ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Αθησαύριστο διήγημα
Εισαγωγή - επιμέλεια - επίμετρο: Νίκος
Σαραντάκος, εκδόσεις Ερατώ
Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων του
Παπαδιαμάντη (σελ. 637-8), ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα
παπαδιαμαντικά διηγήματα που παρέμεναν ανεύρετα ενώ είναι γνωστή από άλλες
πηγές η ύπαρξή τους. Ένα από αυτά είναι και η «Νοσταλγία του
Γιάννη», που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στις 25 και 26 Απριλίου 1906 στην
εφημ. Αλήθεια, της οποίας μέχρι τώρα δεν
έχει βρεθεί πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από
τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως,
η Αλήθεια εκδόθηκε τον Απρίλιο του
1906 και ο Παπαδιαμάντης ήταν από την αρχή ταχτικός συνεργάτης της (όπως
μαθαίνουμε από διαφημιστικές αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που σημαίνει ότι
αν βρεθεί πλήρες σώμα της χρονιάς εκείνης τίποτα δεν αποκλείει να βρούμε κι
άλλα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι… Για τη
«Νοσταλγία του Γιάννη», το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν μια μαρτυρία σε
περιοδικό του 1938, ότι ο Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του αποκόμματα του
διηγήματος.
Το δικό μου εύρημα δεν το βρήκα στην Αλήθεια, αλλά σε μια δευτερογενή πηγή,
στο περιοδικό Οικογένεια, στο τεύχος 17(83)
της 15.4.1928 (που κυκλοφόρησε ανήμερα του Πάσχα). Η Οικογένεια ήταν λαϊκό εβδομαδιαίο
περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται το 1926. Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που
επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο.
Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν, σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η
χρυσή εποχή τους, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο
και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια
συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν λαϊκότερη και αισθηματικότερη, αλλά είχε κι αυτή κατά
περιόδους αξιόλογη ύλη. Η δημοσίευση της «Νοσταλγίας» στην Οικογένεια δεν παραξενεύει. Στο Μπουκέτο, το αδελφό περιοδικό, είχαν
δημοσιευτεί αρκετά αθησαύριστα (με την έννοια των έως τότε ανέκδοτων σε βιβλίο)
διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αν και με κάποιες, συχνά σοβαρές, επεμβάσεις από
τον επιμελητή του περιοδικού. Ή έτσι ή αλλιώς πάντως, τα έντυπα του
Θεοδωρόπουλου ενδιαφέρονταν για τη ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη. Για
παράδειγμα, στο Μπουκέτο
πρωτοδημοσιεύτηκε, τα Χριστούγεννα του 1930, το πεζογράφημα «Ένα γεύμα την
παραμονή των Χριστουγέννων» του Μιλτιάδη Μαλακάση, με αναμνήσεις για τον
Παπαδιαμάντη, που στάθηκε αφορμή βιαιότατης αντιδικίας ανάμεσα σε Μαλακάση και
Βλαχογιάννη από τις στήλες του περιοδικού.
Η «Νοσταλγία του Γιάννη» δημοσιεύτηκε και
άλλη μια φορά, μέσα στην Κατοχή, στο Μπουκέτο
(φύλλο 32 της νέας περιόδου, 10.4.1942, και πάλι ανήμερα του Πάσχα), δημοσίευση
που και αυτή δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί κάπου. Παρόλο που οι προηγούμενες
παπαδιαμαντικές δημοσιεύσεις στο Μπουκέτο
έχουν αποδελτιωθεί, τούτη εδώ έχει ως σήμερα ξεφύγει από την προσοχή, ίσως
επειδή το κατοχικό Μπουκέτο θεωρήθηκε
υποδεέστερο, ίσως επειδή δεν έχει πουθενά σωθεί πλήρες σώμα του. Η «Νοσταλγία
του Γιάννη» εκτυλίσσεται στη Σκιάθο. Μνημονεύεται ένα τοπωνύμιο, τα Βουρλίδια,
που απαντά και σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όπως και ένα πρόσωπο, ο
ταβερνιάρης Σαραφιανός, που επίσης είναι γνωστός από άλλα διηγήματα (βλ.
επίμετρο).
Το διήγημα έχει πασχαλινό θέμα και
δημοσιεύτηκε στο πασχαλινό τεύχος της Οικογένειας, σε τετράστηλο, σε μια
ολόκληρη σελίδα του περιοδικού, με τον επίτιτλο «Ελληνικά διηγήματα - του Αλέξ.
Παπαδιαμάντη» και την επισήμανση «Ανέκδοτον». Τη σελίδα κοσμούσε μια μάλλον αταίριαστη
σειρά από βινιέτες στο επάνω μέρος, ενώ στο κέντρο υπήρχε η φωτογραφία του
Παπαδιαμάντη από τον Νιρβάνα.
Η νοσταλγία του Γιάννη
(απόσπασμα)
Μιὰν χρονιάν, τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ πάλιν ὁ Γιάννης εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ
τὸν μύλον. Ὁ Σαραφιανὸς τοῦ ἔλεγε:
—Δὲν κάθησες, τουλάχιστο νὰ φᾶς τ’ ἀρνί;
—Δὲν μὲ μέλλει γιὰ τ’ ἀρνί, ἀπήντησεν ὁ Λιοσαῖος. Λυπᾶμαι κεῖνα τὰ ζᾶ…
Τὴν Δευτέραν καὶ Τρίτην του Πάσχα, ἀκόμη καὶ τὴν Παρασκευὴν τῆς Ζωοδόχου
Πηγῆς, ὅποτε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, καὶ τὴν Κυριακήν του Θωμᾶ, ὅτε ἡ ἐκκλησία
ψάλλει το «Σήμερον ἔαρ μυρίζει — καὶ καινὴ κτίσις χορεύει» ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος
ἐχόρευε κι’ ἐπήδα μὲ τὴν γκάϊδα του, ἔξωθεν τοῦ μαγαζιοῦ τοῦ Θωμαδάκη, ὑπὸ τὸ
πυκνὸν τῶν μωρεῶν φύλλωμα. Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου —«ἀνέτειλε τὸ ἔαρ,
δεῦτε εὐωχηθῶμεν…»— εἶχε γίνει μεγάλη
σύναξις, ὑπὸ τὰ πελώρια δέντρα, ἀνδρῶν καὶ παιδίων καὶ μικρῶν κορασίων, διὰ ν’ ἀπολαύσουν
τὸ θέαμα τῶν αἰπολικῶν χορῶν τοῦ Γιάννη καὶ ὀλίγων ἄλλων ἀγροδιαίτων νέων καὶ
πανηγυριστῶν, κατελθόντων τὴν δείλην ἀπὸ τὸ βουνόν, ὅπου εἶχεν ἑορτασθῇ εἰς τὸ ἐξωκκλήσιόν
του ὁ Ἅγιος.
Ὁ Λιοσαῖος, ὅλος ἔνθους, ἐφύσα δαιμονιωδῶς τὸν βαρύαυλον, ἐκβάλλων
διατόρους βαρεῖς ἤχους κι’ ἐγούρλωνε ἐκστατικὰ τὰ ὄμματα, αἱ παρειαί του καὶ τὸ
στόμα του εἶχαν γίνει ἕνα μὲ τὴν γκάϊδαν. Ἔψαυε μὲ τὴν πλάτην του τὸν κορμὸν τοῦ
δέντρου, ἀντεστήλωνε τὸν ἕνα του πόδα, ἔκαμπτε τὸν ἄλλον, κι’ ἐπάλλετο ὅλος,
σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμὸν τοῦ μέλους, συνοδεύων τὸν εὔθυμον πηδηκτὸν χορὸν τῶν νεαρῶν
σατυρίσκων τοῦ βουνοῦ:
Τῆς μικρῆς ξανθῆς τὰ
νάζια
μὤβαλαν πολλὰ μαράζια.
Στὸ βουνό, στὸ
μετερίζι,
σκύβ’ ἡ Ἀθοῦσα,
βοτανίζει,
κι’ ἡ ποδιὰ της ἀνεμίζει…
ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου