1/11/14

Τέχνη, πολιτισμός, ΣΥΡΙΖΑ

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ



Στην έντονη συζήτηση που διεξάγεται για το προγραμματικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, όσον αφορά τον πολιτισμό, θα ήθελα να καταθέσω κάποιες στοιχειώδεις διευκρινήσεις και προτάσεις, εισάγοντας στο διάλογο κάποια αυτονόητα, τα οποία έχω τη γνώμη ότι απουσιάζουν.

Τέχνη και πολιτισμός
Η τέχνη και ο πολιτισμός δεν ταυτίζονται. Η τέχνη ορίζεται διά της δικιάς της ιστορικότητας, με βάση τα κριτήρια που οργανώνονται ως λόγος στο ίδιο το πεδίο της, ως θεωρία της τέχνης. Εδώ, το αξιολογικό κριτήριο είναι από τα πλέον ισχυρά, και αφορά τις ιδέες και τις αξίες που φέρει, και πρωτίστως τη μορφή που κάθε έργο κομίζει εις τέχνην. Αντίθετα, ο πολιτισμός περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα από δράσεις, παρεμβάσεις, διαδικασίες, πολιτιστικά προϊόντα, έργα και αντικείμενα, σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την καθημερινότητα του όλου κοινωνικού σώματος. Η τέχνη μάς προσφέρει κοσμοείδωλα, δηλαδή νέους τρόπους να δούμε τον κόσμο, και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν. Ο πολιτισμός ταυτίζεται με τους τρόπους που οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους, που την κάνουν βιώσιμη. Η τέχνη εισφέρει (χρήσιμα) προτάγματα, ο πολιτισμός ταυτίζεται με την κοινωνική χρηστικότητά του. Η τέχνη σχετίζεται με το κοινωνικό σώμα με διαδικασίες ιδιότυπες, συχνά προσλαμβάνεται μόνο από κάποιες κοινωνικές κατηγορίες, ενίοτε προηγείται και άλλοτε έπεται των αντίστοιχων κοινωνικών διεργασιών. Ο πολιτισμός συμβαίνει, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, μέσα σε όλη την κοινωνία.


Τέχνη και πολιτική εξουσία
Η τέχνη δεν χρειάζεται καμιά «πολιτιστική πολιτική». Υπάρχει και χωρίς αυτήν. Ενδεχομένως, χρειάζεται μόνο τον προσήκοντα σεβασμό, με ό,τι αυτονόητο, και στοιχειώδες, συνεπάγεται. Αντίθετα, είναι η πολιτική εξουσία, που για να έχει νόημα και προοπτική, χρειάζεται την τέχνη, την προωθημένη τέχνη του καιρού της, γιατί από εκεί θα αντλήσει τους τρόπους και τις μορφές για να πορευθεί πέρα από τα προφανή διαχειριστικά. Δύο παραδείγματα νομίζω πως είναι αρκετά: η ρώσικη επανάσταση του 1917 εισήγαγε τόσες καινοτόμες μορφές πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης, ακριβώς γιατί κοίταζε δίπλα της, εκεί όπου, καθ’ όλη την εικοσαετία 1910-1930, υπήρχε μια πανσπερμία πρωτοποριακών καλλιτεχνικών κινημάτων, τα οποία πρόσφεραν αφειδώς νέες μορφές, δηλαδή νέους τρόπους να δουν οι άνθρωποι τον κόσμο, και τον εαυτό τους μέσα σε αυτόν. Ο Μαγιακόφσκι δεν έγραψε τα ποιήματά του υποστηριζόμενος από, ή προσβλέποντας σε, κάποια «πολιτιστική πολιτική», ούτε ο Τζίγκα Βέρτοφ έφτιαξε αυτή τη μοναδική εικόνα της μετεπαναστατικής σοβιετικής κοινωνίας, και συνάμα αυτή τη μοναδική εικόνα της τέχνης του κινηματογράφου και εν γένει της τέχνης μέσα στην κοινωνία, κατ’ επιταγήν κάποιου πολιτιστικού προγράμματος. Ο Βέρτοφ έφτιαξε την ταινία του Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή (1929), ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, με ελάχιστα μέσα, και με μόνη προϋπόθεση ότι μετείχε στο όλο επαναστατικό γίγνεσθαι.
Δεύτερο παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος είχε την διορατική πολιτική πρακτική να συγκεντρώσει γύρω του την ελίτ τη συντηρητικής διανόησης, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του διαδρομής (Τσάτσος, Χορν, Σεφέρης, Χατζιδάκις, Ελύτης κλπ). Ο Καραμανλής, ως πολιτικός, διέκρινε την αναγκαιότητα της άμεσης σχέσης με το πεδίο της τέχνης, και μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με ό,τι κυριαρχούσε, ως πολιτιστική δεσπόζουσα, στο σώμα της μεταπολεμικής συντηρητικής παράταξης. Δεν κινήθηκε τακτικά αλλά στρατηγικά, γι’ αυτό και η πολιτική του παρουσία άφησε τόσο ισχυρή τη σφραγίδα της.
Η κάθε πολιτική εξουσία, όταν στοχεύει στη διάρκεια, στην προοπτική, δεν μπορεί λοιπόν παρά να διαλέγεται με την προωθημένη τέχνη του καιρού της, με τις προωθημένες ιδέες, ενδεχομένως και προσωπικά με τους αντίστοιχους καλλιτέχνες και διανοούμενους, ή έστω με τα έργα τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ή παύει να συμβαίνει, είναι σίγουρο πως η πολιτική εξουσία έχει ήδη υπονομεύσει ή και απολέσει τον ορίζοντά της, την ίδια τη δυναμική της: ξέρουμε τι συνέβη στη Ρωσία μετά το 1930, με την δήθεν «προλεταριακή κουλτούρα», και επίσης ξέρουμε τι συνέβη κατά τη θητεία του νεώτερου Καραμανλή, με τους Ζαχόπουλους.

Πολιτισμός χωρίς «επιχορηγήσεις»
Μα και ο πολιτισμός δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην χρήματα. Ένα πολιτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να δομείται στη βάση των διαθέσιμων πόρων, οι οποίοι θα διατεθούν στον πολιτισμό. Ο πολιτισμός χρειάζεται προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί, από τα κάτω. Τέτοιες προϋποθέσεις είναι π.χ. οπωσδήποτε οι χώροι. Υπάρχουν άπειρα δημόσια κτίρια που ρημάζουν κυριολεκτικά, ή άλλα που είναι κλειδωμένα. Αυτοί οι χώροι μπορούν να παραχωρούνται σε φορείς, συλλογικότητες, αλλά και επαγγελματίες του πολιτισμού, ώστε να στεγάσουν τις δραστηριότητές τους. Αν μάλιστα η πολιτεία (π.χ. οι Δήμοι), τούς προσφέρουν δωρεάν ρεύμα και νερό, αυτή η βοήθεια θα είναι αρκετή για να επιβιώσουν και να αναπτύξουν τη δυναμική τους. Δεν χρειάζονται οι γνωστές, και αμαρτωλές, «επιχορηγήσεις».
Αλλά και τα ίδια τα δημόσια κτίρια που λειτουργούν, μπορούν να στεγάσουν δραστηριότητες. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, το αμφιθέατρο του υπουργείου πολιτισμού μπορεί να παραχωρείται δωρεάν για παρουσιάσεις βιβλίων και ημερίδες. Κάθε χώρος υποδοχής δημόσιου οργανισμού μπορεί, π.χ., να στεγάσει μία εικαστική έκθεση. Το απέραντο Μέγαρο μουσικής μπορεί να στεγάσει, ταυτοχρόνως, εκτός από τις μουσικές εκδηλώσεις του, αρκετές θεατρικές σκηνές, αρκετές εκθέσεις ζωγραφικής, αρκετές λογοτεχνικές εκδηλώσεις, ή και θεματικές εκθέσεις βιβλίου, χωρίς να κοστίζουν τίποτα.
Οι θεσμικές παρεμβάσεις που μπορεί να περιλάβει μια πολιτιστική πολιτική, επίσης χωρίς κόστος, είναι πολλές. Ας αναφέρω μόνο την ενιαία τιμή βιβλίου, της οποίας η κατάργηση δεν έδωσε την παραμικρή ανάσα στην υποτονική αγορά του βιβλίου, ενώ δημιούργησε μια ασφυκτική κατάσταση για τα εναπομένοντα βιβλιοπωλεία, ευνοώντας σκανδαλωδώς τη δημιουργία εκπτωτικών αλυσίδων που πουλάνε βιβλία «με το κιλό». Αλλά και η αύξηση του ΦΠΑ στα βιβλία δεν νομίζω πως αύξησε τα δημόσια έσοδα, αφού βούλιαξε ακόμη περισσότερο τις πωλήσεις και όλο τον κλάδο.

Στην ψηφιακή εποχή
Ζούμε στην ψηφιακή εποχή, η οποία παρέχει δυνατότητες δημοκρατικοποίησης της πρόσβασης στην τέχνη και τον πολιτισμό. Περιοριζόμενος στο χώρο του βιβλίου, τον οποίο και γνωρίζω καλύτερα, νομίζω πως το στοίχημα ενός μεγάλου δικτύου βιβλιοθηκών, σαν αυτό που υπάρχει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, το έχουμε χάσει ως χώρα, στις πολλές δεκαετίες που προηγήθηκαν. Αντί της δημιουργίας, σήμερα, νέων βιβλιοθηκών, και της επαναλειτουργίας των κλειστών πια σχολικών βιβλιοθηκών, με νέες προμήθειες τίτλων εν πολλοίς αμφιλεγόμενης χρησιμότητας, θα πρέπει αφ’ ενός να στηριχθούν οι υπάρχουσες βιβλιοθήκες, αλλά να λειτουργήσουν και ως χώροι πρόσβασης, και εκπαίδευσης στην πρόσβαση και εύρεση ψηφιοποιημένης γνώσης. Ταυτόχρονα, με ελάχιστα χρήματα, μπορεί να δημιουργηθεί και να διευρύνεται συνεχώς μια δημόσια ψηφιακή πλατφόρμα, στην οποία θα «ανεβαίνουν» π.χ. 1000 βιβλία κατ’ έτος, με ένα εύλογο τίμημα που θα καταβάλλεται στον εκδότη, και μέσω αυτού στον συγγραφέα, ενώ υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία τα οποία ευρίσκονται εκτός πνευματικής ιδιοκτησίας. Το κόστος, σε σχέση με την προμήθεια και την λειτουργία ενός επαρκούς δικτύου σχολικών και δημοτικών βιβλιοθηκών, και την προμήθεια των αντίστοιχων έντυπων τίτλων κατ’ έτος, νομίζω πως είναι δέκα φορές μικρότερο, ενώ η πρόσβαση αφορά πολλαπλάσιους αναγνώστες. Οι δε δυνατότητες μιας τέτοιας ψηφιακής δομής είναι πολύ ευρύτερες, όπως π.χ. παρουσιάσεις βιβλίων από απόσταση (στη σχολική ή δημοτική βιβλιοθήκη, ή στο βιβλιοπωλείο της Αλεξανδρούπολης...) ή και διαλέξεις/μαθήματα σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια.

Για ένα αριστερό πρόγραμμα
Χωρίς πολιτισμό, με τα σαπουνοπερικά τούρκικα (ή και ελληνικά) σήριαλ στην τηλεόραση, δεν βγαίνει πέρα η κρίση, δεν μπορούμε να επιβιώσουμε, ως άτομα και ως κοινωνία. Η πρόσβαση στην τέχνη και τον πολιτισμό, η δυνατότητα συμμετοχής και έκφρασης, η συνύπαρξη και δραστηριοποίηση, μπορούν να προσφέρουν ασύγκριτα περισσότερα πράγματα, απ’ ό,τι μεγαλεπήβολα σχέδια που προϋποθέτουν θηριώδη κονδύλια, τα οποία δεν υπάρχουν, και δεν μπορούν να υπάρξουν.
Ξέρω, ότι με τα παραπάνω δεν σκιαγραφώ ένα σχέδιο προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για τον πολιτισμό. Νομίζω όμως ότι σκιαγραφώ μια αντίληψη, με την οποία πιστεύω ότι πρέπει να προσέλθουμε στο θέμα και στη συζήτηση. Μια αντίληψη η οποία, φυσικά, δεν συμφωνεί με εκείνη που διαπερνά το κατατεθειμένο σχέδιο προγράμματος. Τα υπόλοιπα είναι εύκολο να βρεθούν.

Υ.Γ. Με την ίδια αντίληψη, και ελάχιστο κόστος, φτιάχνονται εδώ και τόσα χρόνια οι «Αναγνώσεις», όπου κατ’ έτος συμμετέχουν, γράφοντας, 200 διανοούμενοι, καλλιτέχνες, επιστήμονες. Τι ίδιο συμβαίνει και στα «Ενθέματα», όπως άλλωστε σημείωσαν κάποιοι στον Τύπο...

Δεν υπάρχουν σχόλια: