ΤΟΥ
ΜΙΧΑΛΗ ΛΥΜΠΕΡΑΤΟΥ
Το
βαρύ πυροβολικό στο οπλοστάσιο της εργώδους προσπάθειας, χθες, και σήμερα, να
διαστρεβλωθεί, κατασυκοφαντηθεί και να «κατασκευαστεί» η μνήμη των ανθρώπων,
ώστε να νομιμοποιηθεί το μεταπολεμικό ελληνικό πολιτικό καθεστώς, ήταν η
καταγγελία και η τιμωρία της Αριστεράς για την υποτιθέμενη εμπλοκή της σε
«εμφύλιους πολέμους», ιδίως, στην περίοδο της Απελευθέρωσης από τη γερμανική
Κατοχή. Εκατοντάδες κρατικοί μηχανισμοί, επιτροπές Ασφαλείας, Τεατζήδες στην
ύπαιθρο, Υπηρεσίες Ιστορίας του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας, νομοθετικές
πράξεις, δικαστικές αποφάσεις και επιτροπές «θυμάτων» και οργανώσεων της
«γνήσιας αντίστασης» επιστρατεύτηκαν για να ξεριζώσουν τους ανθρώπους από τα
χωριά τους, να τους παραδώσουν βορά στο παρακράτος, να τους εξωθήσουν να
καταφύγουν στο «δεύτερο αντάρτικο», να τους εξοντώσουν στα εκτελεστικά
αποσπάσματα και στις εξορίες ή να τους μετατρέψουν σε πολιτικούς πρόσφυγες και
παρίες της κοινωνικής ζωής. Αλλά και να νομιμοποιήσουν, έτσι, τις συνθήκες
κοινωνικής εξαθλίωσης που επικράτησαν για δεκαετίες στην Ελλάδα, την απουσία
κράτους πρόνοιας, την εκτεταμένη ανεργία και την εργατική μετανάστευση, την
καταλήστευση του δημοσίου χρήματος, τη φορολογική ασυδοσία και τον ακραίο
πλουτισμό, την υπερεκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας.
Και
όλο αυτό το ιδεολογικό εγχείρημα εδραιώθηκε στη βάση της παραχάραξης του τι
συνέβη στην Απελευθέρωση. Μια εκτεταμένη συστηματική διαστρέβλωση που
συρρίκνωσε το αντιστασιακό ενέργημα σε μια υποτιθέμενη σύγκρουση πολιτικών
επιδιώξεων άφρονων «επαναστατών» που δεν σεβάστηκαν, υποτίθεται, την
ανθρωπιστική κρίση που είχε προκαλέσει ο πόλεμος και δρομολόγησαν μια ειδεχθή
τυφλή ανθρωποσφαγή πάνω στα ερείπια της Κατοχής. Για αυτό και το επίσημο κράτος
δεν επέτρεψε ποτέ να γιορταστεί επίσημα η Απελευθέρωση της χώρας.
Τους
βασικούς άξονες αυτής της παραχάραξης παρείχε η τότε στρατηγική των Βρετανών:
έχοντας αποφασίσει, ήδη από τον Οκτώβριο του 1943, να εισβάλουν στην Ελλάδα
κατά την Απελευθέρωση ως δύναμη Κατοχής, χρειάστηκαν να νομιμοποιήσουν το
εγχείρημα αυτό ανακαλύπτοντας την ανάγκη «προστασίας» του ελληνικού λαού από
τον εμφύλιο πόλεμο που θα προκαλούσε, υποτίθεται, το ΕΑΜ μετά την αποχώρηση των
Γερμανών. Μάλιστα, κατασκεύασαν και «αποδείξεις»: τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με
τα Τάγματα Ασφαλείας. Τις ονόμασαν και «εμφύλιες» για να καταδείξουν το
ειδεχθές του πράγματος. Εντέχνως, όμως, παρασιώπησαν ότι ο ΕΛΑΣ, όταν συγκρούστηκε με τα Τάγματα,
εκτελούσε και τις εντολές της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του Παπανδρέου, όπως
μεταδόθηκαν στην Ελλάδα από τις 6 Σεπτεμβρίου 1944: αν τα Τάγματα δεν παρέδιδαν
τον οπλισμό τους θα θεωρούνταν εχθρική δύναμη και θα καταστέλλονταν ένοπλα.
Επιπλέον, παρασιωπήθηκε το γεγονός ότι με τη συμφωνία της Καστανιάς, τον Ιούλιο
του 1944, ο ΕΛΑΣ αναγνωρίστηκε ως τμήμα του διεθνούς συμμαχικού στρατού,
υποχρεωμένος να πολεμήσει τους κατακτητές (και τους συνεργάτες τους).
Η
συμμαχική αυτή οδηγία, αν και με αμφισημίες στη διατύπωση λόγω της
επαμφοτερίζουσας στάσης των Βρετανών απέναντι στα Τάγματα, εφαρμόστηκε σχεδόν απαρέγκλιτα. Όταν τα
Τάγματα δήλωσαν απλώς ότι παραδίνονται, τους εξασφαλίστηκε, χωρίς καν τον
αφοπλισμό τους, να μεταφερθούν αλώβητα στις Σπέτσες, όπως συνέβη με το Τάγμα
της Τρίπολης-παρότι ήταν από τα πιο σκληρά- και μετά στο Γουδί, να επιδίδονται
εκεί στα στρατιωτικά τους Γυμνάσια, να διατηρήσουν τους αξιωματικούς τους, να
σιτίζονται απρόσκοπτα και να στρατολογούνται στα νεοπαγή Τάγματα Εθνοφυλακής.
Μετά να χρησιμοποιηθούν στις μάχες του Δεκέμβρη με όπλα και στολές που τους
παρείχαν μυστικά με καμιόνια οι Βρετανοί. Όπου τα Τάγματα υπέστησαν καταστολή ήταν
εκεί που δεν παραδόθηκαν και επέλεξαν την ένοπλη σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ, όπως
στον Μελιγαλά.
Οι
Βρετανοί δέχονταν πανταχόθεν, και από τους Αμερικανούς, σφοδρές επικρίσεις για
τη σχέση τους με τα Τάγματα. Φοβούμενοι, όμως, ότι σε περίπτωση παράδοσής τους
ο ανανεωμένος από τους Γερμανούς οπλισμός τους θα έπεφτε στα χέρια του ΕΛΑΣ,
αλλά κυρίως επειδή εκείνη τη στιγμή δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις για να
στηρίξουν τη δική τους εισβολή στην Ελλάδα-ο στρατηγός Wilson επιβεβαίωσε
στον Τσώρτσιλ ότι αδυνατούσε να του διαθέσει πάνω από 10.000 άντρες και αυτό με
καθυστέρηση- καταδίκαζαν μεν επισήμως τα Τάγματα, αλλά ανεπίσημα, μέσω των
βρετανών συνδέσμων, τα καθοδηγούσαν ώστε να παραμείνουν άθικτα, αποτελώντας μια
de facto βρετανική στρατιωτική εφεδρεία. Το
ίδιο συνέβη και με τους εθνικιστές του τύπου των οργανώσεων «Χ», Εθνική Δράσις,
ΡΑΝ, ΕΑΣΑΔ κλπ. Ο υπαρχηγός της ΡΑΝ, αντιστράτηγος της Χωροφυλακής Π.
Σπηλιωτόπουλος, επιβλήθηκε από τους Βρετανούς ως Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών,
δρομολόγησε μυστικά την ίδρυση τριών Συνταγμάτων εθνικιστών και εξόπλισε τα σώματα
ασφαλείας και τη «Χ» με όπλα που του έστειλαν μυστικά με καΐκια οι Βρετανοί στο
Κορωπί και το Πόρτο Ράφτη. Και αυτό παρότι οργανώσεις, όπως τη «Χ», τις είχαν φοβηθεί ως απολύτως ακραίες οι
ίδιοι οι Βρετανοί, ενώ η Χωροφυλακή της Αθήνας αποτελούνταν από ακροδεξιούς βασιλόφρονες,
οι οποίοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το σώμα όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοί
τους, όταν οι κατακτητές μπήκαν στην Ελλάδα και συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα για
να πλαισιώσουν, με την ωμότητα της Ειδικής Ασφάλειας τους κατοχικούς
πρωθυπουργούς Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ράλλη. Μάλιστα, ήταν βρετανικό το
σχέδιο να στηθούν φρουραρχεία της «Χ» και των άλλων εθνικιστικών οργανώσεων στο
κέντρο της Αθήνας, από τα οποία (κυρίως ξενοδοχεία) πυροβολήθηκε το πλήθος στις
15 Οκτωβρίου 1944 στην Πανεπιστημίου, αφήνοντας δεκάδες νεκρούς και τραυματίες
στο οδόστρωμα, αλλά και από τις ταράτσες των οποίων, δολοφονήθηκαν, στις 3
Δεκεμβρίου 1944, διαδηλωτές του ΕΑΜ, όχι μόνο στην πλατεία Συντάγματος, αλλά
και σε όλο το κέντρο της Αθήνας, αλλά
ακόμα και μέσα στα νεκροταφεία την επόμενη μέρα, όταν το εαμικό πλήθος κήδευε
τους νεκρούς του.
Την
ίδια στιγμή αυτά συνέβαιναν εκ παραλλήλου με το παιχνίδι που έπαιζαν οι
Γερμανοί κατά την Απελευθέρωση. Εφάρμοζαν το σχέδιο «Χάος» του διοικητή των SS Β.
Σίμανα, δολοφονώντας ανθρώπους εν μέση οδώ,
υπονόμευαν όλη την Αθήνα με εκρηκτικά (κυρίως τα εργοστάσια
ηλεκτροπαραγωγής, καυσίμων και πυρομαχικών, τις λιμενικές εγκαταστάσεις και το
Φράγμα του Μαραθώνα) αλλά και συνεννοούνταν με τους Βρετανούς ώστε δική τους
δύναμη να παραδώσει την εξουσία στους
βρετανούς αλεξιπτωτιστές, με την προϋπόθεση να έφευγε ο κύριος όγκος των
δυνάμεων τους αλώβητος. Το βασικότερο, όμως, ήταν ότι οι Γερμανοί έστρεφαν τα
Τάγματα κατά αθώων πολιτών, ώστε να εμπλέξουν τον ΕΛΑΣ σε ένα κυκεώνα
αντεκδικήσεων. Τα γερμανικά πυροβόλα στα τούνελ του Λυκαβηττού ήταν δε έτοιμα
να ισοπεδώσουν ολόκληρες συνοικίες όπως το Παγκράτι για να «προστατεύσουν» τα
Τάγματα.
Και
παρότι στα πλαίσια του σχεδίου αυτού η Αθήνα τις ημέρες της Απελευθέρωσης
μετετράπη από τα Τάγματα και τους Γερμανούς σε πεδίο μαζικών εκτελέσεων (το Αιγάλεω μέτραγε στις 29
Σεπτεμβρίου 1944 δεκάδες απανθρακωμένα πτώματα μέσα στα σπίτια τους, το
Περιστέρι 200 άμαχους νεκρούς, μόνο σε μια μέρα, και το Κορωπί, ακόμα και 3
μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί 47 νεκρούς και πάνω από 400 καμένα σπίτια) ο ΕΛΑΣ
της Αθήνας πειθάρχησε, δεν έπληξε τον εχθρό μέσα στην πόλη, όπως ζήτησαν και οι
εκπρόσωποι της Εθνικής Κυβέρνησης, διατήρησε στο μέτρο του δυνατού την τάξη, και
έτσι η πόλη διασώθηκε. Και μάλιστα τιθασεύοντας την οργή ενός λαού που μετρούσε
50.000 περίπου νεκρούς από αντίποινα και προδοσίες.
Αλλά
και τα βρετανικά κίνητρα επ’ ουδενί δεν νομιμοποιούνται από την υπόνοια ότι το ΕΑΜ απειλούσε να καταλάβει την
εξουσία. Οι Βρετανοί είχαν πλήρεις διαβεβαιώσεις ότι θα πειθαρχούσε απόλυτα
στις εντολές της Εθνικής Κυβέρνησης στην οποία είχε και αρκετούς
υπουργούς, αποδέχθηκε τη βρετανική
αρχιστρατηγία και αυτά που είχαν αποφασιστεί στην Καζέρτα, δεν μετακίνησε καμία
του δύναμη του από την επαρχία προς την Αθήνα, εκτός από μια συμβολική δύναμη
που συμφώνησε να παρελάσει στο Σύνταγμα την ημέρα της Απελευθέρωσης, διατήρησε
απόλυτη τάξη, όταν μεταξύ των 12 και 18 Οκτωβρίου στην Αττική υπήρχε μόνο μια
βρετανική δύναμη 400 ανδρών που είχαν προσγειωθεί με αλεξίπτωτα στα Μέγαρα και 1.700 που
αναμένονταν τις επόμενες μέρες με οχηματαγωγά στον Πειραιά. Αλλά το
σημαντικότερο ήταν ότι οι Βρετανοί είχαν τη διπλή δέσμευση των Σοβιετικών για
την παροχή «προτεραιότητας» στην Ελλάδα,
τόσο με τη δοκιμαστική συμφωνία του Ιουνίου
του 1944, όσο κυρίως με τη συμφωνία της Μόσχας, στις 8-9 Οκτωβρίου 1944.
Η
βρετανική στρατηγική στόχευε σε μακροπρόθεσμους στόχους κατά την απελευθέρωση: να
δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις να παραμείνει η Ελλάδα στην σφαίρα επιρροής της
Αλβιόνος, με τη μορφή που τότε επέτρεπε το προπολεμικό καθεστώς των διεθνών
σχέσεων: ως ένα οιονεί προτεκτοράτο. Δεν
μπορούσαν να διακινδυνεύσουν τον έλεγχο την ελληνικής πολιτικής ζωής, όταν
εμφιλοχωρούσε ο κίνδυνος να αποτυπωθεί η μεταστροφή του πολιτικού φρονήματος
των πολιτών που επέφερε ο πόλεμος ακόμα και εκλογικά. Ήταν αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι θα είχαν υπό
τον ασφυκτικό τους έλεγχο τις πολιτικές διαδικασίες της χώρας και η δημοκρατία
δεν χωρούσε σε αυτό.
Τα
δε Τάγματα Ασφαλείας και οι ακροδεξιοί της Αθήνας πέτυχαν τον σκοπό τους: να
εμφανιστούν ως συνέχεια του κράτους, να καταστούν αναγκαίοι στους Βρετανούς, να
αποφύγουν τη μεταπολεμική απόδοση ευθυνών και να ενταχθούν μαζικά στα
μεταπολεμικά σώματα ασφαλείας και τον στρατό. Αλλά κυρίως να δώσουν το πρόσχημα
για να καταστείλουν οι Βρετανοί το εαμικό κίνημα. Παράλληλα, να εξυπηρετήσουν
το σχέδιο του Γεωργίου του Β΄ να εμφανιστεί στην Ελλάδα ως επικεφαλής του
«στρατού» του.
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι ιστορικός
Άρτεμις Ποταμιάνου, Το
άγνωστο αριστούργημα: Dona Isabel, φωτ. Βασίλης Ξενιάς
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου