικοποιούνται διαφορετικά από την κατά συνθήκην ανάγνωση η οποία στοιχειοθετείται τόσο μέσα από τον χ ορίζοντα προσδοκίας που μοιράζεται η κάθε αναγνωστική ομάδα όσο και από τις διαφορετικές εκδοτικές μορφές του εντύπου που έχει στα χέρια της.
Ποιοι είναι, λοιπόν, οι «λαϊκοί» αναγνώστες της Αναγέννησης; Αν δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα κοιτάζοντας ποια κείμενα διαβάζονται, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε βλέποντας πώς διαβάζονται, απαντά ο Σαρτιέ. Ποιες είναι, δηλαδή, οι πρακτικές οικειοποίησης των κειμένων που χαρακτηρίζουν τους «λαϊκούς» αναγνώστες. Η πρώτη ερευνητική στρατηγική που θα μας βοηθήσει να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα συνδέεται με τις αναπαραστάσεις των αναγνωστικών τακτικών, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από τα κείμενα. Εδώ ανακύπτει το σημαντικό ζήτημα για τη μεγαλόφωνη και τη σιωπηλή ανάγνωση. Η μεγαλόφωνη ανάγνωση που είναι εξαιρετικά της μόδας την περίοδο αυτή (αλλά και αργότερα) αφενός προτείνεται από τα ίδια τα κείμενα και αφετέρου είναι αρκετές φορές ο μόνος δρόμος για να γνωρίσουν τα λαϊκά στρώματα τη μέχρι πρότινος λόγια λογοτεχνία (πρβλ. ιπποτικά μυθιστορήματα, Δον Κιχώτης, ουμανιστική κωμωδία). Με αυτόν τον τρόπο η λογοτεχνία γνωρίζει ευρεία διάδοση. Αυτή είναι η μια άποψη. Η δεύτερη θέλει τη σιωπηλή ανάγνωση να κερδίζει σιγά σιγά έδαφος όχι μόνον μεταξύ των εγγράματων, αλλά στους κύκλους των περισσότερο ταπεινών. Η σιωπηλή ανάγνωση, ακριβώς επειδή γίνεται κατά μόνας μπορεί να αποδειχτεί περισσότερο επικίνδυνη στο βαθμό που ασκεί μια πρωτόφαντη γοητεία στον αναγνώστη, ο οποίος έρχεται για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τη δύναμη της φαντασίας του. Για αυτό και η επερχόμενη σιωπηλή ανάγνωση γνώρισε και τη μεγαλύτερη καταστολή.
Η δεύτερη ερευνητική στρατηγική του Σαρτιέ στηρίζεται στην εκτροπή της εκδοτικής μορφής των κειμένων. Αξίζει να δούμε με λίγα λόγια πώς, με τη συνδρομή της εικόνας, με το χωρισμό σε μικρές ευσύνοπτες σκηνές και με την ιδιαίτερη σελιδοποίηση, τα κείμενα «λαϊκοποιούνται» και κερδίζουν ευρύτερες ομάδες του αναγνωστικού κοινού. Ο Μακ Κένζυ το διατυπώνει ως εξής: «Νέοι αναγνώστες παράγουν νέα κείμενα και η υποδοχή του νοήματος εξαρτάται από τις νέες μορφές των κειμένων». Τυπικό παράδειγμα είναι, ακριβώς, η εκδοτική μορφή των pliegos sueltos. Ένα άλλο παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι τα γαλλικά occasionels: έντυπα που εκδίδονται ανάμεσα στο 1570 και το 1630 και χαρακτηρίζονται από την υλική μορφή τους, τον τρόπο κυκλοφορίας τους, και τους τίτλους τους, αλλά και από το ίδιο τους το περιεχόμενο που ανταποκρίνεται σε μιας μορφής κοσμολογική ή θεολογική περιέργεια, χαρακτηριστική των στρωμάτων στα οποία απευθύνονται. Περιττό να τονίσουμε ότι αυτά τα κείμενα ευρείας κατανάλωσης διέπονται εκτός από τους «νόμους κίνησής τους» και από συγκεκριμένες μεθόδους καταστολής ή και πειθούς –πολιτικής ή θεολογικής. Τα «λαϊκά» αναγνώσματα, λοιπόν, καταλήγει ο Σαρτιέ, είναι αυτά που φτιάχνονται για τους «λαϊκούς» αναγνώστες και αυτά που οι «λαϊκοί» αναγνώστες διαβάζουν ως τέτοια: σύμφωνα, δηλαδή, με την κοσμολογία τους, αλλά και με τις αναγνωστικές τους συνήθειες – όποιον ορισμό κι αν δώσουμε στην έννοια της ανάγνωσης.

Ελένη Κοσμά είναι φιλόλογος

[1] Guglielmo Cavalo, Roger Chartier (επιμέλεια), Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο, επιστημονική επιμέλεια–εισαγωγή: Χριστίνα Μπάνου, Μεταίχμιο, 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: