27/9/14

Αρχαιολογία και νεωτερικότητα

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΝΤΖΟΣ, Οι αρχαιολογίες του κλασικού. Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Τζορτζ Γκρος, Η Συνάντηση, 1920, Ιδιωτική συλλογή
©The Estate of George Grosz
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας του, το ελληνικό κράτος έχει επιδοθεί σε μια ενθουσιώδη, εντατική και συστηματική επένδυση στην αναστήλωση των κλασικών μνημείων που βρίσκονται διατηρημένα στο έδαφός του. Ξεκινώντας από την ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση ότι «πλούτος πολύς θέλει εισρεύσει εις την Ελλάδα διά της καθ’ ημέρας συρροής πολλών περιηγητών» οι οποίοι αναμένονταν να κατακλύσουν τον ελλαδικό χώρο όπως ήδη έκαναν, αντίστοιχα, στην Ιταλία «ένεκα των αρχαιοτήτων των Ελλήνων», σύμφωνα με τα λόγια του Κυριακού Πιττάκη το 1844, φτάνουμε σε πιο ολοκληρωμένες στρατηγικές αναπαράστασης της ελληνικής ετεροτοπίας κατά τη δεκαετία του 1930, όταν η «ανακαίνισις» των μνημείων θεωρείται ελληνικό «καθήκον» αλλά και «συμφέρον». Σε μελέτη που δημοσιεύει το 1935 ο πολιτικός μηχανικός Αθανάσιος Μάνος, με τίτλο «Ο Τουρισμός εν Ελλάδι», προβλέπει ότι η μερική αναστήλωση των ελληνικών μνημείων θα τα καταστήσει «περισσότερον ενδιαφέροντα διά τους μελετητάς και επομένως και η απόδοσις εκ τούτων θέλει είναι μεγαλυτέρα». Ο ίδιος μάλιστα προτείνει τη συστηματική αναστήλωση αρχαίων θεάτρων και σταδίων με σκοπό την αναβίωση του αρχαίου δράματος, αποκλειστικά για τουριστικούς σκοπούς. Οδηγούμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συστηματική, επιστημονικά κατοχυρωμένη και στρατηγικά ευκταία ανακατασκευή του ελληνικού τοπίου σύμφωνα με τις επιταγές της νεωτερικής επιστήμης και της νεοκλασικής αισθητικής, έτσι ώστε παράλληλα να συγκροτηθεί και το φυσικό πεδίο όπου θα μπορεί να αναβιώσει το ελληνικό πνεύμα. Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι δύο χρόνια ενωρίτερα, το 1933, ο δημοσιογράφος και πολιτικός Λέων Μακκάς, ένας από τους ελάχιστους τεχνοκράτες που αντιμετώπισαν, όπως και ο Μάνος, το τουριστικό φαινόμενο με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο, είχε εκδώσει τη μελέτη του Το ελληνικόν πρόβλημα και το σχέδιον μιας λύσεως, όπου προτείνει μεταξύ άλλων ένα οργανωμένο εγχείρημα δημοσίων έργων που θα προβλέπει εκτεταμένες «απαλλοτριώσεις, αποζημιώσεις, δαπάνας, θυσίας» σύμφωνα με «το σύστημα που εφήρμοσεν εις την Ρώμην ο Μουσσολίνι», ώστε να καταστεί η Αθήνα προσφιλής στους τουρίστες. Οι εκτεταμένες αναστηλώσεις των ελληνικών ερειπίων, που μάλιστα γνωρίζουν αυξανόμενη διάδοση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καλούνται επομένως να συντονίσουν το ελληνικό κράτος με τις απαιτήσεις της δυτικής νεωτερικότητας και τις επιταγές διεθνών οργανισμών όπως η UNESCO κ.ο.κ., αλλά παράλληλα και να καταστήσουν τον ελληνικό πολιτισμό ορατό, προσβάσιμο και διαθέσιμο προς κατανάλωση. Οι σύγχρονες ελληνικές αναστηλώσεις, πιστές στο γράμμα και το πνεύμα των διεθνών συμβάσεων που καθορίζουν όχι μόνον τι και πώς αναστηλώνεται αλλά και για ποιο λόγο, αναδεικνύουν με έμφαση τον εποπτικό και παιδαγωγικό τους χαρακτήρα, πέρα από την προφανή τους αποστολή της προστασίας των μνημείων και του όσο γίνεται μετριασμού της φθοράς που υφίστανται από τον χρόνο και το περιβάλλον.

Παράλληλα, τα εκτεταμένα αναστηλωτικά έργα του 20ού αιώνα, πολλά από τα οποία συνεχίζονται έως και σήμερα, συγκροτούν νέες υλικότητες του ελληνικού χώρου, αλλά και νέες στρατηγικές πρόσληψης του κλασικού πολιτισμού. Συνεργούν στον οριστικό καθαρμό των κλασικών μνημείων από μεταγενέστερες προσθήκες και αλλοιώσεις, επικυρώνοντας έτσι τον ύστατο θρίαμβο του νεοκλασικού εγχειρήματος και αποδίδοντας μνημεία και χώρους εποπτικά ανασκευασμένους ώστε να υπηρετείται η ιδεατή εικόνα των επιλεγμένων ερειπίων μάλλον παρά κάποια άλλη εκδοχή της ιστορίας τους. Την ίδια στιγμή, η διαδικασία «εξαγνισμού» των ερειπίων από την ίδια τους την ιστορία συγκροτεί και το απαραίτητο αφήγημα περί της ικανότητας του έθνους να μεριμνά για τις αρχαιότητες που βρίσκονται στο έδαφός του, εύσημο που του επιτρέπει να διεκδικεί δικαιώματα στη νεωτερικότητα. Οι εκτεταμένες σκαλωσιές που συναντά κανείς στους αρχαιολογικούς χώρους συνθέτουν μία κατ’ εξοχήν νεωτερική χωρικότητα που, αν και προσωρινή, ορίζει εκ νέου τον εθνικό χρόνο, επιτρέποντας στο συλλογικό φαντασιακό του έθνους από τη μια να θυμάται τον εαυτό του στη διαχρονική του εξέλιξη και από την άλλη να προβάλλει τις νεωτερικές συμβολές του στο διηνεκές. Όπως άλλωστε έχει επισημανθεί αναφορικά με άλλα εθνικά κράτη της Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος, παρόμοιες μεγαλόπνοες παρεμβάσεις στο φυσικό ή το δομημένο περιβάλλον (εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, φράγματα, αποξηράνσεις λιμνών, κ.ο.κ.) είναι ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους το εθνικό κράτος καθιερώνεται στη διεθνή συνείδηση ως τεχνοοικονομική δύναμη. Συχνά μάλιστα, όπως στην περίπτωση της μεταφοράς των δύο φαραωνικών ναών του Άμπου Σίμπελ στην Αίγυπτο το 1968, που κρίθηκε αναγκαία για τη διατήρησή τους μετά την κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν, οι παρεμβάσεις αυτές συνδυάζονται με προστατευτικές επεμβάσεις στα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος.
Ο τεχνοπολιτικός χαρακτήρας των αρχαιολογικών χώρων, κατασκευασμένων εκ νέου σύμφωνα με το ποικίλο πλέγμα στρατηγικών και επιδιώξεων που αναλύθηκε παραπάνω, επηρεάζει το έργο του κλασικού αρχαιολόγου, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό και το αποτέλεσμα της εργασίας του. Η χρήση των μνημείων ως συμβόλων μέσω των οποίων το εθνικό φαντασιακό αφενός ορίζει την πολιτισμική του γενεαλογία και αφετέρου αυτοκαθορίζεται ως υποκείμενο ιστορικής διάκρισης σε έναν κόσμο εθνικισμών που αντιμάχονται ο ένας τον άλλον, μετατρέπει την πολιτισμική κληρονομιά σε «λογότυπο» του έθνους, σύμφωνα με την ευφυή ρήση του Μπένεντικτ Άντερσον. Πρόκειται για μια διαδικασία συστηματικής εκκοσμίκευσης της αρχαίας κουλτούρας – ας μην ξεχνάμε πως οι αρχαίοι ναοί, τα ανάκτορα, τα νεκροταφεία κατασκευάστηκαν για άλλους λόγους, που ελάχιστα σχετίζονται με τη σημερινή τους χρήση. Η αδιόρατη αυτή μεταποίηση γεννά νέες υλικότητες του αρχαίου χώρου, εμπλουτίζοντας την εγγενή ικανότητα των μνημείων να γοητεύουν τον θεατή τους: σύμφωνα με τον Άλφρεντ Τζελ, τα δομημένα τοπία έχουν συστηματικά συγκροτηθεί ακολουθώντας συγκεκριμένες «τεχνολογίες σαγήνευσης» που καθορίζουν τη διάδρασή τους με τον άψυχο και έμψυχο περίγυρό τους. [...]Οι χώροι επενεργούν στο φαντασιακό του θεατή και μέσω των τέχνεργων που διατάσσουν στρατηγικά απέναντι στο βλέμμα του, είτε πρόκειται για τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ενός ιερού είτε για τα επιτύμβια σήματα ενός νεκροταφείου, κ.ο.κ. Η νεωτερική αρχαιολογική παρέμβαση υιοθετεί τις αρχαίες τεχνολογίες, μεταλλάσσοντάς τες έτσι ώστε να συγκροτήσει σύγχρονα ετεροτοπικά δομημένα σύνολα, με σκοπό να προμηθεύσει το εθνικό φαντασιακό με στοιχεία του παρελθόντος που προσφέρονται «προς αναβίωση και θαυμασμό».
Οι αναστηλωμένοι –ή μάλλον διαρκώς αναστηλωνόμενοι– αρχαιολογικοί χώροι δεν αποτελούν όμως μόνο το σκηνικό του εθνικού παρόντος. Αντιθέτως, συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτό, κατασκευάζοντάς το. Ως νεότευκτα «θέατρα της μνήμης», υποδύονται το φυσικό, εξαγνισμένο και αδιαμεσολάβητο τοπίο, γεφυρώνοντας, υποτίθεται, το παρόν με το παρελθόν: εξ ου και ο ετεροτοπικός τους χαρακτήρας. Η μετατροπή των αρχαιολογικών χώρων σε δομημένα τοπία μνήμης, κάτω από συγκεκριμένες τεχνοπολιτικές στρατηγικές, είναι βεβαίως αναπόφευκτη: σε αντίθετη περίπτωση, τα ερείπια θα έπρεπε να αφεθούν στην τύχη τους, κάτι που αφενός αντιβαίνει στις τρέχουσες παραδοχές περί διατήρησης και προστασίας της υλικής και άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς και αφετέρου συνιστά επίσης παρέμβαση τεχνοπολιτικού χαρακτήρα. Όπως αναπόφευκτη είναι και η αξιοποίηση της υλικότητάς τους από μερίδες του κοινού με τρόπους που δεν προέκρινε απαραίτητα ο φορέας που ανέλαβε την αναστήλωση-ανάδειξή τους. Μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε όχι μόνο να επενεργούν στο συλλογικό φαντασιακό αλλά και να ασκούν συγκεκριμένες βιοπολιτικές στρατηγικές, εκμεταλλευόμενες την υλικότητα των μνημείων από τη μια αλλά και την υλικότητα της ίδιας τους της παρέμβασης από την άλλη, ώστε τελικά να παρέμβουν στην εκ νέου κατασκευή του εθνικού χρόνου. […]
Τόσο στη μητροπολιτική Δύση όσο και στην εκμοντερνισμένη Ανατολή, οι αρχαιολογικοί χώροι αναδεικνύουν το πιο χαρακτηριστικό ίσως αδιέξοδο της ύστερης νεωτερικότητας: το γεγονός ότι το νεωτερικό αρχείο αγγίζει πλέον τα όριά του. Καθώς η αγωνία της διατήρησης φαίνεται να καταλαμβάνει κάθε έκφραση του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, συνειδητοποιούμε σταδιακά ότι η νεωτερικότητα κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια απολιθωμένη δυστοπία εικόνων. Στην ιδεατή τους κατάσταση, όταν η συντήρηση, αναστήλωση, ανάδειξη κ.ο.κ. των ερειπίων που περιέχουν θα έχει ολοκληρωθεί, όταν δηλαδή οι αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, συντηρητές και εργάτες θα έχουν ολοκληρώσει το έργο τους και οι σκαλωσιές θα έχουν απομακρυνθεί, τότε (και μόνον) οι χώροι θα μιλούν για αυτό για το οποίο φτιάχτηκαν, τον αέναο, αποκρυσταλλωμένο χρόνο ενός εξιδανικευμένου, και εν πολλοίς επινοημένου, παρελθόντος. Όπως άλλωστε είναι γνωστό, το νεωτερικό αρχείο αποκτά το πλήρες νόημά του μόνον στο μέλλον.

Ο Δημήτρης Πλάντζος διδάσκει κλασική αρχαιολογία στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: