ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΗΛΙΑΔΗ
Δημήτρης Τσουμπλέκας |
Οι
τελευταίοι Οθωμανοί. Η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, 1940-1949. K. Featherstone, Δ.
Παπαδημητρίου, Α. Μαμαρέλης, Γ. Νιάρχος,
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, μτφρ. Γ. Νιάρχος, σελ. 557
Τα ζητήματα της μειονότητας στην Θράκη απασχόλησαν για
άλλη μια φορά τον δημόσιο διάλογο την άνοιξη του 2014, με αφορμή την «υπόθεση
Σαμπιχά» –την αποπομπή της μειονοτικής Ρομά από το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ– και
τις δηλώσεις του πανεπιστημιακού Δ. Χριστόπουλου για τις λανθασμένες ελληνικές
πολιτικές που έχουν μετασχηματίσει την μειονότητα σε ένα «συμπαγές τουρκικό
πράγμα». Συνήθεις «θρακολόγοι» ανέλαβαν για ακόμη μια φορά τον ρόλο του
υπερασπιστή της περιοχής, επαναλαμβάνοντας ότι στην Θράκη υπάρχουν μόνο μουσουλμάνοι,
ότι όποιος δηλώνει «Τούρκος» είναι πιόνι ή θύμα καταπίεσης του τουρκικού
Προξενείου, ότι όποιος καταγγέλλει την διχαστική πολιτική του ελληνικού κράτους
στην περιοχή υπερασπίζεται τα συμφέροντα της γείτονος, και άλλα παρόμοια τα
οποία επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια για πάνω από μισό αιώνα.[i]
Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες στερεοτυπικές αναφορές στην
Θράκη, το βιβλίο των τεσσάρων συγγραφέων αποτελεί μια συστηματική μελέτη της
μειονότητας σε σχέση με τις εξελίξεις της δεκαετίας του ’40 και μας βοηθά να
κατανοήσουμε την σημερινή πραγματικότητα πολύ περισσότερο από ότι αναλύσεις του
συρμού. Οι συγγραφείς προσφέρουν ένα ενιαίο και συνεκτικό κείμενο, το οποίο
συνυπογράφουν, παρουσιάζοντας πληθώρα αρχειακών πηγών, συνεντεύξεων και
φωτογραφιών της εποχής.
Οι
Τελευταίοι Οθωμανοί εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο οι μουσουλμάνοι της
Θράκης βίωσαν την εισβολή και Κατοχή, την απελευθέρωση και τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Κεντρικό ερώτημα, τα αίτια της παθητικής στάσης και της αδράνειάς τους κατά την
δεκαετία των κατακλυσμιαίων αυτών γεγονότων. Σωστά, η απάντηση δεν αναζητείται
-όπως συνήθως- στον λεγόμενο γεωπολιτικό ρόλο της μειονότητας. Η μειονότητα δεν
έχει υπάρξει μόνο παθητικός δέκτης κρατικών πολιτικών, αλλά και δρων υποκείμενο.
Η διαμόρφωση των τοπικών συνθηκών, οι ταυτότητες των μειονοτικών υπό-ομάδων, οι
κοινωνικές δομές αλλά και οι γεωγραφικές συνθήκες συνετέλεσαν κατά τους
συγγραφείς στην μειονοτική «αδράνεια».
Έτσι, όπως μας εξηγούν, πολλαπλές διασπάσεις στο εσωτερικό
της μειονότητας (εθνικές, κοινωνικές και πολιτισμικές) δεν της επέτρεψαν να
συσπειρωθεί γύρω από μια ηγεσία και να αναλάβει δράση σε ενιαία κατεύθυνση. Η
μειονότητα δεν ήταν ούτε κοινωνικά συμπαγής, ούτε γεωγραφικά συγκεντρωμένη (σ. 115).
Όσο για την διάδοση της τουρκικής ταυτότητας, οι συγγραφείς μάς δείχνουν ότι
ήδη από την δεκαετία του 1930 ο Κεμαλισμός άρχισε να αυξάνει σημαντικά την
επιρροή του στην Θράκη. Οι κεκαλυμμένες παρεμβάσεις του ελληνικού κράτους
προώθησης των συντηρητικών μουσουλμάνων –που συνεχίστηκαν ως την δεκαετία του
’70- δεν είχαν μεγάλη επιτυχία (σ. 116). Ενδιαφέρον είναι το ότι η Τουρκία δεν
ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την μειονότητα ως το ’50. Οι τοπικές κοινωνικοπολιτικές
εξελίξεις ήταν λοιπόν πιο σημαντικές για την εξέλιξη της μειονοτικής ταυτότητας
από ότι οι εξωτερικές παρεμβάσεις (σσ. 117-118).
Στο κύριο μέρος του βιβλίου, μέσα από εκτεταμένη αρχειακή
έρευνα και συνεντεύξεις, περιγράφεται η εμπειρία της βουλγαρικής Κατοχής, η
οποία ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για ολόκληρο τον πληθυσμό της Αν. Μακεδονίας και
Θράκης, ιδιαίτερα για τους Πομάκους οι οποίοι υπήρξαν θύματα βίαιων πολιτικών
αφομοίωσης. Παρ’ όλα αυτά, η μειονότητα στο σύνολό της αρνήθηκε να συνεργαστεί
με τις δυνάμεις Κατοχής (σ. 192). Πάντως, ο βίαιος χαρακτήρας της Κατοχής οδήγησε
τον μουσουλμανικό πληθυσμό στην αναζήτηση στήριξης από το τουρκικό προξενείο
Κομοτηνής, ενώ αρκετές χιλιάδες μετανάστευσαν –κυρίως παράνομα– προς την
Τουρκία (σ. 221). Η δράση των ανταρτών ήταν περιορισμένη στην Θράκη σε σχέση με
άλλες περιοχές της Β. Ελλάδας, ενώ το ΚΚΕ δεν έκανε ιδιαίτερες προσπάθειες να
προσεγγίσει τους μουσουλμάνους. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την
καχυποψία με την οποία είδε η μειονότητα τις αριστερές αντιστασιακές ομάδες,
την οδήγησαν σε στάση «παθητικότητας» απέναντι στην Αντίσταση, όχι όμως και σε
συνεργασία με τον κατακτητή (σ. 256).
Μετά την λήξη του πολέμου αναδείχθηκε μια νέα γενιά
ηγετικών προσωπικοτήτων προσκείμενων στις αρχές του Κεμαλισμού (σ. 280). Την
ίδια στιγμή, η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων κινήθηκε μεταξύ της καχυποψίας
και της μερικής αδιαφορίας και, για πολλούς, η μειονότητα αποτελούσε εν δυνάμει
απειλή για την εθνική ασφάλεια, παρά το ότι δεν δόθηκαν αφορμές για μια τέτοια
προσέγγιση (σ. 312).
Στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου η μειονότητα βρέθηκε
«μεταξύ σφύρας και άκμονος» (κεφ. 7). Ο ΕΛΑΣ απέτυχε να προσελκύσει τους
μουσουλμάνους, παρά τις προσπάθειες μιας πολύ ενδιαφέρουσας προσωπικότητας -
του Καπετάν Κεμάλ- ενώ δεν λείπουν οι αναφορές προσφυγής στην βία προς το τέλος
του Πολέμου ώστε να εξανγκάσουν τον τοπικό πληθυσμό να υποστηρίξει τους
αντάρτες. Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι στην πλειοψηφία
τους υποστήριξαν τις κυβερνητικές δυνάμεις κατά την διάρκεια του Εμφυλίου, οι
ελληνικές αρχές έγιναν ιδιαίτερα καχύποπτες και δεν εξαιρέθηκαν από την άσκηση
βίας, αφού υπήρξαν αρκετά περιστατικά εναντίων μουσουλμάνων από την χωροφυλακή
και τον Στρατό.
Η περίοδος του Εμφυλίου χαρακτηρίστηκε κυρίως από την
μάχη προπαγάνδας που έδωσαν οι αντιμαχόμενες πλευρές για την «ψυχή» της
μειονότητας, και οι συγγραφείς παρουσιάζουν τεκμήρια της εποχής. Ο ΕΛΑΣ στα
βουνά προώθησε τον Κεμαλικό εκσυγχρονισμό, ενώ για τις κυβερνητικές αρχές
επικράτησε ο φόβος για τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις, η οποία οδήγησε σε
«πάγωμα» των σχέσεων και την αύξηση της εχθρότητας στα χρόνια που ακολούθησαν.
Στις περιοχές όπου ήλεγχε η ελληνική διοίκηση, ο αντικομμουνισμός διαδέχτηκε
σταδιακά έναν έντονο αντί-τουρκισμό – αν και οι συγγραφείς δεν δίνουν όση
έμφαση θα έπρεπε στον τελευταίο παρά το ότι αυτός είναι εμφανής ήδη από τα τέλη
της δεκαετίας του ‘40.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των βιβλίων για την Θράκη
που έχουν βασικό σκοπό να υπερασπίσουν ή να καταγγείλουν τις κρατικές πολιτικές
απέναντι στην μειονότητα, οι Τελευταίοι
Οθωμανοί αποτελούν μια από τις λίγες συστηματικές μελέτες για την
συγκεκριμένη ομάδα και ίσως η μοναδική σε έκταση για την περίοδο του ‘40.
Φυσικά και δεν λείπουν τα σημεία στα οποία θα μπορούσε να κάνει κάποιος
κριτική: οι συγγραφείς προϋποθέτουν το ότι η μειονότητα είχε (ορθολογικές;)
«επιλογές» τις οποίες δεν ακολούθησε, ενώ δεν εξετάζονται αρκετά οι συνέπειες
του «αντιτουρκισμού» μέρους της ελληνικής διοίκησης, ιδίως κατά το δεύτερο μισό
της δεκαετίας. Δεν είναι επίσης πολύ ξεκάθαρο γιατί χαρακτηρίζεται ως «γρίφος»
η μη εμπλοκή της μειονότητας∙ δεν κράτησαν παθητική στάση κοινότητες και σε
άλλες περιοχές της Ελλάδας ή στην Ευρώπη της εποχής; Σε κάθε περίπτωση όμως, το
βιβλίο αποτελεί μια ενδελεχή μελέτη, και ένα σημαντικό σκαλοπάτι στην
προσπάθεια ερμηνείας της ανάδυσης του μειονοτικού ζητήματος στην Θράκη ως προβλήματος. Ενός προβλήματος, για την
αντιμετώπιση του οποίου μερικά χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου θα αναπτυσσόταν
μια πολιτική στηριγμένη στις συστηματικές διοικητικές διακρίσεις εναντίων του
μειονοτικού πληθυσμού, η οποία έχει αφήσει ζωντανά τα σημάδια της.
Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι δρ Πολιτικής επιστήμης
[i] Σχετικό άρθρο μου στα Ενθέματα της Αυγής, στις 23.09.2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου