4/1/15

Τα Δεκεμβριανά και η ερμηνεία τους

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ

Ζωή Χατζιγιαννάκη

Έχουν περάσει 70 χρόνια από τις μάχες των Δεκεμβριανών στην Αθήνα και ακόμα δεν έχει απεγκλωβιστεί η ερμηνεία τους από το σχήμα της «εξέγερσης» των κομμουνιστών και της καταστολής της από τις εκπροσωπούσες τον «ελεύθερο κόσμο» βρετανικές δυνάμεις. Ήταν ένα εγχείρημα ανάλυσης που καλλιεργήθηκε με συστηματικό τρόπο όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο για να νομιμοποιήσει την ωμή βρετανική επέμβαση τον Δεκέμβρη, αλλά και κυρίως το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που συγκροτήθηκε μετά, τέτοιο που, εκτός από την ανεξέλεγκτη δράση των παρακρατικών, υποχρέωσε ακόμη και σε αποσυμφόρηση των φυλακών (1945-46) οι οποίες είχαν πλημμυρίσει από διωκόμενους «επαναστάτες». Ήταν αυτές οι συνθήκες που ώθησαν χιλιάδες αριστερούς στα βουνά και οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο.
Όμως, η ερμηνεία αυτή των Δεκεμβριανών ήταν ακραία προπαγανδιστική και δεν στηρίχθηκε καν στα προσχήματα. Ως τέτοια στηρίχθηκε στη χάλκευση στοιχείων, στην παρασιώπηση άλλων, στην υπερδιόγκωση  δευτερευόντων πλευρών της σύγκρουσης, στη συναισθηματική ανάδειξή τους, στις σχηματοποιημένες γενικεύσεις, στις εσκεμμένες, ακόμη και λογικές, αντιφάσεις. Το όλο εγχείρημα είχε ως άξονά του την ανάδειξη της «πρωτοβουλίας» της Αριστεράς σε σχέση με τη σύγκρουση, παρότι δεν εξηγήθηκε ποτέ, ούτε εκλογικεύθηκε, γιατί η Αριστερά της εποχής επέλεξε την εμπλοκή σε μια σύγκρουση με τις συνθήκες εις βάρος της, όταν λίγο πριν, την περίοδο της Απελευθέρωσης, θα την είχε δώσει όταν δεν είχε καν αντιπάλους. Είναι άξιο απορίας πώς ιστορικοί ερευνητές δεν απέδωσαν τα δέοντα στην έκθεση του αντικομμουνιστή Βρετανού συνδέσμου Sheppard όταν ιδίως το διάστημα 12 με 18 Οκτωβρίου 1944, όπου υπήρχε μόνο ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα, επικράτησε απόλυτή τάξη και ησυχία με ευθύνη του ίδιου του ΕΛΑΣ.

Και αυτό αποτελεί μόνο την κορωνίδα των λογικών αποριών που γεννά η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της τότε βρετανικής προπαγάνδας. Προπαγάνδα την οποία οι ίδιοι οι Βρετανοί σχεδίασαν, όταν ο διεθνής Τύπος, και όχι μόνο ο Αριστερός, βοούσε για τις αποικιοκρατικές πρακτικές τους. Μάλιστα, η απαλλαγή των βρετανικών ευθυνών ενέτασσε στο εσωτερικό της και αυτές των κάθε τύπου παρακρατικών, μοναρχικών, εθνικιστικών δυνάμεων που προέβησαν και αυτές στα δικά τους μικρά ένοπλα πραξικοπήματα, της μορφής των πυρών κατά του άοπλου πλήθους που διαδήλωνε στην Πανεπιστημίου στις 15 Οκτωβρίου 1944 με νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, στις προσπάθειες της «Χ» να καταλάβει το κέντρο της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου και στις 15 Νοεμβρίου του 1944, στη συμμετοχή τους στη σφαγή της πλατείας Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου, στις δολοφονίες εαμικών ακόμα και μέσα στα νεκροταφεία, όπου κήδευαν τους νεκρούς τους τις επόμενες μέρες. Ούτε προφανώς έγινε κάποια αναφορά στα Τάγματα Ασφαλείας, που σε πείσμα της προπαγάνδας περί της σφαγής τους από τον ΕΛΑΣ, όσοι δεν εντάχθηκαν στην Εθνοφυλακή, στρατωνίζονταν με τον οπλισμό τους στο Γουδί και εξοπλίστηκαν από τους Βρετανούς με στολές αστυνομικών, μυστικά, την παραμονή της σύγκρουσης.
Όμως το κυριότερο ήταν, με βάση το εύρημα της ανακάλυψης των «επαναστατικών» σκοπών του ΕΑΜ, να παρασιωπηθεί ταυτόχρονα η βρετανική πρόθεση για κατάληψη των Αθηνών από βρετανικά στρατεύματα, ήδη από την περίοδο της Απελευθέρωσης. Το σχέδιο απόβασης που ονομάστηκε «Μάννα» δεν περιελάμβανε μόνο την είσοδο στην Αθήνα 10.000 Βρετανών στρατιωτών, πιθανόν και σε συμφωνία με τους αποχωρούντες Γερμανούς, αλλά και τον εξοπλισμό παρακρατικών οργανώσεων και αστυνομικών, στους οποίους διοχετεύτηκαν όπλα με βρετανικά καΐκια, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1944. Το  πρόβλημα των Βρετανών τότε ήταν ότι δεν διέθεταν τη δυνατότητα να μεταφέρουν 100.000 στρατιώτες στην Αθήνα, αλλά και το γεγονός ότι δεν εύρισκαν επαρκές πρόσχημα για μια τέτοια επέμβαση.
Όμως το πρόσχημα τελικά βρέθηκε. Χρειάστηκε, βέβαια, η σφαγή της πλατείας Συντάγματος και η απόπειρα του ΕΛΑΣ να αφοπλίσει την αστυνομία, τα όπλα της οποίας χρησιμοποιήθηκαν στη σφαγή. Οι Βρετανοί -που παρακολούθησαν αμέτοχοι την αστυνομική επίθεση στο Σύνταγμα, ενώ υπήρχαν εκεί και βρετανικά θωρακισμένα οχήματα-, επενέβησαν και συμπεριφέρθηκαν ως στρατός Κατοχής, όπως τους εξουσιοδότησε να κάνουν ο ίδιος ο Τσώρτσιλ, που επιζητούσε διακαώς το πρόσχημα που του δόθηκε.. Άλλωστε, και αεροπλάνα διέθεταν, και αναστολές δεν είχαν να χρησιμοποιήσουν βαρέα όπλα  σε κατοικημένες περιοχές. Είχαν δε και την ευχέρεια να κόψουν τον ανεφοδιασμό της Αθήνας σε τρόφιμα για να εξαντλήσουν τελείως τον πληθυσμό της που στήριζε το ΕΑΜ. Ήταν και οι μεγαλέμποροι και βιομήχανοι της χώρας που επιζητούσαν μια άμεση απάντηση στη γενική απεργία του ΕΑΜ στις 4 Δεκεμβρίου 1944, μια απεργία που επιστέγαζε το τέλος της αποτυχημένης απόπειρας των οικονομικών υπουργών του ΕΑΜ να συμβιβαστεί με τις αδηφάγες επιδιώξεις τους. Πολλοί από αυτούς διέπρεψαν οικονομικά μέσα στις πιο ζοφερές στιγμές του κάθε είδους μαυραγορητισμού της Κατοχής.
Από την πλευρά του ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ πελαγοδρομούσαν να προσαρμοστούν στις συνθήκες που γέννησε η ωμή βρετανική επέμβαση. Έχοντας υπογράψει τους συμβιβασμούς της συμφωνίας του Λιβάνου και της Καζέρτας, έχοντας, ήδη από τον Ιούνιο του 1943, αποδεχθεί τον έλεγχο του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, χωρίς καμία ιδεολογική προετοιμασία περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας, με αρνητική τη Σοβιετική Ένωση, είχαν να διαχειριστούν μια σύγκρουση, όπου με δική τους επιλογή είχαν κρατήσει τον ΕΛΑΣ εκτός της Αττικής. Είχαν επίσης να σταθμίσουν τις αντοχές ενός λαού που πεινούσε, έναντι ενός εχθρού που οδηγούσε τη σύγκρουση στα άκρα, χωρίς να υπολογίζει τις απώλειες στον άμαχο πληθυσμό. Και μάλιστα χωρίς να μετατραπεί η χώρα σε αποικία.
Ακριβώς με βάση τη λογική αυτή, και με σαφή συνείδηση ότι μια παρατεταμένη σύγκρουση με τους Βρετανούς δεν είχε προοπτική, η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ επέλεξαν να δώσουν έναν αμυντικό αγώνα, να κινηθούν στα εξωτερικά όρια της διάταξης μάχης των Δεκεμβριανών (Γουδί-Μακρυγιάννη), να μην απειλήσουν το κέντρο της Αθήνας, να εξασφαλίσουν έναν έντιμο συμβιβασμό, παρελκύοντας τη σύγκρουση.  Για αυτό ζητούσε συνεννόηση με τους Βρετανούς σε όλες τις φάσεις της σύγκρουσης (7, 12, 15 Δεκεμβρίου 1944),  αποκαλούσε τον Σκόμπυ «αυτού υψηλότητα», πρότεινε την αντικατάσταση του Παπανδρέου από τον Σοφούλη για να εκτονωθούν οι αντιδράσεις, ενώ συμμετείχε στη σύσκεψη με τον Τσώρτσιλ στη Μεγάλη Βρετάνια στις 25 Δεκεμβρίου 1944. Ήταν όλες προσπάθειες που ματαίωσε η βρετανική αδιαλλαξία και η νοοτροπία υποτακτικού του Παπανδρέου.
Αυτή ακριβώς τη γενικευμένη σύγκρουση απευχόταν η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Για αυτό και τη μάχη της Αθήνας δεν οργάνωσε το ετοιμοπόλεμο- και πιο επιθετικό- Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, (διατάχθηκε με την υπ. αριθμ. 76-6/12/44 Διαταγή να παραμείνει επιχειρησιακά εκτός των ορίων της γραμμής Χαλκίδα-Θήβα-Δόμβραινα), για αυτό το γενικό πρόσταγμα δόθηκε σε μη κομμουνιστές αξιωματικούς του ΕΛΑΣ (Μάντακας, Χατζημιχάλης, Λαγγουράνης), για αυτό ο ορμητικός Βελουχιώτης στάλθηκε στην Ήπειρο να καταδιώξει τον Ζέρβα, για αυτό τα όργανα του ΚΚΕ δεν συνεδρίασαν καθόλη τη διάρκεια της σύγκρουσης, εκτός από μια σύσκεψη στις 9 Δεκεμβρίου 1944 ορισμένων στελεχών του Πολιτικού του Γραφείου. Ήταν για τους ίδιους λόγους που  το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ ανέστειλε την εκτέλεση του υπάρχοντος σχεδίου του ενεργείας και απώλεσε την πρωτοβουλία, δεν απευθύνθηκε στις ετοιμοπόλεμες δυνάμεις του της επαρχίας, παρότι οι Βρετανοί αποβίβαζαν συνεχώς δικές τους ενισχύσεις στον Πειραιά. Όταν, μάλιστα, πολύ αργά, στις 15 Δεκεμβρίου δόθηκε στους μαχητές του ένα πραγματικό σχέδιο ενεργειών, αυτό δεν αποτελούσε τίποτε άλλο παρά  οδηγίες ευκαιριακής μετακίνησης υπαρχόντων δυνάμεων για να καλυφθούν κενά στα μέτωπα που προκάλεσε η βρετανική υπεροπλία. Να σημειωθεί ότι ο βαρύς οπλισμός των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μέσα στις πόλεις, γιατί θα προκαλούσε μεγάλες παράπλευρες απώλειες στον πληθυσμό, κάτι που στάθμισε η ηγεσία του ΕΛΑΣ.
Εκεί όπου παρασύρθηκε από τις πρακτικές των Βρετανών, όπως σε σχέση με την ομηρεία, που αποτέλεσε αντίμετρο στις απαγωγές πάνω από 11.000 πολιτών στις οποίες προέβησαν οι Βρετανοί, το ΕΑΜ αμαύρωσε τον αγώνα του. Γιατί οι Βρετανοί διέθεταν πλοία και στρατόπεδα και τους διοχέτευσαν στην Αφρική, ενώ ο ΕΛΑΣ έπρεπε να τους κουβαλά μαζί του κατά την αποχώρησή του από την Αθήνα, κάτι που προκάλεσε τον βασανισμό τους, αλλά και θύματα, από ανεξέλεγκτα στοιχεία που επωφελήθηκαν από τη γενική σύγχυση που επέφερε η πρακτική αυτή. Μάλιστα, το κύριο βάρος της προπαγάνδας κατά του ΕΑΜ έπεσε ακριβώς στο γεγονός αυτό, δικαιώνοντας τη λογική ότι η συμπεριφορά ενός χαμηλόβαθμου στελέχους του, κατά κανόνα πράκτορα των αντιπάλων του- ήταν αρκετή ώστε να δικαιολογήσει έναν φανατικό αντικομμουνισμό- ο οποίος εμφανίζεται και σήμερα με διάφορες μορφές τύπου Χρυσής Αυγής- και να περιγράψει ένα μαζικό αντιφασιστικό  φαινόμενο, αυτό του ΕΑΜ, καταδικάζοντάς το. Εκεί στηρίζεται και σήμερα η προπαγάνδα κατά της Αριστεράς, όταν «αναθεωρήσεις» επιστρατεύουν εκ νέου την παραδοσιακή ιστοριογραφία των «τριών γύρων», τη στιγμή που η Αριστερά διεκδικεί την εξουσία, όπως ακριβώς έκαναν οι Επιτροπές Ασφαλείας και τα τμήματα προπαγάνδας του ΓΕΣ  μετά την εκλογική επιτυχία της Αριστεράς στα 1958.

Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: