ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
CLIFFORD PICKOVER, Αν υπήρχαν πώς θα ήταν; Μετάφραση: Ξακουστή Καραβά εκδ. Τραυλός, σελ. 356
Πουθενά αλλού στο διάστημα δεν θα ξεκουράσουμε το μάτι μας
με τα οικεία σχήματα των δέντρων και των φυτών ή κάποιου από τα ζώα με τα οποία
μοιραζόμαστε τον κόσμο μας. Οποιοδήποτε είδος και να συναντήσουμε θα είναι
εξίσου περίεργο και άγνωστο με τα εφιαλτικά πλάσματα που ζουν στην άβυσσο του
ωκεανού ή στο βασίλειο των εντόμων, η φρίκη του οποίου είναι αόρατη σε εμάς
λόγω της μικροσκοπικής του κλίμακας
ΑΡΘΟΥΡ ΚΛΑΡΚ
Το βιβλίο του Κλίφορντ Πίκοβερ
παρουσιάζει την έρευνα σχετικά με την εξωγήινη ζωή με τη ματιά κάποιου, που
έχει σπουδές και ενδιαφέροντα Βιοχημείας και Βιοφυσικής. Συνήθως η παρουσίαση
γίνεται από αστρονόμους ή φυσικούς πράγμα που έχει ως συνέπεια να μην δίνεται
το βάρος που απαιτείται στη βιολογική διάσταση του θέματος. Πάει να πει,
δηλαδή, ενώ μιλάμε για εξωγήινη ζωή, το κέντρο του ενδιαφέροντος εντοπίζεται
πολύ περισσότερο στο «εξωγήινη» παρά στο «ζωή».
Στο βιβλίο που συζητάμε εδώ, αντίθετα, η βιολογική διάσταση εμφανίζεται
ως κεντρική και το σύνολο της επιχειρηματολογίας αρθρώνεται γύρω της. Όπως
γράφει ο Πίκοβερ, «[γ]ια πρώτη φορά στην ιστορία, τα ερωτήματα για τη ζωή πέρα
από τη Γη άφησαν το βασίλειο της θεολογίας και της επιστημονικής φαντασίας και
μπήκαν στο βασίλειο της πειραματικής επιστήμης. Οι πρόσφατες πρόοδοι στη
βιοχημεία και τη μοριακή βιολογία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η ζωή –ακόμα
και η ζωή στη Γη- μπορεί να υπάρξει σε απίστευτα διαφορετικά και περίεργα είδη
περιβάλλοντος. Οι πρόσφατες ανακαλύψεις οργανισμών μίλια κάτω από τη Γη στο
απόλυτο σκοτάδι ή στον πάγο ή ακόμα και σε βραστό νερό, μας δείχνουν ότι αυτό
που είναι πιθανό στη φύση τείνει να
γίνεται και πραγματικό. Η προσωπική
μου άποψη είναι ότι στο σύμπαν μας συμβαίνει σχεδόν οτιδήποτε δεν απαγορεύεται
από τους νόμους της φυσικής και της χημείας. Η ζωή επάνω στη Γη μπορεί να
αναπτυχθεί σε απίστευτα αντίξοες συνθήκες, ακόμα και μέσα σε οξύ ή σε συμπαγή
βράχο. Στο βυθό των ωκεανών αναπτύσσονται βακτήρια σε ζεματιστές πηγές, γεμάτες
[δηλητηριώδη] ορυκτά […] Όταν παρατηρώ τα εξωφρενικά οστρακόδερμα (τις μέδουσες
με τα μαλακά πλοκάμια, τους αλλόκοτους ερμαφρόδιτους σκώληκες) και τους
βασιδιομύκητες, που μοιάζουν πιο εξωγήινα κι απ’ τα πιο τρελά όνειρα των
συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, γνωρίζω ότι ο Θεός έχει την αίσθηση του
χιούμορ και ίσως να το δούμε να αντανακλάται και σε άλλες μορφές μέσα στο
σύμπαν».
Χωρίς αμφιβολία, έχουμε
απειράριθμα στοιχεία πως ο Θεός (η Φύση) αγαπά το εκκεντρικό. Πολλά από αυτά
μας παρουσιάζει γλαφυρά ο Πίκοβερ. Αξιοποιώντας την γνώση που έχουμε αποκτήσει
από μορφές ζωής στις πιο ακραίες συνθήκες στη Γη, μαζί και τις ενδιαφέρουσες
πολλές φορές ιδέες που μας παρέχει ακόμη και η επιστημονική φαντασία, κυρίως
όμως η επιστημονική σκέψη στο ζήτημα, μας δίνει πρόσβαση, μεταξύ πολλών άλλων,
σε «είδη», όπως οι Ακτινωτοί που δεν υπακούουν στην κατοπτρική συμμετρία, οι
Κράιερς μονάδες φυτικής ζωής με βάση το
πυρίτιο και ομαδική νοημοσύνη, οι Παλαιοί και Αθάνατοι για τους οποίους είμαστε
απλά εφήμερα, οι Διάχυτοι που απλώνονται σε τεράστιες εκτάσεις του σύμπαντος
αντλώντας τη λιγοστή ενέργεια που του απομένει στο τέλος, τα Τσίλα που ζουν
στην επιφάνεια αστέρων νετρονίων με επιφανειακή θερμοκρασία 8000 βαθμών και
βαρύτητα 70 δισεκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τη Γη και πολλά ακόμη. Μαζί
περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους «βλέπουν», «ακούν», «οσμίζονται»,
«αντιλαμβάνονται», «συνειδητοποιούν» τα πράγματα, καθώς και τους τρόπους που
«επικοινωνούν», «απολαμβάνουν» και «αναπαράγονται».
Όπως σημειώνει ο Γιόχαν
Φόρσμπεργκ, «[ο]ι εξωγήινοι δεν θα μοιάζουν με κάτι που έχουμε δει. Λαμβάνοντας
υπόψη ότι τα χταπόδια, τα αγγούρια της θάλασσας και οι βελανιδιές έχουν πολύ
κοντινή σχέση με μας, ένας εξωγήινος επισκέπτης θα μας έμοιαζε πολύ λιγότερο
από ένα καλαμάρι. Κάποια απολιθώματα στους σχιστόλιθους του αρχαίου Μπέργκες
είναι τόσο εξωγήινα, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποια άκρη του πλάσματος
είναι η επάνω, κι όμως αυτά τα τέρατα αναπτύχθηκαν ακριβώς εδώ, στη Γη και
έχουν την ίδια προέλευση με μας». Σκεφτείτε τα αντίστοιχα τα οποία δεν έχουν,
άμεσα τουλάχιστον, την ίδια προέλευση. Είναι φανερό πως σε αυτήν την προσπάθεια
ο ανθρωπομορφισμός όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά ίσως συνιστά το βασικό εμπόδιο.
Η αντίσταση στον ανθρωπομορφισμό,
όμως, δεν αφορά μόνο την ανάγκη να σκεφτόμαστε χωρίς προκαταλήψεις σε ό,τι
αφορά τη δυνατή μορφή των νοημόνων όντων, όπως και τη μορφή της αισθητικότητάς
τους. Αφορά εξίσου ή και περισσότερο την κατανόηση πως η νοημοσύνη δεν συνιστά
κανενός είδους αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εξέλιξης σε οποιονδήποτε κόσμο. Από
την εκκίνηση της ζωής στη Γη έχουν υπάρξει πάνω από 50 δισεκατομμύρια είδη και
μόνον ο άνθρωπος ανέπτυξε τεχνολογία. Αν η νοημοσύνη, όπως την αναγνωρίζουμε
στο ανθρώπινο είδος, δίνει εξελικτικό πλεονέκτημα γιατί δεν είναι πολύ
περισσότερο εξαπλωμένη; Από την άλλη,
κατ’ ουδένα τρόπο δεν προκύπτει πως τα θηλαστικά αποτελούν τα πιο πετυχημένα
είδη ζώων. Όπως σημειώνει ο Πίκοβερ, «[ε]νενήντα πέντε τοις εκατό του συνόλου
των ειδών είναι ασπόνδυλα. Τα περισσότερα από τα είδη σκουληκιών του πλανήτη
μας ούτε που έχουν ανακαλυφθεί ακόμα και υπάρχουν δισεκατομμύρια έντομα που
περιφέρονται στη Γη […] Τα πιο επιτυχημένα πλάσματα στη Γη είναι τα κουτά και
αδέξια ποντίκια και οι νυχτερίδες, που βρήκαν καλύτερους τρόπους για τη
σημερινή τους κυριαρχία». Με τα λόγια
του Χόλαντ, που επαναλαμβάνει ο συγγραφέας, «[ό]ταν το φεγγάρι θα έχει
εξαφανιστεί εντελώς από τον ουρανό κι οι θάλασσες θα έχουν παγώσει όλες και οι
πόλεις θα έχουν πεθάνει και γκρεμιστεί από καιρό και κάθε είδος ζωής θα είναι
στο χείλος της εξαφάνισης, τότε, επάνω σε ένα στρώμα λειχήνας, που θα μεγαλώνει
στους γυμνούς βράχους, δίπλα στα αιώνια χιόνια του Παναμά, θα κάθεται ένα
μικροσκοπικό έντομο και θα στρέφει τις κεραίες του στη λάμψη του εξαντλημένου
ήλιου, αντιπροσωπεύοντας το μοναδικό είδος που θα έχει επιζήσει στη Γη».
Αν όμως τα πράγματα είναι έτσι,
μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο θα κλονίσει τις σκέψεις που κάνουμε σήμερα για
τους μηχανισμούς της εξέλιξης το πρώτο μήνυμα, που θα λάβουμε από τα
αστέρια. Θέλω να πω, σε αυτήν την
περίπτωση, το μικρό καλάθι του βιολόγου, ο οποίος, υπολογίζοντας την ασύλληπτη
απιθανότητα των τυχαίων διαδρομών που οδήγησαν στην ανθρώπινη νοημοσύνη, τείνει
να ισχυρίζεται πως είναι πολύ περισσότερο αληθοφανές πως είμαστε μόνοι στο
Σύμπαν, θα αποδειχθεί με τη μία εξαιρετικά μετριοπαθές, για να είναι αληθινό.
Τι θα μπορούσε, όμως, να είναι ένα
μήνυμα από τα αστέρια; Η πρώτη σκέψη είναι πως θα είναι μια σκόπιμη πρόσκληση
σε συζήτηση, μια εθελούσια πρόκληση της προσοχής μας, ένα «ε, εδώ είμαστε!».
Ίσως, όμως, κάτι τέτοιο συνιστά σφάλμα. Πράγμα που είναι πολύ εύκολο να
αντιληφθούμε αν σκεφτούμε ανάποδα, βάζοντας τον εαυτό μας στην θέση του
αποστολέα. Όπως είναι γνωστό, το πρώτο μας μήνυμα προς «αυτούς[1]
εκεί έξω» έχει σταλεί με την αμερικανική αποστολή Pioneer 10, ήδη από τη δεκαετία του ’70.
Είναι, ωστόσο, κατά πολύ πιθανότερο πως η παρουσία μας θα γίνει αντιληπτή από
την τυχαία εμφάνιση σε ένα δέκτη κάποιου πλανήτη στον άλφα του Κενταύρου, τον
αστέρα του Μπάρναρντ, τον έψιλον του Ηριδανού, ή όποιου άλλου σχετικά κοντινού
στον ήλιο μας, ενός επεισοδίου του Baywatch ή των X-files ή του τελικού κάποιου από τα
Μουντιάλ. «Είναι σοβαρή η σκέψη ότι ένα από τα πρώτα σήματα της γήινης ευφυίας
μπορεί να προέρχεται από το στόμα του Μπαρτ Σίμπσον», γράφει ο Πίκοβερ.
Στο μέτρο που όλα τα ραδιοφωνικά
και τηλεοπτικά μας προϊόντα ταξιδεύουν εκεί έξω με την ταχύτητα του φωτός, εδώ
κι ένα περίπου αιώνα στέλνουμε «άσκοπα μηνύματα» σε όλα τα πλανητικά συστήματα
σε απόσταση εκατό ετών φωτός. Γι’ αυτό και ο Σάγκαν, στη θαυμάσια Επαφή του, περιγράφει ως πρώτο σήμα των
εξωγήινων την επιστροφή του πρώτου τηλεοπτικού μηνύματος, που έλαβαν οι ίδιοι
από εμάς. Και δεν ήταν άλλο από το λόγο
του Χίτλερ στην έναρξη των Ολυμπιακών του Βερολίνου του 1936.
Δεν είναι ειρωνεία αν, πραγματικά,
το πρώτο τηλεοπτικό μήνυμα που εκπέμφθηκε στον πλανήτη μας και από τον πλανήτη
μας είναι ένας λόγος του Χίτλερ; Ποιος ξέρει; Το μέλλον θα δείξει μην ήταν ο
κατεξοχήν αντιπροσωπευτικός. Ο καπιταλισμός, πάντως, κάνει ότι μπορεί γι’ αυτό.
[1]
Και «αυτές», ίσως; Θέλω να πω, είναι αναγκαίο να έχουν φύλα όλα τα νοήμονα
όντα; Κι αν έχουν όχι δύο, αλλά οχτώ ή δέκα «φύλα», όπως συμβαίνει με το Paramecium amelia ή
τα Chlamydomonas;
Gerd Arntz, Machine, 1921 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου