15/11/14

Όταν ο Καρούζος συνάντησε τον Παπαδιαμάντη...

Πώς ένα ποίημα του Νίκου Καρούζου ανακαλεί ένα αθησαύριστο μέχρι σήμερα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ο Γιάννης μέσα στο έαρ

Τι
ολόμαυρα μαλλιά

που τόσο χύνονταν
στις
πλάτες
(γλυκειά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου
χάθηκε στη γωνία του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήτανε πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να ’μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δέντρο είμαι
κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα
και το ποτάμι πάει...
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική
ώς το μυρωμένο βράδυ
ώς μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την Άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

Πριν από λίγες μέρες προδημοσιεύσαμε ένα μικρό απόσπασμα από το μέχρι τούδε αθησαύριστο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η νοσταλγία του Γιάννη», το οποίο εντόπισε και μας το παραδίδει, με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ο Νίκος Σαραντάκος (από τις εκδόσεις Ερατώ). Ανακάλυψε λοιπόν ότι το διήγημα, δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1906, αναδημοσιεύεται και στο περιοδικό Μπουκέτο, το 1942. Να δύο αποσπάσματα:
Η νοσταλγία του Γιάννη
[Ο Γιάννης ο Λιοσαίος] εἶνε ἀληθὲς ὅτι, ὅσον εὔκολα εὐθυμοῦσε, τόσον γρήγορα ἐχόλιαζε. Μέσα εἰς τὴν ὁλοφούσκωτην γκάϊδαν ἔπλεεν ἡ εὐθυμία, εἰς τὸν πάτω τῆς γκάϊδας, ἀντηχούσης μὲ γογγυσμό, ἡ δυσθυμία ἐφώλευεν. Εἰς ὅλην τὴν ζωήν του σχεδόν, ἄλλο ἐπάγγελμα δὲν εἶχεν, εἰμὴ νὰ εἶνε παραγυιὸς —κοπέλλι— τοῦ Γιάννη τοῦ Ἀργαστιώτη, τοῦ μυλωνᾶ. Ἀλλὰ διὰ τὴν ἀκρίβειαν, παραπάνω ἀπὸ 15 φορὲς ὑπῆρξε παραγυιός του, καὶ παραπάνω ἀπὸ 15 φορὲς τοῦ ἔφευγε μέσ’ στὴ μέση καὶ τὸν ἄφηνε μάρμαρο. Ἦτο στραβόξυλον. Εἰς τὸ γόνα τὸ ἔτρωγε τὸ ψωμί.
Εἰς τὴν ἐλαχίστην ἀφορμὴν ἐθύμωνεν, ἐγκατέλειπε τὴν ἐργασίαν κι’ ἔφευγεν.
Ἦτο αὐτὸς 15 χρόνια γεροντότερος ἀπὸ τὸν ἀφεντικό του, νέον ἄνθρωπον καὶ πατέρα τέκνων· αὐτὸς ἦταν ἄγαμος, ἀπόκληρος, ἀκτήμων. Δὲν εἶχε «στὸν ἥλιο μοίρα»...

Τὴν Δευτέραν καὶ Τρίτην του Πάσχα, ἀκόμη καὶ τὴν Παρασκευὴν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅποτε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, καὶ τὴν Κυριακήν του Θωμᾶ, ὅτε ἡ ἐκκλησία ψάλλει το «Σήμερον ἔαρ μυρίζει — καὶ καινὴ κτίσις χορεύει» ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος ἐχόρευε κι’ ἐπήδα μὲ τὴν γκάϊδα του, ἔξωθεν τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ Θωμαδάκη, ὑπὸ τὸ πυκνὸν τῶν μωρεῶν φύλλωμα. Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου —«ἀνέτειλε τὸ ἔαρ, δεῦτε εὐωχηθῶμεν…»—  εἶχε γίνει μεγάλη σύναξις, ὑπὸ τὰ πελώρια δέντρα, ἀνδρῶν καὶ παιδίων καὶ μικρῶν κορασίων, διὰ ν’ ἀπολαύσουν τὸ θέαμα τῶν αἰπολικῶν χορῶν τοῦ Γιάννη καὶ ὀλίγων ἄλλων ἀγροδιαίτων νέων καὶ πανηγυριστῶν, κατελθόντων τὴν δείλην ἀπὸ τὸ βουνόν, ὅπου εἶχεν ἑορτασθῇ εἰς τὸ ἐξωκκλήσιόν του ὁ Ἅγιος.
Ὁ Λιοσαῖος, ὅλος ἔνθους, ἐφύσα δαιμονιωδῶς τὸν βαρύαυλον, ἐκβάλλων διατόρους βαρεῖς ἤχους κι’ ἐγούρλωνε ἐκστατικὰ τὰ ὄμματα, αἱ παρειαί του καὶ τὸ στόμα του εἶχαν γίνει ἕνα μὲ τὴν γκάϊδαν. Ἔψαυε μὲ τὴν πλάτην του τὸν κορμὸν τοῦ δέντρου, ἀντεστήλωνε τὸν ἕνα του πόδα, ἔκαμπτε τὸν ἄλλον, κι’ ἐπάλλετο ὅλος, σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμὸν τοῦ μέλους, συνοδεύων τὸν εὔθυμον πηδηκτὸν χορὸν τῶν νεαρῶν σατυρίσκων τοῦ βουνοῦ...
Κάνω λοιπόν την υπόθεση, ότι η οικογένεια του 16ετούς τότε Νίκου Καρούζου ίσως αγόραζε το Μπουκέτο (ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, ενώ ο ιερέας παππούς του διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη). Άλλωστε, με το Μπουκέτο, κυρίως στα χρόνια του μεσοπολέμου, συνεργάζονταν πολύ γνωστά ονόματα της λογοτεχνίας μας, προσδίδοντας στο περιοδικό ένα προφίλ που αντιστοιχεί σε μια λόγια οικογένεια του Ναυπλίου και στον κοινωνικό κύκλο όπου μεγάλωνε ο Νίκος Καρούζος. Θέλω να πω,  η πρόσβασή του στο διήγημα είναι πιθανή, ενώ και το ποίημα «Ο Γιάννης στο έαρ», αποτελεί έργο της πρώτης νεότητας του ποιητή, και φυσικά ένα από τα κορυφαία ποιήματά του.
Τα κειμενικά στοιχεία, με την έννοια του λεκτικού υλικού, που συνδέουν «άμεσα» το ποίημα και το διήγημα δεν είναι πολλά, πέραν φυσικά από την περσόνα «Γιάννης», που πρωταγωνιστεί και στα δύο, αλλά και το «έαρ», που ορίζει ισότιμα με τον Γιάννη, από το ύψος του τίτλου, όλο το ποίημα, ενώ στο διήγημα το «έαρ» δίνει τον τόνο στην εποχή που διαδραματίζεται η πλοκή, αλλά και επιτείνει την αντίθεση της ανοιξιάτικης στιγμής με τη μάλλον μίζερη κατάσταση του Γιάννη, μέσω της οποίας αντίθεσης ο διηγηματικός Γιάννης αποκτά στοιχεία χαρακτήρα.
Τα δύο κείμενα πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής, και μάλιστα στην κορύφωση του ποιήματος, «δεν έχω τίποτα δικό μου», και στην κορύφωση της περιγραφής του Γιάννη στο διήγημα: «ακτήμων». Αλλά και η όλη η σκηνική οργάνωση των δύο κειμένων (ύπαιθρος, μαγαζί/σπίτι, δέντρα, άνοιξη κλπ), καθώς και οι φιγούρες των δύο Γιάννηδων, όπως σκιαγραφούνται στο ποίημα και στο διήγημα, είναι σχεδόν αντίστοιχες.
Τόσο το ποίημα όσο και το διήγημα έχουν έντονα στοιχεία αυτοβιογραφίας των συγγραφέων τους: «με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου» (Καρούζος), «ἄγαμος, ἀπόκληρος, ἀκτήμων» (Παπαδιαμάντης), ενώ τα στοιχεία ταύτισης/συγγένειας του Καρούζου με τον Παπαδιαμάντη (π.χ. ως αίσθηση της γλώσσας ή ως θρησκευτικότητα) είναι άλλωστε έντονα σε όλο του το έργο.
Επίσης, το δίστιχο του Καρούζου,
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι

να πολεμήσω την Άνοιξη.

σχεδόν σχολιάζει την εικόνα του παπαδιαμαντικού Γιάννη:
ὅσον εὔκολα εὐθυμοῦσε, τόσον γρήγορα ἐχόλιαζε. Μέσα εἰς τὴν ὁλοφούσκωτην γκάϊδαν ἔπλεεν ἡ εὐθυμία, εἰς τὸν πάτω τῆς γκάϊδας, ἀντηχούσης μὲ γογγυσμό, ἡ δυσθυμία ἐφώλευεν...
Το τραγούδι που ενσωματώνει στο διήγημά του ο Παπαδιαμάντης
Τῆς μικρῆς ξανθῆς τὰ νάζια
μὤβαλαν πολλὰ μαράζια.
Στὸ βουνό, στὸ μετερίζι,
σκύβ’ ἡ Ἀθοῦσα, βοτανίζει,
κι’ ἡ ποδιὰ της ἀνεμίζει...
οργανώνεται με βάση την Αθούσα, ήτοι Ανθούσα, ενώ στο ποίημα του Καρούζου η αναφορά στο «τραγούδι» οργανώνεται με βάση την μετωνυμική της Άνοιξη.
Τέλος, ο Γιάννης του Καρούζου, φυσικοποιείται,  ταυτιζόμενος με ένα δέντρο
κάποιο δέντρο είμαι

κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου...
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου

ενώ ο Γιάννης του Παπαδιαμάντη ταυτίζεται με τα μουλάρια, με τα οποία δουλεύει στον μύλο του αφεντικού του:
ἦσαν νευροπαθῆ καὶ ὀξύχολα, ὅσον καὶ ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος

Εδώ ας σταματήσω, αφού πρόθεσή μου δεν είναι να οικειοποιηθώ το ρόλο του φιλολόγου, και μάλιστα χωρίς να προσφύγω στην αναγκαία φιλολογική έρευνα, αλλά να επισημάνω την κοινή αίσθηση, αν προτιμάτε την αύρα, που κατά τα γνώμη μου αναδίδουν τα δύο κείμενα, αλλά και οι δύο συγγραφείς. Δεν μπορώ όμως να αποφύγω ένα τελευταίο σχόλιο, σε ένα στοιχείο που από μόνο του θα αρκούσε να συνδέσει το ποίημα του Καρούζου με το διήγημα του Παπαδιαμάντη: ο τίτλος του ποιήματος, «Ο Γιάννης μέσα στο έαρ», αποτελεί την πιο αντιπροσωπευτική «σύνοψη» του παπαδιαμαντικού διηγήματος.