ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΗΝΑ
PACO IGNACIO TAIBO
II, Περαστικός, μτφ.
Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Άγρα,
σελ. 176
«Δεν έχω
ανάγκη να με περιμένει καμία επανάσταση. Την επανάσταση την κουβαλάς μέσα σου
και την πηγαίνεις από το ένα μέρος στο άλλο», λέει σε κάποιον σύντροφό του ο
Ισπανός αναρχικός Σεμπαστιάν Σαν Βισέντε, ήρωας του παρόντος
μυθιστορήματος που γράφτηκε το 1987. Ο
Σαν Βισέντε φαίνεται να είναι ιστορικό πρόσωπο. Ο Τάιμπο τον αναφέρει και στο
μυθιστόρημά του Η Σκιά της σκιάς (1986, Άγρα, 1999, 2006). Στον Περαστικό
ο 65χρονος Μεξικανός συγγραφέας επιχειρεί να ορθώσει τον σκελετό μιας
βιογραφίας του Βισέντε με βάση τα λιγοστά διαθέσιμα στοιχεία που σώζονται στα
αρχεία για τον ήρωά του.
Βρισκόμαστε στο Μεξικό το 1921, λίγο μετά τη λήξη
της Μεγάλης Μεξικανικής Επανάστασης, για την ακρίβεια των τεσσάρων διαδοχικών
επαναστάσεων που συγκλόνισαν τη χώρα μεταξύ του 1910 και του 1920. Στο κείμενο η ιστορικότητα του παρόντος προσδιορίζεται
υπαινικτικά, με σκόρπιες
πραγματολογικές σφήνες. Χρειάζεται λοιπόν να αποσαφηνιστεί πρώτα, εν τάχει
έστω, το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος:
Από την ανεξαρτησία του (1867) μέχρι τις αρχές του
20ού αιώνα, το Μεξικό ήταν, με εξαίρεση ορισμένα δημοκρατικά διαλείμματα, ένα
φεουδαλικό κράτος. Από το 1877 έως το 1911 την εξουσία κατείχε ο στρατιωτικός
και πολιτικός Πορφίριο Ντίας, ο μακροβιότερος δικτάτορας που γνώρισε η χώρα. Το επονομαζόμενο πορφιριάτο,
δηλαδή το καθεστώς του Ντίας, συμπύκνωνε τα απεχθέστερα συστατικά στοιχεία του
φεουδαλισμού. Η γη ήταν διαιρεμένη σε τεράστια λατιφούντια (τσιφλίκια)
τα οποία καλλιεργούσαν πεόνς (δουλοπάροικοι). Οι ρουράλες
(χωροφύλακες) δρούσαν τελείως ασύδοτα και σκορπούσαν τον τρόμο στην ύπαιθρο ως
όργανα των γαιοκτημόνων. Όταν ο Ντίας άρχισε να γίνεται καταπιεστικός για τις
επιδιώξεις της ανερχόμενης αστικής τάξης, οι φιλελεύθεροι αστοί εξεγέρθηκαν
εναντίον του, συνασπισμένοι υπό από τον Φρανσίσκο Μαδέρο. Μαζί τους συντάχθηκαν
οι αγρότες της νότιας πολιτείας του Μορέλος υπό τον Εμιλιάνο Ζαπάτα και οι μπαντίντος
του Πάντσο Βίγια, η φοβερή Μεραρχία του Βορρά.
Η πρώτη φάση της Μεξικανικής Επανάστασης πέτυχε και
ο Ντίας εκδιώχθηκε. Ο Μαδέρο ορκίστηκε πρόεδρος το 1911, όμως αμέλησε να
εκδιώξει από τον στρατό τα αντιδραστικά στοιχεία. Δύο χρόνια αργότερα
δολοφονήθηκε από τον επίδοξο καουντίγιο Βικτοριάνο Χουέρτα. Νέα
επανάσταση: οι αστοί και οι αγροτικοί στρατοί του Βίγια και του Ζαπάτα σε κοινό
μέτωπο κατά του δικτάτορα. Ο Βίγια και ο Ζαπάτα κέρδισαν την παρτίδα και
κατέλαβαν από κοινού την πρωτεύουσα, όμως σύντομα παρέδωσαν την εξουσία στην
αστική τάξη, επειδή δεν είχαν να παρουσιάσουν ένα πρόγραμμα κεντρικής
διακυβέρνησης της χώρας (το ριζοσπαστικό πρόγραμμα του ζαπατισμού περιοριζόταν
αυστηρά στα όρια της πολιτείας Μορέλος). Όπως είπε ο Βίγια: «αυτό το ράντσο»,
δηλαδή η Πόλη του Μεξικού ως σύμβολο της διακυβέρνησης του κράτους, «είναι πολύ
μεγάλο για μένα» (Αδόλφο Τζίλι, Η
Μεξικάνικη Επανάσταση 1910-1920, εκδ. Κουκκίδα, 2006, μτφ. Νίκος Κοκκάλας).
Την προεδρία ανέλαβε το 1914 ο αστοτσιφλικάς Βενουστιάνο Καράνσα, υποστηριζόμενος
από τον στρατηγό Άλβαρο Ομπρεγόν, που εξέφραζε την μικροαστική-μεσοαστική τάση
της επανάστασης. Οι Καράνσα και Ομπρεγόν αίφνης ξέχασαν τις υποσχέσεις τους
προς του αγρότες για απαλλοτρίωση και αναδασμό της γης. Νέα επανάσταση: ο
Ζαπάτα από τον Νότο και ο Βίγια από τον Βορρά εναντίον των Καράνσα-Ομπρεγόν. Ο
τελευταίος επικράτησε στις συγκρούσεις του με τον Βίγια, ενώ ο Ζαπάτα
απομονώθηκε και τελικά δολοφονήθηκε το 1919. Ο Καράνσα κυβέρνησε αυταρχικά και
προσπάθησε να ανασυστήσει το πορφιριάτο περιβεβλημένο με ψευδοαστικό μανδύα. Οι
μεσοαστοί, με ηγέτη τον Ομπρεγόν που έτρεφε προσωπικές φιλοδοξίες για την
προεδρία, αντέδρασαν. Νέα επανάσταση: ο Ομπρεγόν (με σύμμαχο πλέον και τον
Βίγια) κατά του Καράνσα. Μετά την εξουδετέρωση του τελευταίου, ο Βίγια αποστρατεύτηκε
και ουσιαστικά περιθωριοποιήθηκε (έως ότου να δολοφονηθεί το 1923). Ο Ομπρεγόν
έγινε ο κυρίαρχος της χώρας. Ίδρυσε το P.R.I. (Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα),που
έμελλε να κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή του Μεξικού σχεδόν σε ολόκληρο τον 20ό
αιώνα. Η αστικοποίηση της χώρας επιβλήθηκε με δυσβάσταχτα σκληρούς όρους για
την εργατική τάξη και τους αγρότες,
καθώς επιβίωναν (ή και επικρατούσαν) αρχαϊκά κατάλοιπα της φεουδαλικής
περιόδου. Γράφει χαρακτηριστικά ο Τάιμπο στο βιβλίο του Η σκιά της σκιάς:
«Ποιοι έχασαν την Επανάσταση κατά τη γνώμη σας; Οι πορφιρικοί; Αυτοί παντρεύουν
κιόλας τις κόρες τους με τους συνταγματάρχες του Ομπρεγόν. Την έχασαν οι
παρίες. Οι αγρότες που την έκαναν. Την χάσαμε εμείς χωρίς να την κάνουμε.»
Αυτό το καθεστώς επικρατεί στο Μεξικό την εποχή που
φτάνει ο ήρωας του μυθιστορήματος. Ο Σαν Βισέντε γεννήθηκε το 1896 στη Γκερνίκα
ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στις Αστούριες (το λίκνο του ισπανικού
αναρχοσυνδικαλισμού). Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, μιλούσε τέσσερις γλώσσες
και ήταν λάτρης του Σοπέν. Όταν ενηλικιώθηκε, απέκοψε τους δεσμούς του με την
οικογένεια και την τάξη του. Ίσως να ανέπτυξε επαναστατική δράση στην Ισπανία,
ίσως όχι. Μπάρκαρε θερμαστής σε εμπορικό πλοίο και σάλπαρε για τις ΗΠΑ.
Πιθανότατα έζησε για λίγο στη Νέα Υόρκη,
όπου συντόνισε τη δράση του με αυτή των Wοbblies (Βιομηχανικοί Εργάτες του
Κόσμου). Το 1919 κατέφυγε στην Κούβα για να αποφύγει τη σύλληψη. Από εκεί
πέρασε παράνομα στο Μεξικό.
Εγκαταστάθηκε στο Ταμπίκο, όπου ανέπτυξε έντονη επαναστατική-συνδικαλιστική
δράση. Συνελήφθη μαζί με τον κομουνιστή Τσαρς Φίλιπς και απελάθηκαν στη
Γουατεμάλα, όμως επέστρεψαν παράνομα στο Μεξικό και συνέχισαν τη δράση τους.
Συμμετείχε σε ένοπλες αναμετρήσεις των εργατών με
την αστυνομία και τον στρατό. Αντιμετώπισε αφεντικά, ρουφιάνους και πληρωμένους
φονιάδες. Έζησε λιτά και απεχθανόταν την ιδιοκτησία. Πίστεψε στην ουτοπία και
θεωρούσε ότι η επανάσταση είναι θέμα θέλησης. Ήταν από καρδιάς διεθνιστής,
πιστός στην «ιδέα του εθελοντικού ξεριζώματος, ότι ο δεσμός με την πατρίδα
βρίσκεται σε ένα κομματάκι από πολλά τοπία που μπορείς να νοιώσεις δικά σου,
ότι βρίσκεσαι σε φίλους, σε ιστορίες, σε καταστάσεις, σε τμήματα μιας
κοινωνικής τάξης δίχως πρόσωπο που ωστόσο είναι η δική σου τάξη». Φώναζε «Ζήτω
ο Λένιν!», όμως προτιμούσε να διαβάζει Μαλατέστα.
Η γραφή του Τάιμπο είναι ως συνήθως πληθωρική,
γεμάτη απρόβλεπτα λεκτικά πυροτεχνήματα και –ευπρόσδεκτες- χιουμοριστικές
υπερβολές, με σχήματα που αποπνέουν εξεγερσιακό ενθουσιασμό, χωρίς όμως να
λείπουν οι απαραίτητες αντι-ηρωικές γειώσεις. Αν και σχετικά σύντομο σε έκταση,
το μυθιστόρημα δεν υστερεί σε αφηγηματικότητα σε σχέση με τις πολυσέλιδες
μυθιστορηματικές συνθέσεις του συγγραφέα (Η σκιά της σκιάς, Με
τέσσερα χέρια). Θεωρώ εξάλλου ότι, με εξαίρεση τις αυστηρά αστυνομικές
ιστορίες του Τάιμπο με ήρωα τον Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, τα υπόλοιπα έργα του
εμφανίζουν στενότερες συγγένειες με τις ιστορικά επεξεργασμένες μυθοπλαστικές
πανδαισίες που απαντούν στις δαιδαλώδεις συνθέσεις συγγραφέων όπως ο Τόμας
Πύντσον και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Ο Τάιμπο ακολουθεί τη διαδρομή του ήρωά του μέσω
εναλλασσόμενων, σύντομων αναδρομικών αφηγήσεων. Περιγράφει ως έξης τη μέθοδο
της εργασίας του: «Σκαλίζοντας αρχεία, μέσα σε παλιά χαρτιά και μικροφίλμ, το
όνομά του εμφανιζόταν εδώ και κει. Μερικές φορές αρκεί για να υφάνεις ένα
κομματάκι ιστορία· ποτέ δεν φτάνει για να ολοκληρωθεί. Δεν υπάρχει κείμενο με
την υπογραφή του, ούτε μια παρέμβασή του σε συνέδριο στενογραφημένη, ούτε ένα
δικό του άρθρο ολόκληρο. Δεν υπάρχουν φωτογραφίες, ούτε αποδείξεις ενοικίου στο
όνομά του (ποτέ δεν είχε σπίτι), ούτε πιστοποιητικό γάμου ή εγγραφές γεννήσεων
παιδιών σε μητρώα. Μόνο σκόρπια αποσπάσματα σε στήλες εφημερίδων, που
δημιουργούν μια σκιά του ανθρώπου εκείνου». Τα χάσματα ανάμεσα στις πηγές, αναλαμβάνει
να κλείσει η μυθιστορία του Τάιμπο, με μια γόνιμη σύζευξη
δημοσιογραφικής-ιστορικής έρευνας και μυθοπλασίας. Το βιβλίο διαβάζεται
απνευστί ως πολιτικό μυθιστόρημα και όχι ως τυπική βιογραφία. Η
αποσπασματικότητα, τα ρήγματα και οι ασυνέχειες στην αφήγηση λειτουργούν προς
όφελός του. Με αυτόν τον τρόπο ο Τάιμπο κατορθώνει να κατασκευάσει μια
αυθύπαρκτη λογοτεχνική προσωπικότητα, έναν διαχρονικό ανθρωπότυπο επαναστάτη.
Τζορτζ Γκρος,Σταυροδρόμι,1920, Ιδιωτική συλλογή ©The Estate of George Grosz |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου