ΤΟΥ
ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΤΟΥ
Έπρεπε
να έλθει το βράδυ της 23ης Απριλίου 2010 για να αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε την
κατάστασή μας, να σκεφτούμε το παρελθόν, τη ζωή που είχαμε ζήσει μέχρι τότε, να
προσπαθήσουμε να την προβάλλουμε στο μέλλον και ν’ αναρωτηθούμε τι αυτό επεφύλασσε για μας.
Έκτοτε έχει χυθεί πολύ μελάνι για τις αιτίες της
κρίσης, για την θέση της Ελλάδας μέσα στο παγκόσμιο στερέωμα, για την Ευρώπη
και το μέλλον της. Τίποτα δεν υπάρχει σταθερό, όλα είναι αβέβαια και
ακαθόριστα. Βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θέση που είχε περιγράψει ο W. Benjamin,
παρομοιάζοντας με βάρβαρο τον μοντέρνο άνθρωπο: Ο «βάρβαρος δεν βλέπει τίποτα
το μόνιμο. Όμως γι’ αυτό ακριβώς διακρίνει δρόμους παντού… Επειδή παντού βλέπει
δρόμους, στέκεται πάντα σ’ ένα σταυροδρόμι. Καμιά στιγμή δεν μπορεί να ξέρει
κανείς τι θα φέρει η επόμενη».[1] Ο
φόβος και η δυσπιστία κυριαρχούν στη ζωή μας γιατί χάθηκε η εμπιστοσύνη. Η
εμπιστοσύνη, αν υπήρχε, μπορούσε να μετατρέψει την φτώχεια της εμπειρίας σε
πολιτική απόφαση. Η έλλειψη εμπιστοσύνης καθιστά το μέλλον απροσδιόριστο και οι
αποφάσεις συνεχώς χάνονται στον μακρινό ορίζοντα.
Με
αφορμή το βιβλίο του Maurizio Lazzarato «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου»,
(μτφρ. Γ. Καράμπελας, εκδ. Αλεξάνδρεια) που κυκλοφόρησε πρόσφατα, θα
προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε μερικές σκέψεις σχετικές με όσα μας συνέβησαν
αυτά τα χρόνια και άλλαξαν δραματικά την ζωή μας.
Στο
δοκίμιο αυτό παρουσιάζεται μία «γενεαλογία» και μία διερεύνηση της οικονομικής
και υποκειμενικής κατασκευής του χρεωμένου ανθρώπου. Το χρέος εμφανίζεται σαν
μία οικονομική σχέση, αξεδιάλυτη από την παραγωγή του υποκειμένου «οφειλέτης»
και της «ηθικής» του.
Το
χρέος λειτουργεί ταυτόχρονα: 1) σαν μηχανή αρπαγής ή αφαίμαξης της κοινωνίας,
στην πραγματικότητα σαν μηχανισμός αναδιανομής εισοδημάτων και 2) σαν
μηχανισμός παραγωγής και διακυβέρνησης συλλογικών και ατομικών
υποκειμενικοτήτων. Μέσα από την υποκειμενοποίηση υποθηκεύεται το μέλλον αφού το χρέος είναι
μία τεχνική διακυβέρνησης που σκοπό έχει να μειώσει την αβεβαιότητα στις
συμπεριφορές των κυβερνωμένων.
Η
πίστωση φαίνεται να λειτουργεί αντίστροφα απ’ ό,τι η αγορά και η σχέση
κεφαλαίου-εργασίας. Δίνεται η ψευδαίσθηση ότι με την πίστωση σταματά η
αποξένωση του ανθρώπου και ανακαλύπτει πάλι τον άλλον, επειδή το στοιχείο της
δεν είναι πια το εμπόρευμα αλλά η ηθική ύπαρξη. Η πίστωση προϋποθέτει την
εμπιστοσύνη στους άλλους. Έτσι, τίθεται προς εκμετάλλευση η ηθική εργασία της
συγκρότησης του εαυτού και της κοινότητας.
Η φερεγγυότητα γίνεται περιεχόμενο και μέτρο της ηθικής σχέσης. Η
πίστωση ενέχει μία ηθική αξιολόγηση του οφειλέτη από τον πιστωτή. Η πίστωση
εκμεταλλεύεται όχι μόνο τις κοινωνικές σχέσεις εν γένει, αλλά τη μοναδικότητα
της ύπαρξης. Στο επίκεντρο δεν είναι η εργασία, αλλά η ύπαρξη, η ατομικότητα
και σε τελευταία ανάλυση η ίδια η ηθική του ανθρώπου. Στο πιστωτικό σύστημα δεν
είναι το χρήμα που καταργείται μέσα στον άνθρωπο۰ είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που μετατρέπεται σε χρήμα.
Το
χρέος αποτελεί την πιο «απεδαφικοποιημένη»
και πιο «απρόσωπη» σχέση εξουσίας μέσω της οποίας το νεοφιλελεύθερο
μπλοκ εξουσίας οργανώνει την ταξική του πάλη. Δρα κατευθείαν σε πλανητικό
επίπεδο διασχίζοντας τους πληθυσμούς, επιδιώκοντας την ηθική κατασκευή του
χρεωμένου ανθρώπου. Αυτό λοιπόν που είχε αρχίσει από τον χριστιανισμό, δηλ. το
καθεστώς του «εσωτερικευμένου» ηθικού χρέους, σήμερα είναι μία αδιαμφισβήτητη
πραγματικότητα. Η οδύνη του οφειλέτη εσωτερικεύεται, η ευθύνη του χρέους
γίνεται ένα απόλυτο αίσθημα ενοχής. Λέει ο Νίτσε
«Για να μείνει κάτι στη μνήμη, πρέπει να αποτυπωθεί με πυρωμένο σίδερο: μόνο
αυτό που δεν παύει να προκαλεί πόνο μένει στη μνήμη»[2] -
αυτό είναι ένα βασικό αξίωμα της πιο παλιάς (και δυστυχώς της πιο μακρόχρονης)
ψυχολογίας πάνω στη γη.
Το
χρέος ταυτίζεται με την ενοχή. Και στη θρησκεία η βασανισμένη ανθρωπότητα
στηρίχθηκε στο «μεγαλοφυές εύρημα του χριστιανισμού∙ τον ίδιο το Θεό να
θυσιάζεται για να πληρώσει το χρέος/ενοχή του ανθρώπου, τον ίδιο το Θεό να
βάζει τον εαυτό του να πληρώσει …. τον πιστωτή, να θυσιάζεται για τον χρεώστη
του, από αγάπη!..»
Η
κατασκευή της ενοχής είναι μία συνιστώσα
της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Αυτό δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει το
φαινόμενο που κυριάρχησε στη ζωή μας και χρόνο με το χρόνο και θεωρείται σήμερα η ζωή που δεν μπορούμε
να ξεφύγουμε. Η άλλη συνιστώσα, πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού, είναι η ιδέα
ότι το άτομο αναλαμβάνει τα έξοδα και τα ρίσκα που δεν θέλουν να επωμιστούν
ούτε οι επιχειρήσεις ούτε το Κράτος κυρίως. Παράγεται λοιπόν ένας
επιχειρηματίας του εαυτού του, περισσότερο ή λιγότερο χρεωμένος και περισσότερο
ή λιγότερο φτωχός, αλλά σε κάθε περίπτωση επισφαλής.
Σταδιακά
παρακολουθήσαμε την μετατροπή των κοινωνικών δικαιωμάτων σε κοινωνικά χρέη, τα
οποία οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές
τείνουν με την σειρά τους να μετατρέπουν σε ιδιωτικά χρέη. Η αύξηση της ζήτησης
δεν γίνεται πια μέσω των δημοσίων ελλειμμάτων, αλλά μέσω του ιδιωτικού χρέους, με τα έξοδα και τα ρίσκα να
φορτώνονται στις «χρεωμένες» οικογένειες. Η πεμπτουσία της οικονομίας του
χρέους έχει άκρως πολιτικούς στόχους: να εξουδετερώσει τις συλλογικές
συμπεριφορές (ασφάλιση, αλληλεγγύη, συνεργασία, δικαιώματα για όλους) και τη
μνήμη των αγώνων και των συλλογικών δράσεων.
Η
αναμέτρηση με υποκείμενα, οφειλέτες, μικροϊδιοκτήτες και μικρομετόχους είναι
ευκολότερη και βολεύει. Το άτομο καθίσταται στόχος που γρήγορα μπορεί να το
εξουθενώσεις και να το εξαφανίσεις. Να το κλείσεις στο σπίτι, φτωχό, ελεεινό,
να ζητιανεύει. Ακριβώς η κρίση αυτή είναι συμβολική διότι θίγει αυτό που
αντιπροσωπεύει κατ’ εξοχή: την ατομική ιδιοκτησία, το σπίτι.
Η
δράση του χρέους δεν συνίσταται μόνο στο χειρισμό τεράστιων χρηματικών ποσών,
στα περίπλοκα παιχνίδια των χρηματοπιστωτικών και νομισματικών πολιτικών۰ διέπει και συνδιαμορφώνει επίσης τις
τεχνικές ελέγχου και αναπαραγωγής της ύπαρξης των χρηστών, κάτι χωρίς το οποίο
η οικονομία δεν θα είχε καμία επίδραση στην υποκειμενικότητα. Με τον τρόπο αυτό
διαλύεται το στρεβλό καθεστώς ισοτιμίας (συνδικάτα μισθωτών-εργοδοτών) όπως
οικοδομήθηκε στον 20ο αιώνα με αφετηρία το Νιου Ντηλ. Ακόμα και
εκφυλισμένο από τη συντεχνιακή λογική,
το καθεστώς ισοτιμίας συνιστούσε ένα πρόπλασμα θεσμικής «κοινωνικής
δημοκρατίας».
Ο
ανταγωνισμός καθίσταται κυρίαρχη έννοια στην κατασκευή του νεοφιλελεύθερου
υποκειμένου. Το Κράτος προσπαθεί να καλλιεργήσει τον ανταγωνισμό σε όλα τα
επίπεδα της ζωής, αντικαθιστώντας χωρίς ενδοιασμό τις δημόσιες υπηρεσίες με τις
ιδιωτικές σε σημείο να θεωρείται ότι το ιδεώδες αυτό είναι σημαντικότερο από
την ανεμπόδιστη λειτουργία της αγοράς.
Ο
νεοφιλελευθερισμός είναι ένας τρόπος να αναφέρεται κανείς στον καπιταλισμό
χωρίς να κάνει λόγο για καπιταλισμό. Στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ο
νεοφιλελευθερισμός θεωρείται ως ο αναγκαίος ακόμη και εντελώς «φυσιολογικός»
τρόπος ρύθμισης της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. “Η εφαρμογή του
νεοφιλελευθερισμού, χρειαζόταν, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά τη δημιουργία
μιας νεοφιλελεύθερης λαϊκίστικης κουλτούρας διαφοροποιημένου καταναλωτισμού και
ατομικής ελευθεριακότητας βασισμένης στην αγορά. Μ’ αυτή τη μορφή αποδείχθηκε
κάτι περισσότερο από συμβατός με την πολιτισμική παρόρμηση που ονομάστηκε
«μεταμοντερνισμός», που καραδοκούσε πολύ καιρό στο περιθώριο και τώρα μπορούσε
να εμφανιστεί σε πλήρη άνθηση ως πολιτισμικό και πνευματικό κυρίαρχο ρεύμα”[3]
Ένα
τέτοιο σχέδιο ζωής, όπως το περιγράψαμε παραπάνω, με αφορμή το βιβλίο του Lazarrato, είναι αβίωτο, δεν
μπορεί να έχει μέλλον. Δεν μπορεί οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» να γίνουν η
συνεκτική ιδεολογία και το όραμα μιας κοινωνίας. Το παρόν που μας καλούν να
ζήσουμε έχει κάποια αξία και είναι έγκυρο μόνο χάρη στις δυνατότητες για το
μέλλον.
…Εσύ
που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να
πεθάνω». Αυτό είναι ένα σχέδιο ζωής.
Ο Δήμος Κόντος είναι νομικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου