4/1/15

Τίποτα, Μηδέν, και ανελέητο Κάτι

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ Ν. ΨΑΧΟΥ

Δημήτρης Μιχαλάκης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, Τοπία του Τίποτα, Eκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 96

Με στωικά πάλλουσα την ανθρώπινη αγωνία κάτω από μια ποιητική επιφάνεια φαινομενικά ήρεμη, σημαίνουσα αισθητική πρόταση που ορίζει το μέτρο της δραματικής έντασης που προσδιορίζει γενικότερα την ποιητική περιπέτεια του Α. Φωστιέρη, οι έννοιες του Τίποτα και του Μηδενός σε αντιδιαστολή με το ανελέητο Κάτι, στην πλέον πρόσφατη ποιητική συλλογή του, προβάλλουν σε κομβική θέση στον ιδεολογικό ορίζοντα της διεκδίκησης της υπαρξιακής αλήθειας ποίησης και ζωής, που συνυπάρχουν στο έργο του αξεδιάλυτα. Διεκδικούν απολογιστικά τον προσδιορισμό του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από έναν αιρετικό τρόπο θεώρησης της καθημερινής εμπειρίας, που στοιχειοθετείται στη βάση της αυτοαναίρεσης των προσδοκιών μας και της συνειδητοποίησης των αντιθέσεων που συνθέτουν την πραγματικότητα. Το Τίποτα της ποίησης στις ιδεοπλαστικές απεικονίσεις του στα Τοπία των ποιημάτων του Φωστιέρη, προβάλλει σύνθετο, είναι υπαρκτό και αποτελεί έκφραση της ασύλληπτης συγκρουσιακής Ολότητας, που ορίζει το νόημα και το σκοπό της ζωής. Αξιολογικό ή συναισθηματικά φορτισμένο, ως συνείδηση της ατέρμονα επαναλαμβανόμενης προσπάθειας του ποιητή για την επίτευξη του σκοπού της ποίησης, απ΄ όπου άλλωστε αφορμάται για την περιπλάνησή του στον κόσμο και όπου επιστρέφει, αποτύπωση του ανέκφραστου και της διάψευσης που ενέχει η εμπειρία της γραφής, αλλά και φιλοσοφικά ιδωμένο ως αποδοχή του ανεκπλήρωτου και του αενάως ζητούμενου, συμπυκνώνει όσα κόμισε εν τέλει στον άνθρωπο η πνευματική του πορεία. Η ποιητική περιπέτεια, λειτουργώντας και μετωνυμικά, το αποκαλύπτει: «Αρχίζοντας ένα γραπτό τι θέλουμε;/ Να μπούμε στο κουκούτσι αυτού του κόσμου;/  Ή να τον σπάσουμε;» και καταλήγει «Αρχίζοντας/ Πάντα το ίδιο ατέλειωτο γραπτό/ μ΄ ένα ορμαθό/ Από ρυθμούς και εικόνες. Νιώθοντας/ Πώς τίποτα δεν θέλουμε στ΄ αλήθεια-πως/ Ένα γραπτό είν΄ ένα σύμπαν από τίποτα. Και πως/ Αυτό το ατέλειωτο γραπτό/ Είναι το γραφτό μας». Στα ποιητικά Τοπία του Τίποτα θα μπορούσαμε άραγε να δούμε μια τολμηρή συνάντηση ποίησης και επιστήμης στις υπαρξιακές αναγωγές της, στο πλαίσιο μια ολιστικής ανθρωποκεντρικής θεώρησης;
Σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα δήλωση του καθηγητή Νανόπουλου «Είμαστε μια ανακατανομή του τίποτε»[1], αφού η «ολική ενέργεια στο Σύμπαν είναι Μηδέν», ένα εκπληκτικό, όπως σχολιάζει, μηδέν, εξαιρετικά δυναμικό, θεώρηση που έρχεται να αλλάξει επιστημονικά και κοσμολογικά δεδομένα. Η διαλεκτική που αναπτύσσεται με το ποίημα «Το πραγματικό» είναι αποκαλυπτική: «Έτσι ανύπαρκτο/ Γεννιέται/ Το πραγματικό./ Μεγαλειώδης/ Περιδίνηση/ Του μηδενός». Για τον ποιητή η άβυσσος του νου, μόνιμη σύντροφός του, αποκαλύπτει μάλλον τραγικά την άρνηση κάθε απολυτότητας, αλλά και κάθε αυταπάτης: «Δεν έχει εντέλει τίποτα/ Πραγματικά δικό της/ Μια μικρή στιγμή;/ Κάτι δανείζεται απ΄το πριν/ Κάτι απ΄το αύριο/ Το ξεπληρώνει/ Με το υστέρημα του άλλου/ Αέρινη/ Κι όμως πατάει στο στήθος σου ατσάλι-/ Έτσι ακριβώς/  Όπως το σύμπαν περισφίγγει:/ Ατσάλινο./ Γεμάτο τρύπες από θάλασσες κενού/ Τοπία του τίποτα/ να πλέουν μέσα τους νησάκια νετρονίων/ Και γαλαξίες. Ευφάνταστη/ Φενάκη του ορατού/ Στη φτερωτή/ Μπαγκέτα ενός ιλίγγου./ Που ηλεκτρισμένη/ Μεταμφιέζει το μηδέν/ Το πουθενά/ Και το ποτέ/ Σε κόσμο». Η ποιητική συνείδηση διαβλέπει πως το Τίποτα μπορεί να γεννηθεί οντολογικά μέσα και από τα διλήμματα που γεννά η αμφισβήτηση της παραδεδομένης αλήθειας, αφού τίποτα δεν είναι οπωσδήποτε όπως φαίνεται στη ζωή, η σπουδή της οποίας για το Φωστιέρη ξεκινά από τα πιο μικρά, ταπεινά φανερώματά της, αναγνωρίζοντας ότι «Σ΄ αυτή /Τη μία/ Διαβολική/ Και θεία/ Κωμωδία» παίζουν «όλοι πειστικά/ Χωρίς συνείδηση/ Αλλά με την ίδια διανομή», από το λιλιπούτειο σκουλήκι μέχρι τον άνθρωπο. Το ποίημα «Χρόνος εντόμου» είναι χαρακτηριστκό. Στην έννοια του ποιητικού Τίποτα μνημειώνονται ουσιώδεις συγκρούσεις της ύπαρξή μας, μεταφέροντας τον προβληματισμό από τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο της φύσης, στα όρια του απέραντου μικρόκοσμου της ανθρώπινης ψυχής. Με εξαιρετική τόλμη και με την γενναιότητα του ειρωνικού σαρκασμού αντιμετωπίζεται η ματαιότητα της αέναης επανάληψης χωρίς μοναδικό σκοπό όταν προβάλλει ως έκφραση αιωνιότητας. Στον απόηχο της καβαφικής λύσης των βαρβάρων οι σύγχρονοι άνθρωποι «Εκτοπισμένοι/ Απ΄την Εδέμ/ Του Μηδενός» είναι για τον ποιητή καταδικασμένοι με την «εσχάτη των εσχάτων» : «Ισόβια μετά θάνατον» /…/ Αιώνιοι κάτοικοι/ Στο ανελέητο Κάτι». Κι αυτό γιατί η συνειδητοποίηση του τόσο γεμάτου ποιητικού Τίποτα, ένας «Ωκεανός/ Κρυμμένος/ Στη σταγόνα», ειδικά σε ακραίες, επώδυνες ή ευχάριστες, στιγμές της ζωής, ισοδυναμεί με το ανείπωτο λόγω πλησμονής και όχι έλλειψης και είναι ουσιαστικά το απέραντο όλον της ανθρώπινης αναζήτησης και ευαισθησίας. Εν τέλει προβάλλει ως λυτρωτική διαφυγή, «ύπατη αγαλλίαση» κατά τον ποιητή. Η υπαρξιακή διερώτηση βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση, που συνειδητοποιεί τη μόνη πραγματικότητα, την «παλίντροπον» αρμονία φανερού και αφανούς: «Αφού ταυτό τε ζων και τεθνηκός/ Και νέον και γηραιόν/ Και γνώση και άγνοια,/ Τι μας κρατάει σ΄ αγωνία/ Και δεν τελειώνουμε/ Μες στα σαγόνια ενός αμφίσημου χρησμού του;» Απομυθοποιείται με ειρωνικό τρόπο ακόμα και η σύγκρουση ανάμεσα στο Επέκεινα και το «τόσο τρομερό/ Αόρατο Τώρα», δεδομένου ότι θεωρούνται εξίσου άγνωστα και δυσπρόσιτα. Επιπλέον «το μόνο που καθένας έχει τώρα είναι το Τώρα./ Αυτό του δόθηκε, αυτό θα στερηθεί» θα αποκαλύψει ο ποιητής μέσω του ποιητικού προσωπείου του Μάρκου Αυρηλίου, επισημαίνοντας παράλληλα ότι στη στάση του Κυναίγειρου, εξαιρετικό σύμβολο στωικής ανδρείας που προϋποθέτει τη γνώση, λανθάνει η απόλυτη συνείδηση της καθυστέρησης του αναπότρεπτου ως γενναία στάση ζωής.

Βαθιά φιλοσοφημένος και ανθρώπινος στα Τοπία του Τίποτα ο Φωστιέρης, με το δικό του, αναγνωρίσιμο ποιητικό τρόπο, του ρυθμικά σκεπτόμενου αισθήματος, έχει τη δύναμη να στοχάζεται ποιητικά και να συγκινεί φιλοσοφικά, αναδεικνύοντας εμπράκτως την ποίηση σε «ελιξήριο των λέξεων». Μοναδική η τέχνη του να αξιοποιεί τη γλώσσα. Γοητευμένος από το βάθος των λέξεων καταδύεται στο βυθό τους και ταξιδεύει στις αποχρώσεις τους επιχειρώντας πολλαπλές εννοιολογικές συνάψεις, μέσω και της καρκινικής γραφής, λεξιμαγείες που γεννά όχι απλά η ευφυής, ευρηματική, αλλά η ουσιαστική αξιοποίησή τους, πολλαπλασιάζοντας τις συνδηλωτικές δυνατότητές τους. Αναδεικνύει την ποίηση στην τέχνη που μπορεί να τις υπηρετήσει και να υπηρετηθεί από αυτές. Έχει εξαιρετική αίσθηση της διασύνδεσης της μορφής και κυρίως της ηχητικής διάστασης της γλώσσας και του σημασιακού βάθους της και την αξιοποιεί περίτεχνα στην ποίησή του: Ποιο χθόνιο λαρύγγι άραγε/ δίνει φωνή σ΄ ένα φωνήεν;/ Με ποιο στοιχείο αυτού του κόσμου/ Συμφωνεί ένα σύμφωνο;/ … /  ( Τι εμπαιγμός! Τρία ηχηρά/ φωνήεντα στα /άηχα. Στη βάση της συνδυαστικής, σημασιολογικής του πρότασης βρίσκεται η ανατρεπτική κριτική θεώρηση που διαπερνά όλα τα επίπεδα σημασίας, επιφάνειας και βάθους, της συλλογής, αναζητώντας την παλίντροπον αρμονία των αντιθέσεων και την αλήθεια που κρύβουν. Ο ποιητικός του λόγος, κομίζει την εμπειρία της πνευματικής περιπέτειας διατηρώντας και με την πρωτοπρόσωπη εκφορά την αγωνία του ποιητή που πασχίζει να πλησιάσει το αιώνιο, αν και γνωρίζει ότι επιχειρεί να μεταφράσει «Το άγνωστο/ Σε κάτι πιο άγνωστο/. . . / Σε κάτι ακόμα πιο ερεβώδες./ Και ασήκωτο», ορίζοντας έτσι την ποίηση με έμφαση στις γήινες, ανθρώπινες καταβολές της και τους μεταφυσικούς στόχους της ως «άυλο/ Απόβαρο/  Της ύλης». Με τη χάρη των ελληνικών του κρυμμένη και σε σπαράγματα στίχων, όπως αυτά που διασώζονται στην ενότητα με τίτλο «Υλικά οικοδομών- Υλικά κατεδαφίσεων», με όρους ενός στοχαστικού λυρικού ρεαλισμού που υποδηλώνεται εικονοπλαστικά, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο περιγραφικά, αφαιρετικά και συνδηλωτικά πάντα, δίνοντας στον τόπο χρονικές διαστάσεις, με ένα υπόγειο, στακάτο ρυθμό στη συντακτική δομή του στίχου να διαπερνά το λόγο του, διασώζει τη θέρμη των αισθήσεων και αφήνει μια νοσταλγική θλίψη για όσα πέρασαν κι όσα δεν ήρθαν να περιβάλλει την ποίησή του.
 «Πόσο γλυκός του στίχου αλήθεια ο ρυθμός/ -Και τη θηλιά την κάνει από μετάξι», αποκαλύπτει λόγω και έργω η ποίηση του Α. Φωστιέρη. Στην πολύχρονη σημαντική ποιητική διαδρομή του συνεχίζει να επιβεβαιώνει τον παρηγορητικό ρόλο της στη ζωή μας, γράφοντας ποίηση ουσιαστικά στοχαστική, ποίηση που χωρίς να καλλιεργεί αυταπάτες, διεκδικεί την αλήθεια, τιμά το λόγο και συγκινεί ανθρώπινα.

Η Μαρία Ν. Ψάχου είναι δρ Φιλολογίας

[1] Βλπ. σχ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Δημήτρης Νανόπουλος, Από την κοσμογονία στην γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση, Εκδόσεις Καστανιώτη 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: