27/9/14

Αι Ειδοί του Αυγούστου

Μάταια, ή μη, διδάγματα απo 100 χρόνια Ιστορίας

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΠΟΥΡΙΤΣΑ

Θα τελείωνε σύντομα - μέχρι τα Χριστούγεννα. Θα τελείωνε όλους τους μελλοντικούς πολέμους. Και θα αποτελούσε την απαρχή μιας «νέας εποχής».
Η συλλογική ανάμνηση ενός άσκοπου, εκδικητικού και γενικευμένου πολέμου, στην εκατοστή του επέτειο αυτόν τον Αύγουστο, που μάλλον ξεκινούσε με αποκλειστικό στόχο πρακτικά να κάνει την Ευρώπη κομμάτια, θα έπρεπε να αποτελεί ευκαιρία για περίσκεψη και αυτοπεριορισμό. Όντως, τρεις-τέσσερις ιστορικές αυτοκρατορίες διαλύθηκαν όταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πια τελειώσει· είναι ζήτημα όμως αν τα κράτη-έθνη που πρόβαλαν στη θέση τους μετά μπόρεσαν να αντιπαλέψουν καλύτερα με την λογική της απομόνωσης και της ξενοφοβίας-- αν δηλαδή μια από τις αναγνωρισμένες αιτίες του πολέμου είχε τώρα πια τουλάχιστον νικηθεί, ή αντίθετα είχε κι άλλο ενισχυθεί.
Ένας πόλεμος που κανείς δεν πίστευε ότι θα εκραγεί ποτέ, αλλά και που κανείς δεν ξαφνιάστηκε όταν τελικά ήρθε - γινόμενος δεκτός με ανάμικτα αισθήματα αγαλλίασης και παραίτησης. Ένας πόλεμος που επιτρέπει να βρεί κανείς την αρχή της κλωστής καθενός από τα σημερινά νέα στις εφημερίδες - Μέση Ανατολή, Ευρασία, Βόρεια Αφρική. Οι λάτρεις δε της ιστορίας θα παρατηρήσουν, όχι χωρίς κάποια πικρία, ότι το τόξο αυτό από την Κριμαία ως το Γιβραλτάρ είναι που έχει βιώσει τις μεγαλύτερες συγκρούσεις των «πολιτισμών» και εξακολουθεί να συντηρεί ακόμη και σε καιρό γενικότερης ειρήνης τις χειρότερες στατιστικές, οι οποίες μόνο αυξάνονται: θύματα καθημερινά, συχνότατα ανήλικα, σε τοπικές αλλά ημι-μόνιμες εμπόλεμες ζώνες, ενώ ταυτόχρονα 23.000 νεκρούς μετανάστες προς την Ευρώπη από το 2000 βεβαιώνει η Διεθνής Αμνηστία και μόνο. Όπως και το 1914, θα προσθέσουν οι πιο δεισιδαίμονες, η αδυναμία μέχρι χθες να βρει κανείς έστω και κατά προσέγγιση στο χάρτη ένα Σεράγεβο ή ένα Ντονέτσκ καθόλου δεν εμποδίζει σήμερα στο να γίνει νέα απόπειρα να βρεθεί σε σύρραξη ένας ολόκληρος κόσμος. Ο πόλεμος λοιπόν εκείνος, μπορεί να κατέστρεψε την Γερμανική αυτοκρατορία, καθώς και των Αψβούργων, την Οθωμανική και την Ρωσική εισάγοντας όμως την αντικατάστασή τους με ένα σύστημα μικρότερων κρατών-εθνών που επιβιώνει σχεδόν ως θέσφατο, με ορισμένες τροποποιήσεις, μέχρι και την παρούσα ημέρα.

Αν αυτός ο κόσμος, ο σημερινός, μοιάζει το ίδιο απροσανατόλιστος όσο και πριν εκατό χρόνια, γεννά μοιραία το ερώτημα αν και κατά πόσο μπορεί ακόμη να προσυπογράφει την αρχαιότερή του ελπίδα σε μία εγγενή, αλλά όχι πλήρως εκδηλωμένη, καλοσύνη του Ανθρώπου ή αν αντίθετα πάντα θα καραδοκεί η απάνθρωπη εκμετάλλευση και το ζύγισμα των πιο στενών συμφερόντων. Έγκλειστος μέσα στο δίλημμα ήταν φαίνεται ήδη το 1917 ο ίδιος ο πρόεδρος Woodrow Wilson, όταν από την μία εκφραζόταν δημόσια, ιδεαλιστικά όσο και ρητά: «Όλα τα έθνη στο εξής να αποφεύγουν τους ανταγωνισμούς ισχύος», προβάλλοντας έτσι μία ήδη αφελή άποψη για το εσωτερικό μίας ελεύθερης κοινωνίας και ανάγοντάς τη σε εμβέλεια παγκόσμια. Παρόλα αυτά, από την άλλη, σε ιδιωτικές αναφορές, όπως μας παραδίδει η καλή ιστορικός Margaret MacΜillan, ένας πιο ρεαλιστής (κυνικός) Wilson έβαζε τέλος στις ειρηνιστικές φιλοδοξίες του με την ακόλουθη δυσοίωνη αλλά προφητική παραδοχή: «Όταν ο πόλεμος λήξει, μπορούμε να πιέσουμε τους Ευρωπαίους συμμάχους προς τη δική μας κατεύθυνση, επειδή τότε πια θα βρίσκονται, εκτός των άλλων, οικονομικά στα χέρια μας».
Αξίζει να δει κανείς λοιπόν τι μπορεί να του επιφυλάσσει σήμερα αυτό το ‘τόξο του 1914’, και αν είναι οι ρεαλιστές ή οι αντίπαλοί τους αυτοί που έχουν να μάθουν και να παραλάβουν από τον Wilson και την εποχή του· αντλώντας και μόνο απ’ την τρέχουσα ειδησεογραφία.

1.Υπάρχει και μεγαλώνει ο κίνδυνος της αντικατάστασης του τρέχοντος αποτυχημένου δόγματος ‘η οικονομία (οι λεγόμενες ελεύθερες αγορές) υπαγορεύει την πολιτική’ από το δόγμα ‘η γεωπολιτική υπαγορεύει και τα δύο αυτά’. Ακριβώς, μάλιστα, την στιγμή που επανεμφανίζεται η απαισιοδοξία για τις προοπτικές ανάπτυξης στην ευρωζώνη ακόμη και μεταξύ εκείνων που από θέσεις υπεύθυνες επέβαλλαν επί μια πενταετία θεραπεία χειρότερη και από την ίδια την ασθένεια. Με όρους ευρωπαικούς, και παρά την συνεχιζόμενη παγκόσμια κρίση, αρχίζει και διαγράφεται η πρόταση «ας αφεθεί να πετύχει το ΝΑΤΟ εκεί όπου η Ε.Ε. (ή η Τρόικα) απέτυχαν» - πρόκειται ενδεχομένως για την παλαιά αυταπάτη ότι από τις κρίσεις εξέρχονται οι οικονομίες μόνο με πόλεμο, έστω οικονομικό. «Οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει επίσης να επανεξετάσουν τη συλλογική τους στάση», θα γράψουν οι FT στις 19 Ιουλίου· «το μπλοκ έχει απογοητευτικά διαιρεθεί στο εσωτερικό του, όπως το κομμάτι εκείνο των κεντρο- Ευρωπαίων οι οποίοι έχουν μια σκληρή προσέγγιση προς την Ρωσία και εκείνους, όπως η Ιταλία και τμήματα της γερμανικής κυβέρνησης που διστάζουν λόγω της απειλής στις οικονομικές σχέσεις». Στον ίδιο τόνο, ένα κύριο άρθρο των NYT στις 11/08 προσθέτει: «Είναι ζωτικής σημασίας στην παρούσα συγκυρία για τα δυτικούς συμμάχους να παραμείνουν ενωμένοι, ακόμη και αν το κόστος των κυρώσεων - των δικών τους και της Ρωσίας - δεν είναι εξ ίσου μοιρασμένο. Η Ε.Ε. διαθέτει ένα ταμείο για την αποζημίωση των αγροτών για την απώλεια παραγωγής στο διάστημα της κρίσης, και αυτό είναι ακριβώς μια τέτοια στιγμή.» «Οι κυρώσεις», παραδέχεται ψυχρά το άρθρο «είναι ένα οδυνηρό όπλο, και η Ρωσία αποτελεί μια προσοδοφόρα αγορά για την Ευρώπη. Ωστόσο, οι εναλλακτικές λύσεις πέραν από τις κυρώσεις - στρατιωτική δράση από την μία πλευρά, ή να μην κάνει τίποτα δεδομένης της θρασύτατης προκλητικότητας του Πούτιν έναντι της μετα-σοβιετικής τάξης, δεν είναι πραγματικά επιλογές».

2.Μια επιστροφή στον ψυχρό πόλεμο, την ίδια στιγμή που εγείρει λογικές ανησυχίες, ενδεχομένως επίσης υπογραμμίζει την αντοχή και βιωσιμότητα των παραδοσιακών αντιλήψεων περί σφαιρών επιρροής, στρατηγικής ισορροπίας, και ζωτικών χώρων, τόσο παλαιών όσο και το Δόγμα Μονρό, και άρα δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την χειροτέρευση του τοπίου παγκόσμια. Μεγάλη προσοχή εδώ χρειάζεται να δοθεί σε απόψεις, όπως η παρακάτω, στο βαθμό που με ψυχραιμία και ρεαλισμό εκφράζουν το πού ενδεχομένως υπάρχει το επιθυμητό σημείο ισορροπίας, κι ας ξαφνιάσει αυτό πολλούς. «Χρειαζόμαστε ένα σημαντικό διεθνές συνέδριο για να συζητηθούν θεμελιώδη ζητήματα στο επίκεντρο της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, η συμφωνία του 1975 δηλαδή που καθιέρωσε την εδαφική ακεραιότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ασφαλούς τάξης. Είναι σαφές ότι το χάσμα των διαφορετικών ερμηνειών και οι εναλλακτικές αφηγήσεις έχει μεγαλώσει μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης σε αυτά τα θέματα». (Στους NYT της 4ης Αυγούστου, ο Ιγκόρ Ιβάνοφ και ο Sir Malcolm Rifkind  - πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρώην υπουργός άμυνας για τη Βρετανία.) Αν λοιπόν οι τεκτονικές πλάκες που στην πραγματικότητα βρίσκονται σε σύγκρουση στη Ουκρανία, και άρα πίσω από αυτό που απλώς φαίνεται να είναι μια ακόμη επιμέρους σοβαρή τριβή μεταξύ μειονοτήτων ή γλωσσικών/πολιτιστικών ομάδων - αν είναι λοιπόν πολύ μεγαλύτερες οι πλάκες αυτές, άλλο τόσο άκαρπες θα είναι και οι προσπάθειες να υπάρξει διευθέτηση μεταξύ των αντιπάλων επί του εδάφους. Αν η υπόθεση αυτή είναι ορθή - αν δηλαδή πρόκειται για ζήτημα που θα λυθεί κυρίως μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ρωσίας, τότε ο ρόλος της Ευρώπης είναι μικρότερος αν και όχι λιγότερο πολυσύνθετος αφού θα πρέπει στο εξής από την μια πλευρά να ανθίσταται στις πιέσεις της Αμερικής να υποτάσσεται στις υπαγορεύσεις της - επί του παρόντος αυτό σημαίνει όξυνση των οικονομικών σχέσεων Ευρώπης και Ρωσίας με έμφαση και αιτία τις κυρώσεις, ενώ αύριο μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο ακόμη πιο χειροπιαστό, όπως οι πρόσφατες δηλώσεις του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ κάνουν σαφές. Και από την άλλη, να δέχεται, σε βάρος προφανώς των ηγεμονικών και άλλων φιλοδοξιών της, προερχομένων κυρίως από κύκλους του Βερολίνου και εσχάτως και του Λονδίνου, το απαρέγκλιτο γεγονός ότι οι Η.Π.Α. είναι ο μεγάλος παίκτης και στο θέμα αυτό. Οι όποιες φιλοδοξίες της Ε.Ε. μπορούν, αν είναι υγιείς, να «περιοριστούν» στις ειδικές σχέσεις με την Ρωσία, και μόνο έτσι και με χώρες του παλιού σοβιετικού μπλόκ, μέσα από μορφές επέκτασης της ιδέας της Ευρώπης, και άρα και της δημοκρατίας, προς τα ανατολικά που θα προυποθέτουν και δεν θα αποκλείουν την Ρωσία. Των Η.Π.Α. έτσι ο ρόλος περιορίζεται  - γεωγραφικά την ίδια στιγμή που αναβιβάζεται ηθικά και πολιτικά· ο φυσικός τους χώρος για άσκηση επίδρασης υπαγορεύεται πλέον και για πρώτη φορά από το τέλος του Πολέμου από τον χάρτη, δηλαδή στο ανατολικό και όλο το νότιο ημισφαίριο. Πρόκειται για υπόθεση εργασίας που θα επιβεβαιωθεί σημαντικά αν η Ρωσία συνεχίσει αυτό που έχει φανεί μέχρι τώρα ή πρόσφατα - ότι δηλαδή αφήνει πεδίο δράσης στις ΗΠΑ. σε ολόκληρο τον χώρο της εγγύς και μέσης ανατολής, διαφοροποιούμενη έτσι από τις θέσεις της ως προς την Συρία μέχρι και πέρυσι. (Αναφορές του προέδρου Ομπάμα στην έννοια της ισορροπίας των δυνάμεων έχουν γίνει από τον Ιανουάριο, αν και μιλούσε για την Μέση Ανατολή, όπου ισορροπία σημαίνει ότι «μπορεί να υπάρχει ανταγωνισμός, ίσως και καχυποψία, αλλά όχι και ενεργός ή δια αντιπροσώπου πόλεμος»).

3.Πληθαίνουν και διαδίδονται οι συγκρούσεις που ξεκινούν χωρίς καν την ανάγκη για διατύπωση αναγνωρίσιμου και εφικτού στόχου ή τέλους, που τις κάνει μοιραία συγκρούσεις χωρίς φινάλε (endgame) από επιλογή, και άρα με ελεύθερο εντελώς το πεδίο για ενέργειες και πράξεις πέραν κάθε έννοιας νομιμότητας και με σχεδόν εξασφαλισμένη ατιμωρησία. Αποτελούν με τον τρόπο αυτό απόλυτη αντιστροφή και άρνηση της ρήσης-κλειδί των συμβατικών συρράξεων από τον Fred Charles Ikle, ‘Κάθε πόλεμος πρέπει κάποτε να τελειώσει’. Η «δυτική» εκδοχή του νέου αυτού μοντέλου άσκησης γεωστρατηγικής βρίσκει την αποδοτικότερη έκφρασή του με την κήρυξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» από τον τότε πρόεδρο Μπους τον Νεώτερο και τους νέο-συντηρητικούς συμβούλους του, καθώς και στην εξίσου ανερμάτιστη συνέχειά του με την εισβολή στο Ιράκ το 2003 δίχως καν στρατηγική εξόδου ή ημερομηνία αποχώρησης που ορισμένοι στην κυβέρνηση απαιτούσαν τότε. Η «μη δυτική» της εκδοχή ακριβώς τώρα κάνει μια περισσότερο εντυπωσιακή εμφάνιση στην ίδια περιοχή, όπου σε άλλη κλίμακα πλέον το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος μοιράζεται τον ίδιο παρανομαστή της απουσίας λογικοφανών (όχι το ίδιο με ‘αποδεκτών’) στόχων. Σε τραγική μικρογραφία του φαινομένου αυτού, και στην Παλαιστίνη οι ακραιφνείς και των δύο πλευρών μοιάζουν να συναγωνίζονται σε ασάφεια και γενικότητα των στόχων τους - «εξαφάνιση του Ισραήλ» από την μία πλευρά, και «πάλη κατά των τρομοκρατών» από την άλλη. Το έμμεσο πλην αναπόφευκτο αποτέλεσμα φαίνεται να είναι ότι, στην πράξη, άλληλο-υποστηριζόμενες μειοψηφίες «γερακιών» κρατούν την διπλωματία υπό μόνιμη ομηρία. Δεν πρόκειται δηλαδή για διαφορά μεταξύ ιδεαλιστών ή μετριοπαθών όπως ο Ikle, από την μία, και ρεαλιστών όπως ο Μακιαβέλι, από την άλλη. Του τελευταίου μάλιστα ο ρεαλισμός -η βαριά πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να σταματήσει ο πόλεμος  μέσα στην ιστορία, και ότι αν γίνει αυτό δεν θα είναι επειδή η ανθρωπότητα έγινε ξαφνικά όλη μαζί σοφότερη και ειρηνικότερη- είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όμως, από την άλλη πλευρά, το να έχει κανείς ως σημείο εκκίνησης μία διεστραμμένη ανάγκη να υπογραμμίζει μόνο αντιπαλότητες και να καλλιεργεί μόνο στενές, αποκλειστικές και ξενοφοβικά κινούμενες διεκδικήσεις είναι απλώς μωρία, ανεξάρτητα από τον φορέα, το επίπεδο, την εποχή, ή τα άμφια. Αυτός είναι και ο λόγος για την τόσο εύκολη προσέγγιση μεταξύ σκληρο-πυρηνικών και από τις δύο όχθες κάθε τρέχουσας η παλαιότερης αντιδικίας, και η προσήλωση τους στην διαιώνιση συγκρούσεων ως προς τις οποίες κατά τα άλλα διαφέρουν, όπως αρέσκονται να λένε, σε όλα-- ορκισμένοι καθώς είναι μέχρι της τελικής εξόντωσης του αντιπάλου, και άρα τόσο πολύ συνεπέστεροι υποτίθεται από όλους τους άλλους στις απόψεις τους.

4.Δεν είναι τα πάντα γεωπολιτική - οι ανθρωπιστικές κρίσεις ΚΑΙ ξεπερνούν ΚΑΙ διευκολύνουν συχνά, όταν γίνονται προτεραιότητα, στη λύση γεωπολιτικών κρίσεων. Αυτό, κι ας χρειάζονται οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ πολιτικών οντοτήτων προκειμένου να μπουν σε κίνηση για δράση οι διαδικασίες μη πολιτικών φορέων, όπως ο Ερυθρός Σταυρός (Διεθνής Επιτροπή), ειδικά ως προς το δικαίωμα στη φυγή και τα ογκώδη προβλήματα μετανάστευσης και ασύλου. Έχουν οι κρίσεις αυτές μέσα τους, σαν πρόβλημα-μέσα-στο-πρόβλημα, την περίπτωση των ανηλίκων και την ιδιαίτερη φροντίδα που καλούνται να επιδείξουν όλα τα μέρη, κυρίως στην Μ.Α., λόγω του μεθοδικού στόχου που τα παιδιά αποτελούν, όπου το δικαίωμα της φυγής επιβάλλει και την υποχρέωση της φυγάδευσης· και άρα ενδιαφέρον έχουν και οι αντίστοιχες απόπειρες να αντιμετωπισθεί ειδικά, και με την δημιουργία νομικού προηγούμενου, το τεράστιο πρόβλημα του ασύλου για ανήλικους μετανάστες-φυγάδες προς το Τέξας και αλλού στην Αμερική πρόσφατα.

5.Δεν είναι ίσως η επιστροφή σε μια μορφή ψυχρού πολέμου τόσο το πρόβλημα, αλλά η επιστροφή σε νέα φάση μη πυρηνικού, συμβατικού πολέμου. Με άλλα λόγια, η λεγόμενη ισορροπία του τρόμου έχει πετύχει τόσο πολύ που κινδυνεύει να είναι θύμα της επιτυχίας της. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό η μεγάλη επιτυχία της ύπαρξης των πυρηνικών όπλων, αν αγνοήσει κανείς το κόστος από τους ανταγωνισμούς, στην αποφυγή πολεμικής σύρραξης μεταξύ των δυο μπλοκ μέχρι ΤΩΡΑ να αρχίζει να λειτουργεί ανάποδα, λίγο όπως ο φόβος του γκρεμού  κάνει κάποιον  καλύτερο οδηγό. Ορισμένοι, δηλαδή, μπορεί να υπολογίζουν ότι αρκετά κράτησε η σύγκρουση μέσω αντιπροσώπων και άρα γίνεται τώρα για πρώτη φορά να υπάρξουν συγκρούσεις παρά και κάτω από την ομπρέλα των πυρηνικών. Μια δήλωση του Ομπάμα, ΝΥΤ 11/8, είναι, εύχεται κανείς, παρήγορη: «Θα απαιτηθούν ηγετικές ικανότητες τόσο μεταξύ των Παλαιστινίων και όσο και των Ισραηλινών προκειμένου να μπορέσουν να δουν πέρα από το αύριο. ... Και αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα για τους πολιτικούς, να μπορούν να καταλάβουν τη θέση που βλέπει τα πράγματα μακροπρόθεσμα».
6.Την ίδια στιγμή που ο κόσμος γίνεται πιο ενοποιημένος, γίνεται επίσης και πιο αποσχιστικός, προστατευτικός της ιδιαιτερότητας, είτε υπαρκτής και εδραιωμένης, είτε όχι - λίγη σημασία έχει. Η ίδια μάλιστα η γλώσσα του διεθνούς δικαίου και άρα της διεθνούς διευθέτησης, απουσία συρράξεων ή και απειλής χρήσης βίας, έρχεται σε δύσκολη θέση με το που θα θυμηθεί κανείς ότι όλο αυτό γίνεται χωρίς την καταφυγή έστω σε λύσεις που να έχουν το μακρινό άρωμα μιας ντε φάκτο παγκόσμιας κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, παρά τις αντιθέσεις τους με την ρεαλιστική σχολή, οι οπαδοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάθε τι διεθνικού μετατρέπονται με την σειρά τους σε πιστούς ρεαλιστές, όταν πρόκειται, για παράδειγμα, για το μη απαραβίαστο των συνόρων, ή για μία κοινή λύση στο Μεσανατολικό βασισμένη σε ένα και όχι δυο ξεχωριστά κράτη, είτε πρόκειται για ένα διεθνές δικαστήριο με κοινά αναγνωρισμένες και αδιαμφισβήτητες εξουσίες, απορρίπτοντας τα όλα αυτά ως φανταστικές και ανέφικτες πολιτικές προτάσεις που θέτουν σε κίνδυνο τις δικές τους ρεαλιστικές προτεραιότητες. Η γνωστή ρήση του Henry Kissinger, ότι οι διεθνείς σχέσεις είναι σαν μια πόρτα που ανοίγει είτε μόνο προς την κατεύθυνση του εθνικού συμφέροντος είτε μόνο προς αυτήν του ηθικού καθήκοντος, περιγράφει απλώς την αρχή του προβλήματος και όχι το σύνολό του.

7.Ένα παλαιό παράδοξο ταλανίζει την ιστορία της επέκτασης της ίδιας της ιδέας Ευρώπης, πρωτίστως στο βαθμό που αυτό ακουμπά και την γνησιότητα και της δικής της ταυτότητας και αυτό-εικόνας· το ότι είναι υποχρεωμένη να επιμείνει στην αυστηρή τήρηση των πιο οικείων της προταγμάτων, όπως η ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης, όταν αυτά διακηρύσσονται και προτείνονται στο εξωτερικό της, όπως στην Μέση Ανατολή, δίχως να τα υποθάλπει ή να τα προδίδει η ίδια ταυτόχρονα στο ‘εσωτερικό’ της. Κατ’ αναλογία , το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στις δυστυχώς μονίμως φυλετικά εκρηκτικές Η.Π.Α. Χαρακτηριστικό για το επίπεδο του διαλόγου σ’ όλη την Δύση είναι ένα άρθρο του Oliver Roy (NYT 06/05/2014), όπου ο συγγραφέας ενθαρρύνει σωστά τους Χριστιανούς να "προσπαθήσουν να χτίσουν μια μεγάλη συμμαχία με τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους" στην Ευρώπη "για την προώθηση της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας, οποιασδήποτε θρησκείας. " Αν και αξιέπαινο για τις καλές προθέσεις του, αυτό είναι το είδος του επιχειρήματος που μοιάζει να ξεχνά ότι η ελευθερία της θρησκείας είναι μια κοσμική ιδέα που βρίσκεται στη θέση που κατέχει μέσα στον Δυτικό πολιτισμό για λογαριασμό των δικαιωμάτων των μεμονωμένων ατόμων, και όχι κάποιας κοινότητας.  Όποια, λοιπόν, πρόοδος υπάρχει ή θα υπάρξει στο μέλλον ως προς την υπόθεση της ελευθερίας, αυτό θα γίνεται κάθε φορά που ένας νυν ή πρώην οπαδός κάποιας θρησκείας ή κοινότητας έχει τη δυνατότητα να μείνει ή να φύγει από τις τάξεις της, χωρίς φόβο και χωρίς συνέπειες, προς  όποια κατεύθυνση επιθυμεί, όσο απρόβλεπτη ή ενοχλητική μπορεί να είναι αυτή. Η δημοκρατία επινοήθηκε ακριβώς για να δημιουργήσει χώρο για τέτοια άτομα να μετακινηθούν· άρα δύσκολα μπορεί να εξαντλήσει τους σκοπούς της στην απλή και μόνο προώθηση της ανοχής της αλλότριας θρησκείας, «οποιασδήποτε θρησκείας."

8.Ίσως κανείς πλέον δεν πιστεύει πραγματικά σε λύση στη βάση δύο κρατών στο Παλαιστινιακό. Στην καλύτερη περίπτωση είναι απλώς ο τρόπος που έχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να πετυχαίνουν στο όνομά της περαστικές καταπαύσεις του πυρός ή και μακροβιότερες ανακωχές. Αντίθετα, η λύση στη βάση του ενός κράτους μπορεί να αποδειχθεί ρεαλιστικότερη, τόσο στην σύλληψη όσο και στην εκτέλεση, απ’ ό,τι υπαινίσσονται σε βάρος της όλοι οι ιδεολογικά/δογματικά κινούμενοι «ρεαλιστές» αντίπαλοί της, τόσο ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα μέρη, όσο και στα διεθνή fora, επίσης στο λεγόμενο ‘Κουαρτέτο,’ όσο και παντού αλλού. Παράλληλα, αν και διακριτή και προφανώς απείρως ηθικότερη από την επικήρυξη για «πλήρη καταστροφή» του αντιπάλου, η εκδήλωση της πρόθεσης να ζήσει κάποιος μαζί του ειρηνικά δεν συνιστά από μόνη της και βελτίωση ως προς την βιωσιμότητα και τις κρυφές συνέπειες μιας τέτοιας λύσης. Ίσως πάλι να μην είναι εντελώς αδύνατο ώστε το κράτος του Ισραήλ να ξαναβρεί την χαμένη του τιμή μετά από αυτό το καλοκαίρι. Μόνο που δεν πρόκειται να γίνουν βήματα στην κατεύθυνση αυτή επειδή θα ξαναδοκιμαστούν απόψεις, μέτρα και συνθήκες που ματαιοπονούν εδώ και 60 χρόνια, ή επειδή οι ίδιες ηγεσίες θα αφεθούν να πειραματισθούν εκεί όπου έχουν οικτρά αποτύχει. Το τελευταίο είναι με τον τρόπο του και το πιο ενθαρρυντικό, αν έχουν δίκιο πολλοί αναλυτές, μαζί και Ισραηλινοί, όταν υποστηρίζουν ότι πίσω από τα υψηλά ποσοστά υποστήριξης προς την κυβέρνηση του Τελ Αβίβ κρύβεται η αίσθηση ομηρίας και άρα απόγνωσης από την πλευρά των πολιτών στην ίδια, στο γενικό επιτελείο, και στις πιο ξενοφοβικές φωνές που ως συνήθως είναι και οι πλειοδοτικότερες. Η μεγαλύτερη δυσκολία λοιπόν συνίσταται όχι στο ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές, ή και νέοι Γιτζάκ Ραμπίν, αλλά στο ότι θα συναντήσουν τεράστια αντίδραση όταν ποτέ εμφανισθούν. Κατάληξη πάντως θα υπάρξει όχι απλώς επειδή οι μετριοπαθείς θα αντικαταστήσουν τους φανατικούς αλλά, πιο πολύ, επειδή οι τολμηροί θα μετρηθούν λίγο περισσότεροι.

Ο Λεωνίδας Μπουρίτσας έχει διατελέσει καθηγητής φιλοσοφίας στο City Un. οf New York και στο Stevens Institute of Technology

Σολομών Νικρίτιν, Μνημείο, 1930, ΚΜΣΤ συλλογή Κωστάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: