ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Ασπασία Κρυσταλλά, Naturlich I, 2009, μελάνι σε χαρτί, 150x260cm |
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΣΕΡΤΣ, Ένα πολύ
πρωτότυπο δείπνο, μετάφραση: Κωνσταντίνος Αρμάος, σελ. 176
ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ, H αναζήτηση
της αθανασίας, μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός, σελ. 208
Τα ποιήματα
του Αλμπέρτο Καέιρο, μετάφραση: Mαρία Παπαδήμα, σελ. 248
Όλα από τις εκδόσεις Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2014
«Φαίνεται λοιπόν ότι
η έρευνα του Εγώ, η διερεύνηση της φύσης και της ενδοχώρας της ψυχής
προέρχονται από το αίσθημα μοναξιάς μέσα σ' έναν κόσμο όπου επίκεντρο γίνεται
αίφνης ο άνθρωπος».
Ραβίνος Αdin Steinsaltz
Η πρόνοια του εκδότη να συστεγάσει αυτές τις διεξοδικές μεταφραστικές
δοκιμές έχει ήδη αποσπάσει, μεταξύ άλλων, επαίνους κι δικαιολογημένες ευχαριστίες
από όσους και όσες εκτιμούν σε βάθος την ποιητική τέχνη του λίαν παράδοξου,
αλλά εξ ίσου συναρπαστικού αυτού δημιουργού αποκαλυπτικού λόγου. Με τα δε Γράμματα στην Οφέλια, αποτυπώματα,
ισχυρά και δίσημα ταυτοχρόνως, μιας απόπειρας Έρωτα, ερχόμαστε κατ΄ ανάγκην σε
πολύ μικρή απόσταση από τον εσώτερο κόσμο του, τη σύνθετη κοσμοθεωρία του, την
ευαίσθητη ζώνη του (όποιου) εγώ, με ό,τι εν γένει καλούμε ψυχικό μωσαϊκό. Η ομολογούμενη απαράμιλλη δεξιότητα του Φερνάντο Πεσσόα,
να υποδύεται εν γένει τον Άλλο, επώνυμο ή και ανώνυμο, αρχετυπικό, αλλά και, ευκαιρίας
δοθείσης, απλώς σύγχρονό του, τον καθιστά έναν από τους αυθεντικότερους
υποστηρικτές της χαμαιλεόντιας κειμενικής στρατηγικής. Αυτό δηλαδή που
διαβάζουμε είναι και δεν είναι περίβλημα Εαυτού, είναι και δεν είναι λαλίστατο κοίτασμα
- απόσπασμα της δράσης ενός υπερτροφικού, υπερμεγέθους Ναρκίσσου, είναι και δεν
είναι το δείνα ή το τάδε υποκείμενο εκφοράς ατέρμονος ρήματος.
Γράφει, εν ολίγοις, αυτός που μίλησε για το
ίδιο θέμα μόλις προ ολίγου ή κάποιος έτερος σφετερίζεται τη λέξη του; Εξ ου και
η έλξη, η αυτομάτως σχεδόν προκαλούμενη, η οποία χειραγωγεί την ανάγνωση: το
διηγητικό πρόσωπο είναι ή ενδέχεται να είναι ο πλανητικός Homo, η φωνή ενός πλάσματος, το οποίο συναιρεί
πολλά πλάσματα, μεταγράφοντας ομιλήματα, κωδικοποιώντας συμπεριφορές, συναιρώντας
χαρακτηριολογικές αποκλίσεις. Κι αυτό θαρρώ προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από
μια δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση των Ποιημάτων του Αλμπέρτο Καέιρο, στην υποδειγματική μεταφορά
τους στη γλώσσα μας. Βρισκόμαστε, φρονώ, στο κλίμα εκείνο, στο
οποίο εντάσσεται φυσιολογικά και η πολλαπλότητα του προσώπου που επικαλείται με
σημασιολογική βαρύτητα η σοφία του Θαλασσινού
Κοιμητηρίου. Απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής
ενδεικτικά: «Σου είπα πως εγεννήθηκα πολλοί άνθρωποι
και πέθανα ένας μόνο. Το παιδί που γεννιέται είναι ένα πλήθος αμέτρητο, και η
ζωή το περιορίζει αρκετά νωρίς σ' ένα άτομο μοναχά, αυτό που εκδηλώνεται και
πεθαίνει. Ένα πλήθος Σωκράτες εγεννήθηκε μαζί μου, κι απ' αυτό σιγά σιγά
ξεχώρισε ο Σωκράτης εκείνος, που ήταν ταμένος στους δικαστές για το κώνειο»
(Βλ. Paul Valéry, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων, Πρόλογος, Άγγελου Σικελιανού, μετάφραση
Έλλης Λαμπρίδη, εκδόσεις Άγρα 1988). Αν μάλιστα εξαιρέσουμε τον Αντίνοο και το Επιθαλάμιο,
τα οποία κατά σαφέστατη δήλωσή του συνθέτη του Ηρόστρατου, είναι τα μόνα έργα του, που ίσως θα μπορούσαν να
θεωρηθούν «άσεμνα» - αν βεβαίως πιστώσουμε την εξομολόγηση αυτή στις όποιες εξ
αντικειμένου αληθείς καταθέσεις του - τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο εν
λόγω ξέρει πώς ν΄ αυτοδεσμεύεται ή να δεσμεύει εξ ίσου τις περσόνες του εκτός
ενός τουλάχιστον σημασιοσυντακτικού χώρου, εννοώ εδώ το λεκτικά σεξουαλικό πεδίο
αναφορών και αυτοαναφορών. Είναι μια δέσμευση, η οποία βεβαίως συμβάλλει κατά
πολύ από την πλευρά του στη περαιτέρω προώθηση, αλλά και στην αδιάπτωτη συντήρηση
αυτού του ιδιότυπου, εξεχόντως ατομικού κλίματος, της ρευστής ατμόσφαιρας των πολυσήμων
συνδηλώσεων και των αλυσιδωτών εννοιολογικών αμφισημιών: η θηλύτητα του
σημαινόμενου συναντά την αδρότητα του σημαίνοντος.
Προς τα
τέλη του δύσκολου 19ου αιώνα, το 1888, γεννιέται στη Λισαβόνα ο Φερνάντο
Πεσσόα, πενήντα τέσσερα χρόνια, ας συγκρατήσουμε,
ακριβώς μετά την έκδοση του εμβληματικού έργου του Νικολάι Γκόγκολ Το
Ημερολόγιο ενός τρελού (βλ. τη μετάφρασή του από τον Γιώργο Τσακνιά, στις
εκδόσεις Πατάκη 2009), το οποίο «συνιστά έναν στοχασμό πάνω στη βιογραφία,
εννοημένη ως συγκεκριμένο πλάνο μέσα στον ορίζοντα πιθανών αφηγηματικών τύπων:
πιο συγκεκριμένα αποτελεί ένα πείραμα πάνω στην αυτοβιογραφία, ένας εαυτός σε αναζήτηση μιας γραφής που θα
μπορούσε να είναι ο βίος του [. . .] Μ΄ άλλα λόγια ο Γκόγκολ πειραματίζεται
με τις αναλογίες νοήματος που εγκλείονται στα περισσότερο συμβολικά ονόματα [.
. .] Η έννοια λοιπόν του επωνύμιου, πρώτα απ΄ όλα οργανώνει την ανάγνωσή μας
για Το Ημερολόγιο ενός τρελού, επειδή εφιστά μαχητικά την προσοχή μας σε
ερωτήματα που αφορούν στη σχέση ανάμεσα στο όνομα και την ταυτότητα του
προσώπου που, όπως με τόση ακρίβεια λέμε και στα ελληνικά, φέρει αυτό το
όνομα, όταν αυτό το τελευταίο γίνεται αντιληπτό ως ένα οποιοδήποτε σημείο» (Βλ.
Michael Holquist, Διαλογικότητα - ο Μπαχτίν και ο κόσμος του, μετάφραση:
Ιωάννα Σταματάκη, εκδόσεις Gutenberg, 2014, η υπογράμμιση δική μου).
Κατά συνεπή και
ασφαλή ειδολογική προέκταση, ο Φερνάντο Πεσσόα ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των
συγγραφέων εκείνων, οι οποίοι, κατανοώντας σε βάθος ή μη ό,τι εντέλει διατυπώθηκε
αργότερα συλλήβδην ως εξής: «ο άνθρωπος είναι κάτι
πολύ περισσότερο από το σώμα του, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτα
παραπάνω για το είναι του», δόθηκαν κυριολεκτικά στην πλέον επικίνδυνη
Οδύσσεια, στη μείζονα δηλαδή περιπέτεια της ανακάλυψης του Εαυτού ή, παραδόξως
καταρχήν, των εαυτών εντός ενός μόνον, βιολογικά προκαθορισμένου υποκειμένου.
Από την άποψη αυτή, ο Φερνάντο Πεσσόα είναι ιδεώδης διεκδικητής της υπεραναπτυγμένης
αλήθειας ενός εμφανώς διευρυμένου χωροχρόνου. Μάλιστα στο βαθμό που ισχύει εκείνο,
το οποίο τονίζει ιδιαζόντως ο Ζακ Λακάν στο περιλάλητο 20ο Σεμινάριό
του, υπό την επωνυμία ακόμη (βλ. την ελληνική του απόδοση στις εκδόσεις
Ψυχογιός, 2011), ότι δηλαδή «αν το ασυνείδητο μας έμαθε κάτι, είναι πρώτα-πρώτα
το εξής: ότι κάπου, μέσα στον Άλλο, υπάρχει κάτι που γνωρίζει. Γνωρίζει, διότι
στηρίζεται ακριβώς από εκείνα τα σημαίνοντα που στοιχειοθετούν το υποκείμενο»,
τότε το εγχείρημα του πορτογάλου ποιητή να επινοήσει ή να ιδιοποιηθεί
καταχρηστικά αυτόν ακριβώς τον Άλλο και μάλιστα εξ ολοκλήρου και μάλιστα
απολύτως συνειδητά συνιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση όχι απλού
φιλολογικού σκανδάλου, αλλά εξέχουσας δημιουργικής υπέρβασης ορίων.
Στο σύνολό τους οι Πορτογάλοι, τους
οποίους συναντώ στο εξωτερικό, στο πλαίσιο των επαγγελματικών μου
δραστηριοτήτων, αναφέρονται με ανυπόκριτη θαρρώ ευλάβεια πρωτίστως στον εθνικό
τους ποιητή, πανευρωπαϊκής και όχι μόνον ακτινοβολίας, εννοώ ασφαλώς τον ευγενή
ένοπλο Λουίς δε Καμόες ή Καμόενς (Luίs de Camoes ή Camoens). Γεννήθηκε το 1524 ή
κατ' άλλους το 1525 και πέθανε το 1580. Για τον Φερνάντο Πεσσόα ομολογώ ότι
είναι συνήθως πιο συγκρατημένοι... Τον εκτιμούν βεβαίως κι αυτόν ιδιαιτέρως,
αλλά τον θεωρούν, όπως ανέφερα και σε προηγούμενη κρίση μου για τον αποστολέα
των Γραμμάτων στην Οφέλια, περισσότερο τέκνο της
εθνικής τους παρακμής, του μάλλον αναμενόμενου κοινωνικού τους μαρασμού, της
φυσιολογικής εντέλει συρρίκνωσης τους, παρά παιδί των λαμπρών Υπερωκεάνιων
Φώτων. Στον πρώτο αναγνωρίζουν τον εμβληματικό ποιητή-ποταμό, τον ταυτισμένο
απολύτως με τη μείζονα Πορτογαλία των πολλών Θαλασσών, των ατερμόνων νησιωτικών
συμπλεγμάτων και των άλλων τόσων υπέροχων Ηπείρων, οι οποίες τροφοδοτούσαν
αφειδώς και αδαπάνως με τα αγαθά τους την ευτυχεστάτη, μακαρία Γενέτειρα. Το
έπος του Καμόες Λουσιάδες, Os Lusiadas στο πρωτότυπο,
ολοκληρώθηκε το 1572. Λίγο αργότερα η χώρα του υπήχθη στο ισπανικό στέμμα.
Εμείς, για πολλούς λόγους, έχουμε
έρθει πιο κοντά στον Φερνάντο Πεσσόα με τα ογδόντα ένα ή εκατό προσώρας
ετερώνυμά του, μάρτυρες αδιάψευστοι μιας προσπάθειας δια βίου να υπάρξει ως
φασματικός-φαντασιακός Έτερος. Από την άποψη αυτή ο Ηρόστρατος είναι το πλέον «ελληνοκεντρικό» έργο από το όλο γνωστό
ως τώρα καταπίστευμα. Η πολυεδρικότητά του, οι ατελεύτητοι λαβύρινθοι των
συλλογισμών, από τους οποίους κατά κανόνα βγαίνουμε σώοι, μας ελκύουν διότι
εντοπίζουμε εύκολα εκεί τις σκιές της ζωής μας, τις ποικίλες εμμονές, τις
αυταπάτες και τις χρόνιες, καταλυτικές ψευδαισθήσεις μας. Ο λόγος αφορά στην
ανάκτηση του ζωτικού εκείνου χώρου, όπου το είναι θα διαλάμπει, εφευρίσκοντας
Καλό, επινοώντας Παράδεισο. Εκτιμώ φέρ΄ ειπείν, mutatis mutandis, ότι ο έκδηλος
διδακτισμός του ανεπιτήδευτου και γι΄ αυτό ακριβώς σοφού βουκόλου στα Τα ποιήματα
του Αλμπέρτο Καέιρο απηχεί ευθέως μια βαθύτερη πτυχή της
ιδιοσυγκρασίας του ποιητή από τη Λισαβόνα, η οποία ίσως ν΄ αναζήτησε κάποτε
πληρέστερη ανάπτυξη ή βελτίωσή της και δεν την ολοκλήρωσε για διάφορους λόγους.
Εννοώ εκείνη δηλαδή την πτυχή της φιλοσοφικής ενασχόλησης σε μόνιμη,
επαγγελματική δηλαδή βάση. Από αυτή τη γωνία θέασης των πραγμάτων και των
χαρακτήρων ο Αλμπέρτο Καέιρο αποτελεί μιαν εκτεταμένη ωδή στο απότομα
σταματημένο όνειρο του σκέπτεσθαι. Η θυμοσοφία λοιπόν εκλαμβάνεται εδώ όχι ως επιστέγασμα
βίου, αλλά ως απώτερη επιθυμία κεκαλυμμένη. Διακρίνω μεταξύ πολλών τα εξής
άριστα συγκερασμένα: «Αυτή είναι η μοναδική αποστολή στον
Κόσμο, / αυτή - να υπάρχεις καθαρά / και να ξέρεις να το κάνεις χωρίς να το
σκέφτεσαι [. . .]Αξίζει περισσότερο να βλέπεις ένα πράγμα πάντα για πρώτη φορά
παρά να το γνωρίζεις [. . .] Είναι σαν την αύρα που περνάει και μόλις αγγίζει
τα λουλούδια / και ξέρουμε απλώς πως περνάει / γιατί κάτι γίνεται ελαφρύτερο
μέσα μας / και δέχεται τα πάντα καθαρότερα».
Από το προαναφερόμενο Ημερολόγιο ενός τρελού συγκρατείται εύκολα η αγωνία
του ασίγαστου κι άλλου τόσο απονενοημένου διηγητικού εγώ να μάθει ποιος εν
τέλει είναι στην αδήριτη καθημερινή πράξη. Το 1918, σ΄ ένα του σονέτο, ο
Φερνάντο Πεσσόα, ως άλλη μια ηχώ μέσα στη χοάνη του Είναι, ογδόντα
τέσσερα μάλιστα χρόνια μετά την εμφάνιση του Ημερολογίου ενός τρελού, θα
αναρωτηθεί με απροκάλυπτη αθωότητα: «Πόσα προσωπεία φοράμε, και άλλα τόσα κάτω
απ΄ αυτά / στην όψη πάνω της ψυχής μας;». (Βλ. τον πρόλογο στον Ηρόστρατο).
Η δαψίλεια των πολλών λογοτεχνικών εαυτών, οι οποίοι
αλληλοδιαδέχονται ακωλύτως αλλήλους, προσδίδει στην ανάγνωση την εξέχουσα
καλειδοσκοπική αίσθηση, ικανή και αναγκαία να αναβαθμίσει την όλη διαδικασία
της πρόσληψης. Ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ως
γνωστόν, κατοίκησε ακόμη και μέσα στα μουχλιασμένα από τους ατλαντικούς αιώνες
υπόγεια της πόλης όπου γεννήθηκε. Ένας έμπειρος τρωγλοδύτης του Όντος, ένας
ούτις του ατομικού του σύμπαντος, ίσως να πίστεψε ότι είναι εντέλει ο
πολυπόθητος εαυτός – άλλος, η άλως της θέασης του κόσμου. Άλλωστε, το κήρυγμα
μιας ραγδαίας αποδέσμευσης της γραφής από ένα συμβατικό, εν πολλοίς
προκαθορισμένο τομέα λεκτικής εφαρμογής, όπως το διετύπωσε ο Χένρι Τζέιμς το
1884, τέσσερα ακριβώς χρόνια πριν από τη γέννησή του
Φερνάντο Πεσσόα, κρίνεται ότι υποστηρίχθηκε με σθένος, σαφώς και συνεχώς
διευρυνόμενος ας τονισθεί, και στο χώρο των απαιτητικών συγγραφικών εμπεδώσεων
του τελευταίου, ο οποίος υπήρξε, ως γνωστόν, απολύτως και διαρκώς ενήμερος και
για τα τεκταινόμενα στη λογοτεχνική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας, άριστος
χρήστης της γλώσσας που βλάστησε εκεί. Ας θυμίσω εν προκειμένω: «Η υγεία ενός
έργου τέχνης που καταπιάνεται τόσο άμεσα με την αναπαραγωγή της ζωής απαιτεί να
είναι τελείως ελεύθερο. Ζει και αναπνέει με την άσκηση, και έννοια της άσκησης
αυτής είναι η ελευθερία. Η μοναδική υποχρέωση με την οποία μπορούμε εκ των
προτέρων να δεσμεύσουμε ένα μυθιστόρημα, χωρίς να αυθαιρετήσουμε, είναι να
είναι ενδιαφέρον [...] Οι τρόποι [...] ποικίλουν τόσο όσο και οι ανθρώπινοι
χαρακτήρες και είναι επιτυχημένοι αν αποκαλύπτουν ένα ιδιαίτερο τρόπο σκέψης,
διαφορετικό από τους άλλους [...] Η φόρμα, μου φαίνεται, πρέπει να εκτιμάται
μετά το γεγονός: τότε που έχει ολοκληρωθεί η επιλογή του συγγραφέα, κι έχουν
κατατεθεί οι αξίες του [...] Το πλεονέκτημα, η πολυτέλεια, καθώς και το βάσανο
και η ευθύνη του συγγραφέα είναι ότι δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να
προσπαθήσει κατά την εκτέλεση του έργου του – κανένα όριο στα πιθανά πειράματά
του, στις προσπάθειες, ανακαλύψεις και επιτυχίες του». (Βλ. Η Τέχνη της μυθοπλασίας, στο Henry James, H δεύτερη ευκαιρία, μετάφραση: Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδόσεις
Μελάνι, 2014).
Εξ ου και η σαφήνεια της ορμής του
εν πολλοίς απρόβλεπτου, πάντως ισοπεδωτικού τύπου, ονόματι Πρόζιτ, στο Ένα πολύ
πρωτότυπο δείπνο, το οποίο υπογράφει ένας επιτήδειος εστέτ της
αστυνομικής γραφής, ένας δήθεν Αλέξανδρος Σερτς (βλ., μεταξύ
άλλων, τη συναφή, πρόσφατη ανάλυση από την Ανθούλα Δανιήλ στο ηλεκτρονικό
περιοδικό «Διάστιχο»). Πρόκειται θαρρώ για την ορμή ενός απελεύθερου εγώ, το
οποίο απολαμβάνει μέχρις εσχάτων την πλήρη αυτονομία του, έτοιμο, μέσα στην
έξαρση της αυτονομίας του, να φτάσει ακόμη και στις απαρχές του Hominis sapientis ή μάλλον αρκετά προτού
κατασταλάξει στη μορφή του Hominis sapientis και να βιώσει εκεί ό,τι
αιώνες αργότερα θεσπίστηκε εκασταχού εκάστοτε ως αμαρτία.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου