ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΙΩΑΝΝΑ ΤΟΜΠΡΟΥ, Βαλίτσα παρά πόδα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 349
O Μισέλ Ντε Σερτώ, γράφει
παραδοξολογώντας ότι η μυθοπλασία είναι ο μόνος τρόπος για να διεισδύσεις στην
πραγματικότητα. Γι’ αυτό και η συγγραφέας Ιωάννα Τόμπρου στο νέο της
μυθιστόρημα «Βαλίτσα παρά πόδα», ακολουθεί
την ηρωίδα της «καταπόδας», βήμα το βήμα, σε απόσταση αναπνοής. Συμβαδίζει μαζί
της σε μια πορεία ανάκλησης του πολυτάραχου και περιπετειώδους παρελθόντος της αλλά
και σε μια περιπλάνηση στις δαιδαλώδεις και υποφωτισμένες ατραπούς της νεώτερης
ελληνικής ιστορίας, της αντίστασης, του εμφυλίου και των δίσεκτων, αδυσώπητων
και δυσοίωνων εποχών που ακολούθησαν.
Η ηρωίδα της η Δήμητρα, σε μεγάλη
ηλικία πια, αφηγείται τη ζωή της στη συγγραφέα-ερευνήτρια που την επισκέπτεται,
ανασύροντας άλλοτε διστακτικά και βαρύθυμα και άλλοτε νοσταλγικά και ευφρόσυνα,
πάντοτε όμως με έντονη συγκινησιακή φόρτιση, τα ενταφιασμένα, σαν σε κρύπτη,
ακριβά κτερίσματα της μνήμης. Προσωπικά κειμήλια ανεκτίμητα αλλά και οδυνηρά
και δυσβάστακτα. Είναι η κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη που στα δεκαεπτά της ανέβηκε
στο βουνό για να ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό, την άνοιξη του 1949 και ενώ
τα πολιτικά πράγματα είχαν εν πολλοίς κριθεί, από έρωτα για τον αγαπημένο
της, τον νεαρό ιδεολόγο πατριώτη φοιτητή
της Ιατρικής. Η έφηβη που αντάλλαξε τη θαλπωρή της αστικής οικογένειας και την
αμεριμνησία, με τις κακουχίες του πολέμου και την οδύνη των εμφύλιων μαχών. Την
προστατευτική αγκαλιά της μάνας με την άτεγκτη κομματική πειθαρχία και τη σχολική
ποδιά με την τραχιά στρατιωτική στολή. Για να μη μείνει αμέτοχη στο περιθώριο
των χαρμόσυνων, όπως νόμιζε, εξελίξεων. Για ένα όνειρο ανθρωπιάς, ισότητας και
κοινωνικής δικαιοσύνης. Αλλά κυρίως από έρωτα. Για να βρεθεί στο πλευρό του
μαχητή συντρόφου της.
Στο βουνό έζησε τον παραλογισμό
και τη φρίκη ενός ολέθριου πολέμου. Πέρασε στην Αλβανία κατά την τακτική οπισθοχώρηση
του Δημοκρατικού Στρατού, με την πικρή γεύση της ήττας στο στόμα και την
απόγνωση στην ψυχή, αφήνοντας πίσω της οριστικά και αμετάκλητα κάθε τι γνώριμο,
οικείο και αγαπημένο. Ταξίδεψε μυστικά στην Πολωνία με άλλους συντρόφους της,
εγκαταστάθηκε στην άγνωστη αυτή χώρα που τους έδωσε καταφύγιο και οργάνωσε τη
ζωή της στο πλαίσιο της κοινότητας των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Αυτή η μικρή
κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη ενηλικιώθηκε απότομα, έγινε δασκάλα, έκανε οικογένεια, γέννησε μια
πολυαγαπημένη κόρη, παλεύοντας πάντα με τη σκληρή επίγνωση της οριστικής
απώλειας της ταυτότητας, του έφηβου εαυτού, της αθωότητας, της οικογένειας, της
πικρής πατρίδας που τους αποκήρυξε, τους κυνήγησε και τους ξέχασε. Έχοντας
πάντα τη βαλίτσα έτοιμη για το γυρισμό και «παρά πόδα». Πιστή στο κομματικό
καθήκον εγκατέλειψε την κόρη της μωρό για να ενταχθεί και να δουλέψει στον
παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Αθήνα. Γύρισε πάλι πίσω στην Πολωνία για να
δοκιμαστεί σκληρά για μια ακόμη φορά. Έχασε το δικό της παιδί, τον έρωτα για
τον άντρα της και την πίστη της στις στρατηγικές επιλογές του κόμματος αλλά όχι
την ελπίδα στις προτάξεις του κοινωνισμού, της αλληλεγγύης και της
συντροφικότητας. Και όταν οι πολιτικές εξελίξεις το επέτρεψαν γύρισε πίσω στην
Ελλάδα, μετά από τριανταπέντε χρόνια, για να ενώσει το σπασμένο νήμα της ζωής
της και να κάνει μια νέα αρχή, παραδομένη στις μνήμες και στις ερινύες της.
Η Γιάννα Τόμπρου αφουγκράζεται τους ψιθύρους της επώδυνης αυτής
κατάθεσης βουτώντας με τον ιδιαίτερο τρόπο και την διαισθητικότητα των γυναικών
συγγραφέων στα έγκατα της μνήμης και στα άδυτα του ψυχισμού της ηρωίδας. Καταγράφει
με ακρίβεια τα σταυροδρόμια, τις πορείες και τις στάσεις, τις αγωνίες, τους
εφιάλτες και τα τραύματα που δεν τα επουλώνει ο χρόνος και η λήθη. Επισημαίνει
τις μοιραίες επιλογές, τους επίπονους πλόες, τις καθοριστικές αποφάσεις, τις κρίσιμες
συναντήσεις με τόπους και ανθρώπους, τις διαψεύσεις, τα πάθη και τα πένθη.
Κινείται παλινδρομικά σε δύο
επίπεδα και σε δύο χρόνους: από το παρόν στο παρελθόν, από το ενικό στο
πληθυντικό, από το ατομικό στο συλλογικό, από το ιδιωτικό στο κοινωνικό, από το
προσωπικό στίγμα στο ιστορικό γίγνεσθαι και αντίστροφα, διερευνώντας το
αρχειακό, δοκιμιακό, δημοσιευμένο και αδημοσίευτο πραγματολογικό ιστορικό υλικό
παράλληλα με την γυναικεία ψυχοσύνθεση. Αναζητά τις αμφισημίες και τα χάσματα,
τις συγκαλύψεις και τις σιωπές, τα ρήγματα και τις τομές της ανθρώπινης
κατάστασης και του ιστορικού χρόνου. Με εναργείς εικόνες και ενδιαφέρουσες
τροπές στην πλοκή διαχειρίζεται νηφάλια και στοχαστικά ένα πολυειδές υλικό
καλούμενη να ερμηνεύσει συμπεριφορές, να αποτιμήσει στρατηγικές και πολιτικές επιλογές,
ισορροπώντας σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο. Σ’ αυτό της από απόσταση και εκ των
υστέρων θεώρησης των πραγμάτων. Άλλοτε επικριτική και καταγγελτική για λάθη,
ακρότητες, αστοχίες, ίσως και εγκλήματα της ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος
και της άλλης κυρίως πλευράς και άλλοτε αμήχανη και διστακτική. Πάντοτε όμως με
δέος και σεβασμό για το μεγαλείο όσων υποθήκευσαν τη ζωή τους για το όραμα ενός
νέου κόσμου, ελευθερίας και ισότητας. Για την ευψυχία και τον αλτρουισμό των
πατριωτών που υπέστησαν την ανηλεή σπίλωση, τον εξανδραποδισμό, την ηθική και φυσική
εξόντωση.
Και αναρωτιέμαι, μαζί με τη συγγραφέα, υπό το φως της παρούσας γενικευμένης
οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα, όχι βέβαια για το ποια
θα ήταν η τύχη της Ελλάδας αν είχε προσδεθεί στο άρμα του υπαρκτού σοσιαλισμού,
(αυτά τα ερωτήματα μοιάζουν σήμερα παρωχημένα και ανεπίκαιρα μαζί και η αίσθηση
μακαριότητας και ασφάλειας, καθώς ο νεοφιλελευθερισμός και ο χρηματιστηριακός
καπιταλισμός εξαρθρώνει τις κοινωνικές δομές και σαρώνει τα δημοκρατικά κεκτημένα
των πολιτών), αλλά για το αν αυτή η χώρα που αντιστάθηκε στο φασισμό θα είχε σήμερα
τα ίδια διλλήματα, τα ίδια αδιέξοδα και τις ίδιες ανοικτές πληγές, αν δεν είχε τότε
καταδιώξει ανηλεώς και εξοντώσει με τις εξορίες, τις φυλακίσεις και τα
αποσπάσματα το πλέον ελπιδοφόρο, προοδευτικό και άξιο κομμάτι της νεολαίας της.
Αν η μεταπολεμική Ελλάδα είχε οικοδομηθεί δημοκρατικά, ειρηνικά και από όλους. Νικητές
και ηττημένους.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου